Στο σπίτι
του Τάσου Λειβαδίτη
ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ
ΜΑΝΤΑΔΑΚΗ
Τι ζητούσαμε
εκείνη την Κυριακή το πρωί μέσα στη θέρμη του Αυγούστου; Την αλήθεια ! έλεγε ο
σύντροφός μας ο μπάρμπα Κώστας που μετρούσε πολλές δεκαετίες στο αριστερό
κίνημα ως εξόριστος, φυλακισμένος, παράνομος και ίσως μερικά χρόνια ως ελεύθερος.
Ο μπάρμπα
–Κώστας, ήταν Ακροναυπλιώτης. Ήταν το ιερό τέρας ανάμεσα στους παλιούς
αγωνιστές της οργάνωσής μας , που εμείς οι νεώτεροι τους βλέπαμε τότε με το
φωτοστέφανο των ηρωικών χρόνων της Αντίστασης και του εμφυλίου.
Την «αλήθεια,
να πούμε την αλήθεια στον λαό, να πάμε τον Ριζοσπάστη σε κάθε σπίτι. Μέσα από
τα γραφεία δεν κάνουμε τίποτα!»
Τι να πεις τώρα
όταν ο μπάρμπα – Κώστας έσερνε πρώτος τον χορό παίρνοντας ανά χείρας τις εφημερίδες
και ξεκινώντας για το καφενείο της οδού Μεγ. Αλεξάνδρου.
Πήραμε λοιπόν
κι εμείς, δύο νεολαίοι , ανά χείρας τον φρεσκοτυπωμένο Ριζοσπάστη εκείνης της Κυριακής
και αρχίσαμε τη βόλτα μας στα στενά του Μεταξουργείου.
Μπροστά εγώ
σαν πιο παλιός, πίσω η Κατερίνα, που αν δεν κάνω λάθος ήταν η πρώτη της φορά,
ανοίγουμε μια σιδερένια πόρτα και βρισκόμαστε σε μια μακρόστενη αυλή σαν αυτές που
αποτελούσαν το χαρακτηριστικό γνώρισμα στα σπίτια της γειτονιάς.
Κατά μήκος της
αυλής πόρτες με παραθυράκια που αντιστοιχούν στα δωμάτια. Χτυπάω το τζάμι στο
παραθυράκι της πρώτης πόρτας. Ακούγεται μια φωνή ηλικιωμένης γυναίκας: «Ποιος είναι;».
«Από τον Ριζοσπάστη»
προλαβαίνει και απαντάει η Κατερίνα.
Περιμένουμε
για λίγο και στο παραθυράκι της πόρτας εμφανίζεται το πρόσωπο μιας μεγάλης
γυναίκας , ξερακιανής, με στρογγυλά μάτια, με ένα μαντήλι σκούρο.
«Τι θέλετε;»
μας ρωτάει αυστηρά και μοιάζει να μας ψάχνει με το βλέμμα της. Της δείχνουμε
την εφημερίδα... Προσπαθούμε να ανοίξουμε κουβέντα, αλλά μάταια. Η ηλικιωμένη γυναίκα
ανοίγει την πόρτα και με όλη την δύναμη που μπορούσε να βρει, μας φωνάζει: «έξω!
έξω!». Ξαφνιασμένοι από το αναπάντεχο και την έκρηξη της γυναίκας, ετοιμαζόμαστε
να ζητήσουμε συγγνώμη και να φύγουμε. Αυτή άλλωστε την συμβουλή είχαμε από την
καθοδήγηση.
Η Κατερίνα
τρομοκρατήθηκε.. «Πάμε να φύγουμε... πέσαμε σε ακροδεξιά!» .
Και τότε η ηλικιωμένη
γυναίκα συνεχίζει: «Ξέρετε σε ποιανού το σπίτι χτυπήσατε; Ξέρουν αυτοί που σας
έστειλαν ποιος είναι ο οικοδεσπότης;».
«Όχι », της
απαντάμε, «αλλά τι σημασία έχει; την εφημερίδα πουλάμε σε όποιον θέλει…».
«Εδώ είναι
το σπίτι του Τάσου Λειβαδίτη , του ποιητή…. Εγώ είμαι η αδελφή του», μας κάνει.
«Κι αν δεν τον ξέρετε να πάτε να μάθετε ποιος είναι και πώς του έχει φερθεί το
Κόμμα…!».
Η φωνή της
τώρα έβγαινε βραχνή και οργισμένη... Απευθυνόταν σε εμάς, δύο νέους ανθρώπους,
που βρέθηκαν στο κατώφλι της για να της δώσουν μια εφημερίδα και έβγαζε από την
ψυχή της κάτι σαν γοερό παράπονο… Για τον αγαπημένο της αδελφό και μεγάλο μας
ποιητή, τον κομμουνιστή διανοούμενο με την δική του άποψη, που ίσως γι αυτήν το
κόμμα του τον είχε παραμελήσει.
«Να μην ξανάρθετε!»,
ήταν η τελευταία της φράση. Ακούστηκε μόνο ο θόρυβος από το χτύπημα της ξύλινης
πόρτας..
Βγήκαμε στην
οδό Λεωνίδου και περπατούσαμε αργά. Σε κάποια στιγμή ένοιωσα τα μάτια του
νεαρού κοριτσιού καρφωμένα πάνω μου να περιμένουν εξηγήσεις.
«Και εγώ
που πίστεψα τον μπάρμπα- Κώστα της Ακροναυπλίας, που μας λέει να βγούμε από τα
σπίτια μας για να πούμε την αλήθεια..» με καρφώνει η Κατερίνα.
Το βράδυ
βάλθηκα να διαβάζω Λειβαδίτη. Ολονυχτίς. Δεν ξέρω γιατί και πώς, κόλλησα σε ένα
κομμάτι με τίτλο «Φθινόπωρο».
Ονειρεύομαι ένα άγαλμα να κλαίει μες την ομίχλη, έναν φυλακισμένο
να τραγουδά,
μια γυναίκα να μην κλέβει τα χρόνια της, ένα παιδί που
να μη ρωτά.
Το φθινόπωρο θα μαζέψω όλα τα φύλλα στην πόρτα μου να
γείρει η χαμένη ζωή μου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου