ΤΗΣ
ΕΥΗΣ ΠΡΟΥΣΑΛΗ
Όταν
ο Ντοστογιέφσκι δια στόματος του Ιβάν
στους Αδερφούς Καραμαζόφ[1]
αποφαίνεται: «Αν δεν υπάρχει Θεός τότε όλα επιτρέπονται» έχει πολύ δίκιο. Η
ανθρωπότητα ωστόσο χωρίς να έχει αποδεχτεί την προϋπόθεση της ρήσης επιδίδεται
ανηλεώς στο συμπέρασμά της: «Όλα επιτρέπονται» ή αλλιώς «Anything goes». Το «Όλα επιτρέπονται» σημαίνει,
βεβαίως, ότι τίποτα δεν απαγορεύεται,
με εξαίρεση φυσικά τους δικαστικούς νόμους και τους νόμους του κράτους.
Συνεπώς, ο καθένας είναι ελεύθερος να πράττει και να λέει ό,τι θέλει, αρκεί να
μην παραβιάζει τον ποινικό και τον συνταγματικό κώδικα.
Υπ’
αυτή τη συνθήκη, το «όλα επιτρέπονται» έχει γίνει η σιωπηρή τακτική του ύστερου
καπιταλισμού και της μετανεωτερικότητας, η οποία κυριαρχεί σε όλες τις
πολιτικές και οικονομικές εκφάνσεις της εξουσίας αλλά και της κοινωνικής
πρακτικής των πολιτών. Στο πλαίσιο της μεταμοντέρνας αυτής επιταγής τελούνται
και νομιμοποιούνται όλες οι παρεκκλίσεις, οι αποκλίσεις και εν πολλοίς οι
εκτροπές από την εφαρμογή του «ορθού λόγου». Ο οποιοσδήποτε μπορεί να
προσβάλλει τους όρους του «ορθού λόγου» ατιμωρητί, καθώς αυτό δεν θεωρείται
παραβίαση κανενός νόμου. Συγχρόνως, το αξιωματικό «anything goes» παρέχει άπειρους βαθμούς
ελευθερίας στους χρήστες του, σε τέτοιο βαθμό ώστε να διαβρώνεται όχι μόνο η
έννοια αλλά ακόμα και το ενδεχόμενο αναζήτησης της ορθολογικής κρίσης.
Επί
παραδείγματι, το πολιτικό λεξιλόγιο μετασχηματίζει τα σημαινόμενα των λέξεων
χωρίς να λογοδοτεί στη γλωσσολογική επιστήμη. Έτσι, η κυβερνητική ρήση που
χρησιμοποιήθηκε για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης ότι «τα μέτρα είναι
αναγκαία» υποβάλλει τη λανθάνουσα συνδήλωση ότι «τα μέτρα που εφαρμόζουμε εμείς είναι τα αναγκαία», χωρίς να
αφήνει -όπως οι λέξεις ορίζουν- περιθώριο εναλλακτικής λύσης, δηλαδή
εναλλακτικών μέτρων. Η «αναγκαιότητα» των μέτρων, λοιπόν, -που αποτυπώνει
φυσικά την οικονομική κρίση- γίνεται συνώνυμη με την επιλογή μιας συγκεκριμένης
κυβερνητικής πολιτικής και είναι η λέξη «αναγκαιότητα» που νομιμοποιεί την
εξουσία και την ισχύ αυτής της κυβερνητικής πολιτικής. Αρκεί, λοιπόν, η
χρησιμοποίηση της κατάλληλης λέξης και η ανεπαίσθητη παραποίηση του νοήματός
της για να καθοδηγηθεί η κοινωνική σκέψη, τουτέστιν, να περιοριστεί ο ορίζοντας
της λογικής της. Η μικρή όμως αυτή απόκλιση από την επικράτεια του «ορθού
λόγου» εμπίπτει στον κανόνα του «όλα επιτρέπονται», καθώς δεν συνδέεται με
κάποια αξιόποινη πράξη.
Στο
ίδιο πνεύμα λοιπόν του «όλα επιτρέπονται» μπορεί ένας πολιτικός[2]
να ισχυριστεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει «κοινή βάση συνεννόησης» με τη Χρυσή Αυγή, ότι «το
μπλοκ του ΣΥΡΙΖΑ έκαψε τρεις ανθρώπους» στην πυρκαγιά της Μαρφίν και ότι σε
περίπτωση εκλογικής πρωτιάς του ΣΥΡΙΖΑ στις εθνικές εκλογές «θα μπούμε σε
πολεμική οικονομία και θα υπάρξει πείνα και δυσωδία» ενώ οι οπαδοί του Αλέξη
Τσίπρα «θα είναι τότε στο δρόμο και θα καίνε και θα σκοτώνουν».Ο εκάστοτε
πολιτικός δεν οφείλει να λέει την αλήθεια
ή να αποδεικνύει με επιχειρήματα όσα
ισχυρίζεται, καθότι ο λόγος του προσλαμβάνεται ως «αληθής» απλώς και μόνο από
την ισχύ που του προσδίδει η θέση και η εξουσία του. Κι επειδή «τα όρια της
γλώσσας μας σημαίνουν τα όρια του κόσμου μας»[3]
αν απαλλαγεί ο πολιτικός λόγος από την ευθύνη του να λογοδοτεί στην αλήθεια
αυτομάτως εδραιώνεται κι ένας αναληθής κόσμος. Υπ’ αυτό το πρίσμα, το αξίωμα
του ορθού λόγου -δηλαδή το αποδείξιμο της αλήθειας των ισχυρισμών τινός- ακυρώνεται
μέσα στο ευρύ πλαίσιο της ανοχής τού «όλα επιτρέπονται».
Το
δόγμα αυτό επεκτείνεται και στο πεδίο της Τέχνης. Φαίνεται ότι και οι
διαχειριστές της τέχνης υιοθετούν την τακτική του «όλα επιτρέπονται» των
πολιτικών, για να στηρίξουν τις επιλογές και τις επιχειρησιακές πρακτικές τους.
Προκειμένου να δικαιολογήσουν την καλλιτεχνική ετερογένεια, την ανομοιογένεια
του καλλιτεχνικού ύφους αλλά και το αισθητικό συνονθύλευμα των επιχειρηματικών επιλογών
τους προσεταιρίζονται την ανωτέρω ρήση ως το θεωρητικό τους υπόβαθρο. Και ιδού
το αποτέλεσμα: εν μέσω οικονομικής κρίσης και κοινωνικής κατάρρευσης η
Βουκουρεστίου αποπνέει τσίκνα από τα κοψίδια που συνόδευαν την πρεμιέρα της
παράστασης Αγαπητικός της Βοσκοπούλας
στο Παλλάς, όπου πρωταγωνιστές στο
βουκολικό δράμα είναι σημαντικοί ηθοποιοί ρεπερτορίου δίπλα στον λαϊκό βάρδο
Γιώργο Μαργαρίτη… Το πρώην σκυλάδικο με τον -κατά κυριολεξία- τίτλο Αθηνών Αρένα μεταμορφώνεται υπό την
καλλιτεχνική ηγεσία του σκηνοθέτη-ηθοποιού Δημήτρη Λιγνάδη σε θέατρο αξιώσεων
ονόματι Πάνθεον (!) στο οποίο φιλοξενούνται
ο Ρουβάς, η Ρούλα Πατεράκη, η Άννα Βίσση στο νέο μιούζικαλ του Καρβέλα αλλά και
η Κλασική
Ορχήστρα της Βιέννης σε έργα Μότσαρτ και Στράους … Ομοίως, το
μιούζικαλ Rocky
Horror
Show στο Rex
φιλοδοξεί να εκπροσωπήσει ταυτοχρόνως το Ροκ μιούζικαλ αλλά και το λαϊκοπόπ
αφού συμμετέχει και ο Γιώργος Μαζωνάκης ως αφηγητής δίπλα σε γνωστούς ηθοποιούς…
Στο Θέατρον του Ιδρύματος Μείζονος
Ελληνισμού στην Πειραιώς ανεβαίνει το έργο της Μιμής Ντενίση Σμύρνη μου αγαπημένη όπου ακούγεται ξανά ο θρήνος της Σμύρνης που καίγεται… Ενώ
αναμένεται να καταπλήξει τα πλήθη η μουσικοθεατρική
παραγωγή Alexander the Great Rock Opera …κ.ά. Πώς δικαιολογείται
η συνοίκηση καλλιτεχνών από διαφορετικά θεατρικά είδη αλλά και η μίξη των ειδών
καθεαυτήν; Πώς νομιμοποιείται η αισθητική του μίξερ και του σούπερ-μάρκετ στην
τέχνη του θεάτρου; Ποια ορθή «λογική» δύναται να αναλύσει τις επιχειρηματικές
αυτές τακτικές, αν όχι το «όλα επιτρέπονται»;
Η
κατάχρηση της Ντοστογιεφσκικής ρήσης επιφέρει, τελικώς, βαρύτατες κοινωνικές
συνέπειες: η σκέψη απομακρύνεται από την αναλυτική και αποδεικτική απαίτηση του
ορθού λόγου. Το νόημα των λέξεων παραχαράσσεται ενώ δημιουργείται διανοητικό
χάος από τον εσκεμμένο εννοιολογικό αποπροσανατολισμό αλλά και την αισθητική
επιμιξία. Το «όλα επιτρέπονται» αποτελεί, συνεπώς, το πολιτικο-αισθητικό
εργαλείο στα χέρια της εκάστοτε εξουσίας. Το αποτέλεσμα είναι η πλήρης σύγχυση
αναφορικά με την αλήθεια είτε την
πολιτική είτε την αισθητική. Ο εξοβελισμός της κριτικής σκέψης αποτελεί για τον
ορθό λόγο τη σίγουρη καταδίκη του. Κι όσο δεν θεσμοθετείται «ποινή» για την
παραβίαση των όρων του ορθού λόγου κι όσο η κοινωνία αδρανής και αμέτοχη
παρακολουθεί τον επιθανάτιο ρόγχο του τόσο επιτρέπεται
στο «όλα επιτρέπονται» να κυριαρχεί.
Η
Εύη Προύσαλη είναι διδάκτωρ θεατρολογίας – κριτικός θεάτρου
[1]Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, Αδερφοί Καραμαζόφ, μτφρ. Άρης
Αλεξάνδρου, Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα, 1991, τομ.4ος, σ.66
[2] Ελευθεροτυπία,
«Πάγκαλος: Πείνα και δυσωδία άμα κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ», 15 Οκτωβρίου 2014, από
συνέντευξη του Θ. Πάγκαλου στον ραδιοφωνικό σταθμό Βήμα FM
[3] Ludwig
Wittgenstein, Tractatus Logico Philosophicus, μτφρ. Θανάσης Κιτσόπουλος, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 1978,
σ.110
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου