25/12/14

Η μόνη της ζωής τους δι-έξοδος

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΚΕΝΤΡΟΥ-ΑΓΑΘΟΠΟΥΛΟΥ

Μνημείο για τα πράγματα που αλλάζουν (λεπτομέρεια),
πλαστικό κορδόνι, μεταλλική κατασκευή, νάιλον, λάστιχο, 2014
Τα απογεύματα της Κυριακής, βρέχει χιονίζει, την ίδια πάντα ώρα, ο κουρέας της γειτονιάς μας με τη γυναίκα του, τις δυο κόρες τους, σχεδόν ώριμες για παντρειά, και τον γιό τους, «συνταξιούχο» φοιτητή της Νομικής, περνούσαν από απέναντι ντυμένοι με τα καλά τους, κι εμείς, πότε απ’ το ανοιχτό παράθυρο πότε καθισμένες σε σκαμνάκια στην εξώπορτα του σπιτιού μας, πότε πίσω από το τζάμι που το χτυπούσε η βροχή, τους βλέπαμε να παρελαύνουν κάθε φορά σαν περίεργες σκιές σε ασπρόμαυρη οθόνη, κι αυτό το θέαμα αύξαινε διαβρωτικά την κυριακάτικη μελαγχολία μας, ιδίως τις συννεφιασμένες ή βροχερές μέρες, όπου εκείνοι πιστοί στη συνήθειά τους, διάβαιναν σκυμμένοι κάτω από τις μαύρες ομπρέλες τους τυλιγμένοι στα αδιάβροχά τους.

Η γιαγιά μου που πήγαινε κάπου κάπου στο κουρείο του γείτονα για να διαβάσει την εφημερίδα που εκείνος έπαιρνε στη χάση και στη φέξη, καθώς και στο ψιλικατζίδικο της γυναίκας του απ’ όπου προμηθευόταν τα είδη ραπτικής, έλεγε συχνά, «αυτή η οικογένεια είναι μυστήρια, σίγουρα  κρύβει κάποιο μυστικό», κι αυτό το συμπέρασμα το έβγαζε επειδή με κανέναν δεν σχετιζόταν στη γειτονιά, κανείς δεν έμπαινε στο σπίτι τους, δεν ξέραμε τι λογής ήταν.Καθώς λοιπόν περνούσαν κάθε Κυριακή, γιορτή και σχόλη, την ίδια πάντα ώρα του απογεύματος και σαν να ήταν συνεννοημένοι εκ των προτέρων ποια ακριβώς στιγμή θα μας χαιρετούσαν, σαν ένα στρατιωτικό παράγγελμα: κλείνατε επ’ αρίιιστερά, μας απεύθυναν από απέναντι, μ’ ένα βεβιασμένο χαμόγελο, τον συνήθη χαιρετισμό τους, τον οποίο τους ανταποδίδαμε με μια τάχα αδιάφορη κλίση της κεφαλής. 
                
Μπροστά οι γονείς, πίσω τους ακολουθούσαν σε μικρή απόσταση τα τρία αδέλφια, με τον ίδιο σχεδόν βηματισμό, ώσπου σιγά σιγά απομακρύνονταν, χάνονταν στο βάθος του δρόμου, από το οπτικό μας πεδίο, και η γιαγιά μου κάθε φορά αναρωτιόταν φωναχτά: μα πού πηγαίνουν αυτοί οι άνθρωποι όλοι μαζί κάθε Κυριακή την ίδια ώρα. Την έτρωγε η περιέργεια...                                  
Ένα από κείνα τα απογεύματα αποφάσισε να τους παρακολουθήσει, σαν να ήταν υποχρεωμένη να διαλευκάνει μια μυστηριώδη υπόθεση ή να λύσει ένα αίνιγμα που την βασάνιζε από καιρό. Ντύθηκε κι εκείνη με τα καλά της και βγήκε από την εξώπορτα μ’ ένα ύφος σαν να εκτελούσε μια μυστική αποστολή ή μια εξ άνωθεν εντολή, ενώ εμείς την κοιτούσαμε κρυφογελώντας, επειδή ούτε ένα βλέμμα δεν έστερξε να μας ρίξει περνώντας από μπροστά μας, κι εκτός απ’ αυτό, ένας αέρας απαξίωσης θαρρείς, εκ μέρους της, στα μούτρα μας, δεν άργησε να μας προξενήσει ένα ακατάσχετο χαχανητό, γεγονός που άλλαξε την μουντή διάθεσή μας.               
Άρχισε λοιπόν να περπατάει στο απέναντι από κείνους πεζοδρόμιο αλλά σε κάποια σοφά υπολογισμένη απόσταση ώστε να μη γίνει αντιληπτή στον ούτως ή άλλως ερημωμένο από ανθρώπινη κίνηση δρόμο τις Κυριακές στη γειτονιά μας – εικόνα καταθλιπτική που μας πονούσε.        
Μετά από περπάτημα χιλίων πεντακοσίων μέτρων περίπου κι ενώ τα αδύναμα ήδη πόδια της είχαν αρχίσει να τρέμουν από την κούραση, τους είδε να σταματούν και να κάθονται σε μια πεζούλα ο ένας δίπλα στον άλλο,  να τρώνε σπόρια και να κοιτάζουν με προσήλωση  έναν αρκουδιάρη που παρότρυνε μιαν αρκούδα τεραστίων διαστάσεων να κάνει επίδειξη των γνώσεών της, παραδείγματος χάριν πώς βάζουν κραγιόν οι γυναίκες μπροστά στον καθρέφτη. 
Στην γειτονιά μας επικρατούσε η εντύπωση, μάλλον κάτι σαν βεβαιότητα, ότι ο κουρέας μας και η γυναίκα του ήταν πολύ τσιγκούνηδες άνθρωποι, αλλά μπορεί, κι αυτό το έλεγαν, να έκαναν αιματηρές οικονομίες για έναν ιερό σκοπό, προφανώς για την προίκα των κοριτσιών τους, σε περίπτωση που θα βρισκόταν κανένας γαμπρός. (Μια φορά είχα τολμήσει να πω: εμ έτσι που βγαίνουν όλοι μαζί πώς να τους κοιτάξει κανένας άντρας, γιατί, ποιος τάχα θα ενδιαφερόταν γι αυτές, όταν ακολουθούν τους γονείς τους κατά πόδας και δεν έχουν «σχίσει τη γάτα» απ’ την αρχή˙ είπα ακόμα: φαίνεται μούχλες θα ’ναι κι αυτές, μουνίφοβες, κι αν πάνε έτσι φοβάμαι ότι θα μείνουν στο ράφι, και...ε, τι ’ταν να το πω, φάε τη γλώσσα σου εξυπνάκια είπε η γιαγιά μου και μου ’δωσε μια στα τσαούλια που με σούκιανε).  Νευριασμένη είπα πως εγώ θα τους ακολουθήσω αυτή τη φορά, και θα μάθω πού πηγαίνουν όλοι μαζί και τι κάνουν γιατί σίγουρα η γιαγιά είχε κουραστεί και δεν επιτέλεσε ως το τέλος την κατασκοπική της αποστολή .
Παρ’ όλο που η έξοδος τους  αυτή τη φορά συνέπεσε με τα Χριστούγεννα, κι έξω το ξεροβόρι ξεκουνούσε τα γυμνά κλαριά των δέντρων, οι δρόμοι εξ’ αιτίας του βαρδάρη είχαν στεγνώσει ευτυχώς από το χιόνι που είχε πέσει την παραμονή, η οικογένεια βγήκε στην ώρα της κουκουλωμένη με σάλια πάνω απ’ τα χοντρά παλτό τους, με γάντια και μπότες, σήκωσε το κεφάλι και χαιρέτησε τους δικούς μου που παρακολουθούσαν πίσω από την παραμερισμένη κουρτίνα, ενώ εγώ ακόμα πιο τυλιγμένη απ’ αυτούς ακολουθούσα από μικρή απόσταση.
Οι δρόμοι ήταν άδειοι, αλλά παρ’ όλο το κρύο τα σπίτια εξέπεμπαν μια θαλπωρή, από τις μουσικές που ακουγόταν, θρησκευτικά λίντερ και οπερέτες, από τα ασήμαντα στολίδια, χάρτινα ασημένια αστέρια κολλημένα στα παράθυρα ή στις ολοκάθαρες κουρτίνες, όμως κυρίως από τις ευωδιές των φαγητών και των γλυκών που εισχωρούσαν στο σώμα σου  και το ζέσταιναν.
Κάπου συναντήσαμε και μια μικρή μπάντα που έπαιζε την άγια νύχτα, όπου η οικογένεια μαζί με άλλους που βρέθηκαν στο δρόμο στέκονταν και απολάμβαναν το θέαμα και την μουσική.
Εντωμεταξύ είχαμε φτάσει στο κέντρο της πόλης με τις γιορταστικές βιτρίνες, τις κούκλες ντυμένες με τα φανταχτερά τους, τα χριστουγεννιάτικα δέντρα με τις χρωματιστές μπάλες, τους αγιοβασίληδες, τα ζαχαροπλαστεία με τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα, σταθήκανε κι εκεί κάμποση ώρα και χαζέψανε, ύστερα τράβηξαν προς την παραλία όπου αγνοώντας το κρύο κάθισαν σ’ ένα παγκάκι, αφού πρώτα βγάλανε από τις τσάντες τους μερικές εφημερίδες και τις στρώσανε, έμειναν εκεί για ώρα αγναντεύοντας την θάλασσα. Είχε σκοτεινιάσει όταν πήρανε τον δρόμο της επιστροφής.                                                                                                                
Η γιαγιά μου άκουσε την περιγραφή που έκανα και στραβομουτσούνιασε. Δεν υπήρχε τίποτα να προσθέτει την δική της διήγηση. «Αυτοί οι άνθρωποι ζούνε μακριά από τον Χριστό, ή περπατάνε μαζί Του πιασμένοι απ’ το χέρι Του» είπε κουνώντας το κεφάλι της.                       
Ύστερα από χρόνια, όταν πια η γιαγιά μου βρισκόταν στον άλλο κόσμο απ’ όπου δεν γινόταν να μας πληροφορεί για τα μυστήρια και όλα τα τεκταινόμενα της γειτονιάς, είχαμε ακούσει ότι οι θυγατέρες του κουρέα  μας δεν παντρευτήκαν ποτέ, το ίδιο και ο γιός τους, καθώς ήταν υποχρεωμένος από τους ηθικοκοινωνικούς άγραφους νόμους εκείνης της εποχής να περιμένει πρώτα την αποκατάσταση των αδελφών του.                  
Όταν πέθαναν οι γονείς τους, τα τρία αδέλφια συνέχισαν να περνούν κάθε Κυριακή την ίδια ώρα απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο ντυμένοι με τα καλά τους, μόνο που με τα χρόνια είχαν ξεθωριάσει οικτρά και η ασπρόμαυρη εικόνα της οθόνης είχε πια καταντήσει μια πένθιμη αντανάκλαση της ανθρώπινης μοίρας.                       
Κάποιοι παλιοί γείτονές μας λέγανε ότι τους είχανε δει δυο–τρεις φορές να κάθονται σε παγκάκι της παραλίας, να τρώνε σπόρια και να κοιτάζουν με απλανή βλέμματα τη θάλασσα και τα πολύχρωμα σημαιοστολισμένα βαποράκια που πηγαινοέρχονταν γεμίζοντας κι αδειάζοντας κόσμο και κοσμάκη.      
                                                                                                               
Η Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου είναι ποιήτρια και πεζογράφος

Δεν υπάρχουν σχόλια: