22/11/14

Μια αφήγηση ρέουσα

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΗ

Νίκος Αλεξίου, «Ιερά Μονή Ιβήρων», 2003, χαρτί, σπάγκος, καλάμι, 240 Χ 980 εκ. (άποψη εγκατάστασης στο Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, Μόναχο) – φωτο: Πάνος Κοκκινιάς

ΜΑΚΗΣ ΤΣΙΤΑΣ, Μάρτυς μου ο Θεός, Εκδόσεις Κίχλη, σελ. 272

 «Ένας ταπεινός δούλος των σημάντρων»
 Γιάννης Πατίλης, Γραφέως Κάτοπτρον

Ο πενηντάχρονος άνεργος, ονόματι Χρυσοβαλάντης, ο οποίος πρωτοστατεί σ΄ αυτό το επαρκώς οργανωμένο μυθιστόρημα, ανήκει στην ομάδα των  υπέρβαρων, πεισμόνων ερωτύλων, πάντως αγάμων κατοίκων του Λεκανοπεδίου, με λευκό ποινικό μητρώο, ελαφρώς ρατσιστών, πιστών οπαδών της λεγομένης κοινωνικής κανονικότητας, με έκδηλες θεολογικές ανησυχίες ορθοδόξου προσανατολισμού. Ο Χρυσοβαλάντης, ένας οιονεί Πάντσο χωρίς Δον Κιχώτη, γνωρίζει συνεπώς ότι δεν είναι ο μόνος, ο οποίος υποφέρει στην ανοικτή κοιλάδα των δακρύων. Εκεί δηλαδή όπου η τύχη και η ανάγκη συνέχουν από κοινού τον ανθρώπινο βίο, κατά τον Δημόκριτο, έναν φιλόσοφο, τον οποίο δεν κατονομάζει, αλλά συχνά πυκνά υποδηλώνει ο νέος αυτός αφηγηματικός ποταμός του κειμενικά πολύπειρου Μάκη Τσίτα. Και το γεγονός ότι ο Χρυσοβαλάντης δεν είναι μόνος, τον κάνει να ανανεώνει τις άμυνες, τις γραμμές της καθημερινής μικροπολιτικής και τις συγκεκριμένες αντιστάσεις του σε όλο το μήκος και το πλάτος διακοσίων εβδομήντα δύο σελίδων, προτού καταρρεύσει στη σκηνή του παραλόγου, της οποίας φαίνεται να είναι εκ γενετής κληρωτός. Αυτό ακριβώς το αίσθημα της συντροφικότητας μέσα στη σχεδόν καθολική ερωτική αβελτηρία και την ανέχεια τον εμπνέει. Δεν υποχωρεί, δολιχοδρομεί αλλά δεν ενδίδει, όπως κάποιοι άλλοι, σε μια πλήρη συνθηκολόγηση με τις δυνάμεις του Κακού. Είναι ο εις-μύριοι, από μιαν άλλη προοπτική θεώρησης των πραγμάτων.

Διανύονται ιδιαίτερα επίπονες διαδρομές παθών, λαθών, διαψεύσεων, επώδυνων αυταπατών και ανηλεών αυτοαποδομήσεων. Μερικές φορές μάλιστα η ανάγνωση διακατέχεται από κύματα συμπαθείας, θαυμασμού και άδολης εκτίμησης γι'  αυτόν τον πολίτη, που από τα ψυχικά του ράκη οικοδομεί διάρκεια σθεναρής δράσης ενάντια στον επαπειλούμενο εξανδραποδισμό του. Από την άποψη αυτή ο Χρυσοβαλάντης είναι ένας ακόμη Αλέξης Ζορμπάς σε αρκετά όμως παραμορφωμένη, σκοπίμως ιλαροτραγική εκδοχή. Εκεί φέρ΄ ειπείν που ο καζαντζακικός οίστρος οδηγεί τον Αλέξη Ζορμπά στην καθ΄ υπερβολήν εμπέδωση της ασίγαστης λίμπιντο, η στρατηγική του Χρυσοβαλάντη  τον ωθεί σε εξόφθαλμα παροδικές, πλην όμως σωτήριες ανασυγκροτήσεις του είναι του. Ελλείψει Δον Κιχώτη, οι αναφορές του απευθύνονται σταθερά εις εαυτόν. Η ευρύτατη γνώση της Βίβλου (όχι του Ομήρου ή του Κομφούκιου), των πατερικών κειμένων (όχι των τραγωδιών του  Αισχύλου), η αποστήθιση του Ποιμένος του Ερμά (όχι των Ελευθέρων Πολιορκημένων του Διονυσίου Σολωμού) ως και των στίχων του Άκη Πάνου (όχι του Δημήτρη Παπαδίτσα) τον διευκολύνουν ομολογουμένως να συνυπάρξει τόσο με τις φοβίες του και τις πάμπολλες ενοχές του, όσο και με τους μύθους και τα φαντάσματα του καιρού μας.
Πάντως, αν λάβει κανείς υπόψιν του τον λεπτομερή κατάλογο των αντιθετικών ιδιοτήτων, ο οποίος παρατίθεται στο σαλόνι της Ρούμελης, δηλαδή του Οδοιπορικού στη Βόρεια Ελλάδα, του οξυδερκούς παρατηρητή των ανθρωπίνων Πάτρικ Λη Φέρμορ (εκδόσεις Κέδρος, 2009) από πλευράς ήθους, ο Χρυσοβαλάντης ανήκει μάλλον στους Ρωμιούς, παρά στους Έλληνες. Εξ ου και η πρόδηλη «παρορμητική του ετοιμότητα για οτιδήποτε δεν απαγορεύεται από κάποιο καθαγιασμένο ταμπού», η οποία εμφανίζεται στους αντίποδες της συμπεριφοράς εκείνου, ο οποίος «διαθέτει περισσότερες αναστολές», διακρινόμενος, μεταξύ άλλων, από «μια πιο εγκεφαλική προσέγγιση στα προβλήματα της ζωής» (βλ. ό. π. σελ. 189). Κοντολογίς, το Μάρτυς μου ο Θεός αξίζει τα λεφτά του, αλλά και το Βραβείο του, όπως θα ισχυριζόταν χωρίς κανέναν ενδοιασμό ο ίδιος ο Χρυσοβαλάντης.

Ο Γιώργος Βέης είναι ποιητής

Δεν υπάρχουν σχόλια: