ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΠΙΕΡΡΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΣ ΔΟΞΙΑΔΗΣ, Το αόρατο ρήγμα, Θεσμοί και συμπεριφορές
στην ελληνική οικονομία, εκδόσεις Ίκαρος, σελ. 323
Αν θα μπορούσε ποτέ να συμπυκνωθεί ένα βιβλίο σε μερικές προτάσεις τότε
θα λέγαμε ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση, ο Αρίστος Δοξιάδης επιχειρεί να
δώσει μία περιγραφή των αιτιών της ελληνικής κρίσης βασιζόμενος στον διαχωρισμό
της ελληνικής οικονομίας στον τομέα που παράγει διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά –τον
εμπορεύσιμο τομέα– και σε αυτόν που παράγει αγαθά που μπορούν να καταναλωθούν
μόνο τοπικά – τον μη εμπορεύσιμο τομέα. Συγκεκριμένα,
η χαμηλή παραγωγικότητα που χαρακτηρίζει την ελληνική οικονομία, που αποτυπώνεται
στο έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο και καθιστά τις ελληνικές επιχειρήσεις μη
ανταγωνιστικές, προκύπτει από την μετατόπιση της εγχώριας παραγωγής προς τον μη
εμπορεύσιμο τομέα, ο οποίος εξορισμού έχει χαμηλότερη παραγωγικότητα καθώς δεν απειλείται
από τον διεθνή ανταγωνισμό και για αυτόν τον λόγο τυγχάνει ιδιαίτερης
μεταχείρισης από το κράτος, εις βάρος του εμπορεύσιμου. Σύμφωνα με τον
συγγραφέα, η μετακίνηση των παραγωγικών συντελεστών προς τον εμπορεύσιμο τομέα θα
έχει ως συνέπεια την ύπαρξη ισχυρής πίεσης από τον διεθνή ανταγωνισμό και
επομένως θα ωθήσει τις εγχώριες παραγωγικές δυνάμεις στην καινοτομία και στην
αύξηση της παραγωγικότητας των εγχώριων επιχειρήσεων, καθιστώντας την ελληνική
οικονομία πιο ανταγωνιστική στο σύνολο. Επί της ουσίας, το Αόρατο Ρήγμα
αποτελεί μία πρόταση παραγωγικής ανασυγκρότησης της εθνικής οικονομίας.
Το βιβλίο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς επιχειρεί μία εις βάθος ανάλυση
των θεσμών στην ελληνική οικονομία, ενώ η οπτική του είναι μάλλον συντηρητικά
σοσιαλδημοκρατική, παρά αμιγώς φιλελεύθερη όπως κακώς του καταλογίζεται. Ο
συγγραφέας αναγνωρίζει ότι για να επιτευχθεί μία οικονομία κλίμακας θα πρέπει
είτε να υπάρξει μία προλεταριοποίηση μερίδας της μεσαίας τάξης, ούτως ώστε να
προκύψει συσσώρευση κεφαλαίου για την δημιουργία μεγάλων επιχειρήσεων, είτε να
ευδοκιμήσουν συνεταιριστικές επιχειρήσεις, γεγονός που δεν συνάδει με την
ελληνική επιχειρηματική κουλτούρα. Επιπλέον, δεν αποκρύπτει την προνομιακή
σχέση μεγαλοεργολάβων-ιδιοκτητών ΜΜΕ με το κράτος, τονίζει τον αναποτελεσματικό
χαρακτήρα του κοινωνικού κράτους εις βάρος των αδυνάμων, δίνει σημασία στην
δομή του κρατικού ελλείμματος, προβαίνει σε μη συμβατικές όσο και ενδιαφέρουσες
τοποθετήσεις, όπως αυτή σχετικά με την χρήση των μεταχρονολογημένων επιταγών,
ενώ κάποιες από τις προτάσεις του θα έπρεπε να είναι αποδεκτές από όλο το
πολιτικό φάσμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η καταγραφή ποσοτικών
δεδομένων αναφορικά με την λειτουργία του δημόσιου τομέα.
Ωστόσο, ο συγγραφέας εγκλωβίζεται στην προσέγγιση που ακολουθεί στην
ανάλυσή του, συγκεκριμένα την νεοθεσμική προσέγγιση. Η τελευταία αποτελεί επί
της ουσίας μία «μικρή» θεωρία, η οποία έχει το προτέρημα ότι μπορεί και αναλύει
εις βάθος και ανά περίπτωση. Στο ερώτημα όμως του «πως θα έπρεπε να είναι τα
πράγματα» και στις επακόλουθες προτάσεις οικονομικής πολιτικής, δανείζεται
ιδέες από μία «μεγάλη» θεωρία, εν προκειμένω από την νεοκλασσική-νεοκεϋνσιανή
σύνθεση, ή πιο απλά από την συμβατική θεωρία. Έτσι, στο Αόρατο Ρήγμα παρατηρούνται σημαντικές παραλήψεις όπως και
λανθασμένες αντιλήψεις. Καταρχάς απουσιάζουν
παντελώς οι οποιεσδήποτε αναφορές στην ζήτηση. Για παράδειγμα είναι δύσκολο να
πιστέψει κανείς ότι η «προστασία» του κλάδου των πολιτικών μηχανικών και
αρχιτεκτόνων, είναι εντελώς ανεξάρτητη από την μακροχρόνια και εκτεταμένη
ζήτηση για κατασκευές. Επίσης, μεγάλο ενδιαφέρον θα είχε να γνωρίζαμε αν υπήρξε
αλλαγή του καταναλωτικού προτύπου από την στιγμή που η χώρα αφομοίωσε το ευρώ,
η οποία θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε (ακόμα μεγαλύτερη) αναντιστοιχία μεταξύ εγχώριας
παραγωγής και ζήτησης. Επιπλέον, υπάρχουν ελάχιστες αναφορές σε θέματα
ανισότητας. Για παράδειγμα ορθώς αναφέρεται ότι το φορολογικό σύστημα με τα
παρεχόμενα περιθώρια φοροδιαφυγής, λειτουργεί εις βάρος των μεγάλων
επιχειρήσεων και προς όφελος των μικρών, ωστόσο δεν υπάρχει αντίστοιχης έκτασης
αναφορά για το γεγονός ότι το φορολογικό σύστημα ανακατανέμει εισόδημα από τους
μισθωτούς της κατώτερης τάξης, προς τους εισοδηματίες της μεσαίας και της
υψηλής. Παράλληλα, δεν υπάρχουν αναφορές στο καθεστώς των εργασιακών σχέσεων
και συνθηκών, οι οποίες παρουσιάζουν ανά περίπτωση στοιχεία στυγνής
εκμετάλλευσης, ιδιαίτερα μετά το 2010.
Σε μακροοικονομικό επίπεδο, υπάρχουν επίσης αρκετά προβλήματα. Ο ΑΔ ορθώς
εστιάζει στο εξωτερικό ισοζύγιο αλλά για τους λάθους λόγους. Το τελευταίο, κατά
τον ίδιο αποτελεί έναν δείκτη της σχέσης μεταξύ αποταμιεύσεων – επενδύσεων.
Όπως ο ίδιος ρητά αναφέρει, αν οι Έλληνες αποταμίευαν περισσότερο, θα υπήρχαν
περισσότερες επενδύσεις. Υπάρχει, δηλαδή, μία ένα-προς-ένα ή εστω σε αναλογία
σχέση μεταξύ αποταμιεύσεων και επενδύσεων. Η αντίληψη αυτή είναι πεπαλαιωμένη,
μάλλον ξεπερασμένη όσο και επικίνδυνη καθώς θεωρεί ότι ο ενδιάμεσος θεσμός
μεταξύ αποταμιεύσεων και επενδύσεων, δηλαδή ο τραπεζικός τομέας, είναι
ουδέτερος. Έχοντας στο μυαλό την κρίση του 2008, δεν χρειάζεται να είναι κανείς
οικονομολόγος για να καταλάβει ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Ο τραπεζικός τομέας
δημιουργεί χρήμα, όχι με την μορφή νομίσματος αλλά με την μορφή καταθέσεων,
επομένως επηρεάζει την οικονομική δραστηριότητα, ενώ κατά αυτόν τον τρόπο σπάει
την σύνδεση μεταξύ αποταμιεύσεων και επενδύσεων. Εξάλλου, δεν έχει αποδειχθεί
εμπειρικά ότι οι αποταμιεύσεις προσδιορίζουν τις επενδύσεις. Θα ήταν
τουλάχιστον φαιδρό να υποθέτει κανείς ότι ο τραπεζικός τομέας υπό κανονικές
συνθήκες αρνείται να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες των επενδυτών που
πληρούν τα σχετικά κριτήρια, μόνο και μόνο επειδή δεν έχει αρκετές καταθέσεις.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Τράπεζας της Αγγλίας «[Οι] τράπεζες δεν δρουν
μόνο ως ενδιάμεσοι δανείζοντας τις καταθέσεις των αποταμιευτών και ούτε απλά
«πολλαπλασιάζουν» το χρήμα που κόβει η κεντρική τράπεζα, μέσω της δημιουργίας
νέων δανείων και καταθέσεων… Οι εμπορικές τράπεζες δημιουργούν χρήμα σε μορφή
καταθέσεων, παρέχοντας νέα δάνεια». Σε οικονομικούς όρους, το χρήμα είναι
ενδογενές. Την θεώρηση αυτή υποστήριζαν οι Keynes και Kaldor, καθώς και
οι πιο σύγχρονοι Davidson, Minsky και Godley, και την οποία έχουν αρχίσει να ασπάζονται δειλά οι
κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ και της Αγγλίας. Σίγουρα όχι η συμβατική ακαδημία
καθώς κάτι τέτοιο θα συνιστούσε βίαιη αλλαγή παραδείγματος.
Βάσει των ανωτέρω λοιπόν, φτάνουμε στο παράδοξο, ένα βιβλίο να περιγράφει
μία πραγματική οικονομία από την οποία απουσιάζει το χρήμα. Ο συγγραφέας δεν
κάνει καμία αναφορά στην σύνθεση ανά εισοδηματικό επίπεδο των αποταμιευτών, στο
που πηγαίνουν οι αποταμιεύσεις και τι μορφή παίρνουν –π.χ. ομόλογα, μετοχές,
καταθέσεις– ενώ από το σύνολο απουσιάζει παντελώς ο δανειστής των επιχειρήσεων,
ο τραπεζικός τομέας. Ωστόσο, τα ανωτέρω αποτελούν μία γενικότερη κριτική στην
χρήση των αναλυτικών εργαλείων από τον συγγραφέα και όχι τόσο στο σκεπτικό
του. Αναφορικά με το τελευταίο, ο ΑΔ
επισημαίνει ότι το πλεόνασμα στο εξωτερικό ισοζύγιο είναι απαραίτητο για την
χρηματοδότηση των κοινωνικών πολιτικών, το οποίο είναι σωστό σαν σκέψη, αλλά
δεν εξηγεί επακριβώς γιατί. Δε εξηγεί δηλαδή, αυτό το οποίο τα ευρωπαϊκά κράτη
διαπίστωσαν για πρώτη φορά με οδυνηρό τρόπο την περίοδο 2008-2010, ότι η
απώλεια της νομισματικής πολιτικής σημαίνει επί της ουσίας και απώλεια
κυρίαρχης δημοσιονομικής πολιτικής, καθώς η ΕΚΤ δεν μπορεί να πράξει αυτό που
κάνει η κάθε κεντρική τράπεζα ανά την υφήλιο, να χρηματοδοτεί δηλαδή τον
δημόσιο τομέα. Έτσι τα ευρωπαϊκά κράτη είναι αναγκασμένα να στηρίζονται στις
αξιολογήσεις οίκων και στις εξαγωγές και, κυρίως, να λειτουργούν σαν να χρησιμοποιούσαν
ξένο νόμισμα.
Πιθανότατα, ο συγγραφέας επιθυμεί να εστιάσει αυστηρώς στις δυνατότητες
της ελληνικής οικονομίας αφαιρώντας οποιαδήποτε αναφορά στο κοινοτικό πλαίσιο.
Όμως κάποιες φορές οι μισές αλήθειες ισοδυναμούν με ένα ψέμα, εν προκειμένω ότι
η Ελλάδα μπορεί να τα καταφέρει στηριζόμενη στις δυνάμεις της. Χαρακτηριστικό
είναι ότι υπάρχουν ελάχιστες αναφορές σε περιορισμούς αναφορικά με την προσπάθεια παραγωγικής
ανασυγκρότησης. Για παράδειγμα δεν αναφέρεται πουθενά η διατήρηση των μισθών των
πλεονασματικών χωρών κάτω του επιπέδου παραγωγικότητας, τουλάχιστον μέχρι το
2008, γεγονός που συνιστούσε απώλεια ανταγωνιστικότητας για τις ελλειμματικές
χώρες λόγω κοινού νομίσματος, όπως επίσης δεν αναφέρεται ότι η Ελλάδα είναι
εισαγωγέας προϊόντων υψηλής εντάσεως κεφαλαίου, χωρίς προοπτικές αλλαγής –δηλαδή
δημιουργίας βαριάς βιομηχανίας– λόγω υψηλού ανταγωνισμού, και έλλειψης
τεχνογνωσίας και υποδομών, με αποτέλεσμα να απαιτείται ένας τεράστιος όγκος
εξαγωγών, για να επιτευχθεί αν όχι η χρηματοδότηση ενός κράτους πρόνοιας,
τουλάχιστον ένα ικανοποιητικό πλεόνασμα στο εξωτερικό ισοζύγιο, υπό κανονικές
συνθήκες.
Αναφορικά με την ουσία της πρότασης, ο ΑΔ προτείνει μία τρομακτικού
μεγέθους μετατόπιση εργατικού δυναμικού προς τον εμπορεύσιμο τομέα, απόρροια
της δημιουργίας επιχειρηματικών μονάδων προσανατολισμένες στις αγορές του
εξωτερικού. Είναι γεγονός ότι η Ελλάδα μπορεί να αξιοποιήσει/δημιουργήσει
πλεονεκτήματα πέραν των τετριμμένων. Για να συμβεί όμως κάτι τέτοιο θα πρέπει
να υπάρχει μεγάλη κερδοφορία για τις επιχειρήσεις αυτές. Θα πρέπει δηλαδή να
υπάρχει μεγάλη ζήτηση για ελληνικά προϊόντα, τα οποία θα είναι ιδιαίτερα
ανταγωνιστικά, ενώ οι επιχειρήσεις θα κατέχουν ικανοποιητικά μερίδια των αγορών
αυτών. Αφενός κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δύσκολο να συμβεί καθώς προσδίδει
δυνατότητες στην εγχώρια οικονομία που είναι αμφίβολο κατά πόσο μπορούν να
επιτευχθούν, αφετέρου η πρόταση είναι εντελώς άκαιρη, αφού δεν λαμβάνει υπόψη
την απουσία ζήτησης στις διεθνείς αγορές και τους αναιμικούς ρυθμούς μεγέθυνσης
των άλλων οικονομιών. Επιπλεόν, για την επίτευξη αυτής της ανασυγκρότησης
απαιτείται ένας χρονικός ορίζοντας δεκαετίας, ενώ είναι αμφίβολο αν οι
επιχειρήσεις που θα καταφέρουν να ανταγωνιστούν διεθνώς θα είναι τόσες ώστε να
στηρίξουν συνολικά την οικονομία. Με μία ανεργία κοντά στο 30%, δεν μπορεί να
γίνει λόγος για την αυτάρκεια της πρότασης, ούτε μπορούν να γίνονται επιπόλαιες
κριτικές σε πολιτικές που αντιμετωπίζουν το φαινόμενο της ανεργίας άμεσα, όπως
πράττει ο ΑΔ σε πρόταση για ένα πρόγραμμα εγγυημένης απασχόλησης.
Εν κατακλείδι, το Αόρατο Ρήγμα
αξίζει να διαβαστεί για τον τρόπο με τον οποίο εμβαθύνει σε συγκεκριμένες
πτυχές της ελληνικής οικονομίας και για τον πολύ προσεκτικό τρόπο με τον οποίο
τοποθετείται πολιτικά ο συγγραφέας, φροντίζοντας να καλύψει όσες περισσότερες πλευρές
του εκάστοτε ζητήματος, μπορεί. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να
αποτελέσει μία συνολική περιγραφή της εγχώριας οικονομίας, καθώς υπάρχουν
σημαντικές παραλείψεις που ενίοτε οδηγούν σε λανθασμένα συμπεράσματα, η οικονομία
κρίνεται σαν να υπάρχει στο κενό και όχι μέσα σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο, ενώ οι
δυνατότητες που προσδίδονται σε αυτήν είναι μάλλον υπερβολικά φιλόδοξες. Σε γενικές
γραμμές, η πρόταση για μεταστροφή της εγχώριας παραγωγής προς τις εξαγωγές
είναι σωστή καθώς το έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο δεν ήταν βιώσιμο, αλλά σε
καμία περίπτωση δεν επαρκεί.
Ο Χρήστος Πιέρρος είναι υποψήφιος
διδάκτορας στο Διδακτορικό Πρόγραμμα Οικονομικών Σπουδών, του Πανεπιστημίου
Αθηνών (UADPhilEcon)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου