4/10/14

Από την κρίση υπερσυσσώρευσης στη σοσιαλιστική πρόκληση

ΤΟΥ ΑΝΕΣΤΗ ΤΑΡΠΑΓΚΟΥ       
                                         
Πάτωμα, 2014, μολύβι σε χαρτί, 32 x 40 εκ. 

Όταν γυρίσω,
θα γυρίσω με τα ρούχα και τ’ όνομα ενός άλλου.
Κανείς δε θα με περιμένει.
Κι’ αν δε με γνωρίσεις και πεις
«Δεν είσαι εσύ»,
θα σου δώσω σημάδια, να πιστέψεις.
Θ. Αγγελόπουλος «Το βλέμμα του Οδυσσέα»,
1993, Σενάριο, σελ. 112

Στις πρόσφατες ευρωεκλογές του Μαΐου 2014, αλλά και σε προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καταγράφεται μια ορισμένη τάση ανάκαμψης των αριστερών δυνάμεων, μετά μια μακρά περίοδο στασιμότητας και περιθωριοποίησής τους στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Πραγματικά το πάλαι ποτέ κραταιό κομμουνιστικό κίνημα στην Ιταλία και στη Γαλλία, αλλά και δευτερευόντως στην Ισπανία, τις τρεις μεγάλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου, που είχε φτάσει στα πρόθυρα της διεκδίκησης της πολιτικής διακυβέρνησης στη δεκαετία του 1970, οδηγήθηκε στη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών της νεοφιλελεύθερης εποχής, από το μεταίχμιο του 1990, σε μια σταδιακή παραφθορά, σε μεταλλάξεις και μετασχηματισμούς, που μπορούσαν να χαρακτηριστούν και ως φαινόμενα ιστορικής «εξαφάνισης» του δυτικού ευρωπαϊκού κομμουνισμού, αυτού που στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970 είχε συγκροτήσει τον «ευρωκομμουνιστικό άξονα» με την διάσκεψη του Βερολίνου.
Από τη μια πλευρά η ολοσχερής μετάλλαξη του ιταλικού ΚΚ στο σημερινό κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα, αλλά και ο εκμηδενισμός της επιρροής της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, λόγω της επί δύο συνεχείς κυβερνητικές θητείες συμμετοχής της στις κεντροαριστερές κυβερνήσεις του Ρ. Πρόντι. Και από την άλλη πλευρά ο ιστορικός καταποντισμός του γαλλικού ΚΚ, που από την θέση ισχύος που κατείχε στην Ενότητα της Αριστεράς και στα χρόνια του 1980, κατέληξε σε μια εξαιρετικά χαμηλή πολιτική επιρροή στις δύο τελευταίες δεκαετίες, λόγω της καιροσκοπικής και αλλοπρόσαλλης  πολιτικής του, που το περιθωριοποίησε. Αντίστοιχα προφανώς με την ισπανική Αριστερά που έτεινε προς την εξαφάνιση στην περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής διακυβέρνησης, και τις δυνάμεις της πορτογαλικής, γερμανικής και ελληνικής Αριστεράς, που διατηρούσαν μεν μιαν ορισμένη εμβέλεια, ωστόσο μακράν της δυνατότητας άσκησης καθοριστικής επίδρασης στις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις.

Μ’ αυτή την έννοια η σχετική ανάκαμψη στην πολιτική επιρροή της ευρωπαϊκής Αριστεράς που καταγράφεται σήμερα, με αιχμή του δόρατος τον ΣΥΡΙΖΑ, την ισπανική Αριστερά στο σύνολό της και τις πορτογαλικές δυνάμεις του Μπλόκο και του πορτογαλικού ΚΚ, σηματοδοτεί μια ορισμένη ανάταξη και «επιστροφή» στο προσκήνιο του αριστερού κινήματος, τουλάχιστον στο δυτικό ευρωπαϊκό επίπεδο. Το γεγονός αυτό προέρχεται από την έκρηξη της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου που ξέσπασε και συνεχίζεται αμείωτη από το 2008 μέχρι σήμερα, και από την υιοθέτηση μνημονιακών, και σε κάθε περίπτωση ισχυρών νεοφιλελεύθερων πολιτικών, από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, είτε της συντηρητικής παράταξης (λ.χ. Γερμανία, Πορτογαλία), είτε της κεντροαριστεράς και της μεταλλαγμένης σοσιαλδημοκρατίας (π.χ. Ιταλία, Γαλλία). Το συνδυασμένο αποτέλεσμα αυτών των δύο παραμέτρων (μαζική εκκαθάριση επιχειρήσεων και έκλυση υπερμεγέθους ανεργίας αφενός και αποψίλωσης εργατικών μισθών, δικαιωμάτων και του κράτους πρόνοιας αφετέρου), προκάλεσαν φαινόμενα ριζικής τροποποίησης του συσχετισμού των δυνάμεων σε βάρος των λαϊκών τάξεων, παραφθοράς των όρων διαβίωσης και των δημοκρατικών ελευθεριών, και σε ακραίες περιπτώσεις (όπως στην ελληνική κοινωνία την τελευταία τετραετία), καθολικής οικονομικής καταστροφής και κοινωνικής εξαθλίωσης.
Επόμενο ήταν άρα οι δυσμενέστατες επιπτώσεις του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, που επιδιώκει να υπερβεί την καπιταλιστική κρίση προς όφελος του επιχειρηματικού κεφαλαίου και σε βάρος της μισθωτής εργασίας, να οδηγήσει σε λαϊκές αντιδράσεις (πανεθνικές απεργίες, κινήματα των πλατειών) που στο πολιτικό επίπεδο επέφεραν την μετατόπιση εργατικών λαϊκών δυνάμεων της κοινωνικής βάσης της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας προς τα αριστερά. Δεν πρόκειται συνεπώς τόσο για την πολιτική επιλογή ενός μέρους των λαϊκών τάξεων προς σοσιαλιστικές κατευθύνσεις, που θα ωθούσαν στα άκρα τη σοσιαλδημοκρατική μεταρρυθμιστική πολιτική μέσα σε ένα περιβάλλον συνεχούς καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά για πολιτικές επιλογές της «έσχατης ανάγκης», και τέτοιες είναι ως επί το πλείστον οι μετατοπίσεις προς τα αριστερά που αναδείχθηκαν στη διάρκεια των δύο προηγούμενων αιώνων.
Έρχονται έτσι εκ νέου στην επιφάνεια οι αριστερές αξίες (που είχαν εξοστρακιστεί από τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία) της συλλογικότητας, της αλληλεγγύης, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ανάπτυξης των ελευθεριών και δικαιωμάτων, της παρέμβασης των εργατικών λαϊκών δυνάμεων στην άσκηση της πολιτικής διακυβέρνησης, της ισότητας κλπ. Και ως αποτέλεσμα αυτών επανακάμπτουν κοινωνικές επιδιώξεις που αφορούν την προστασία των εργατικών εισοδημάτων, την φορολογική δικαιοσύνη, την αναδιανεμητική πολιτική, την προάσπιση των δημόσιων κοινωφελών υπηρεσιών, την απόκρουση των ζημιογόνων επιπτώσεων των οικολογικών καταστροφών, την χαλιναγώγηση του άκρατου ανταγωνισμού των ελεύθερων αγορών και της επιρροής και ισχύος του τραπεζιτικού και χρηματιστικού κεφαλαίου κ.ά. Κοινωνικές επιδιώξεις που σε προηγούμενες περιόδους καπιταλιστικής επέκτασης και συσσώρευσης, χαρακτήριζαν τη ριζοσπαστική σοσιαλδημοκρατία και αντιμετωπίζονταν ως στόχοι του ίδιου του αριστερού κινήματος, και ως βήματα και ενδιάμεσοι σταθμοί των όποιων σοσιαλιστικών μετασχηματισμών.
Το κύριο ζήτημα που αναδεικνύεται στο προσκήνιο ωστόσο είναι ότι η κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου δεν φαίνεται να ξεπερνιέται, ότι προκαλεί μηδενικούς ή και αρνητικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, ότι οι κοινωνικές επιπτώσεις των μνημονιακών πολιτικών επιφέρουν αποτελέσματα που ξεπερνούν κατά πολύ τα συνήθη ιστορικά όρια (λ.χ. ελεγχόμενη ανεργία ή αντισταθμιστικές πολιτικές προς όφελος των θυμάτων της κρίσης). Και ταυτόχρονα ο οξύτατος ανταγωνισμός ανάμεσα στα καπιταλιστικά κέντρα του σύγχρονου κόσμου επιβάλλει όλο και περισσότερο την προσφυγή σε μορφές εξαγωγής απόλυτης υπεραξίας, παράλληλα βέβαια με τους συνεχείς τεχνολογικούς εκσυγχρονισμούς που οδηγούν στην εξαγωγή σχετικής υπεραξίας. Κατά συνέπεια το ερώτημα που τίθεται είναι αν αυτοί οι στόχοι κοινωνικής δικαιοσύνης που συνδέονται με την «επιστροφή» της Αριστεράς είναι δυνατό να ικανοποιηθούν μέσα σε ένα πεδίο βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης, και γενικευμένης απόρριψης των «κοινωνικών συμβολαίων» από τις κυρίαρχες ευρωπαϊκές αστικές τάξεις.
Φαίνεται μ’ άλλες λέξεις ότι η πραγμάτωση αυτών των κοινωνικών επιδιώξεων των αριστερών δυνάμεων, αντιμνημονιακών και αντινεοφιλελεύθερων, προσκρούει σε εμπόδια που έχουν να κάνουν με την ίδια τη δομή και λειτουργία των καπιταλιστικών οικονομιών, και ότι τελικά η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων απαιτεί σήμερα την τροποποίηση των παραγωγικών σχέσεων, που έχουν προκαλέσει καταστάσεις λιτότητας, ολέθρου, εξαθλίωσης. Η επίτευξη θετικών ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ και οικονομικής μεγέθυνσης, η διασφάλιση απασχόλησης για το σύνολο του εργατικού δυναμικού των ευρωπαϊκών χωρών, η εξασφάλιση των βασικών συντεταγμένων του λεγόμενου «ευρωπαϊκού κοινωνικού προτύπου», η επαρκής κάλυψη των ζωτικών αναγκών των λαϊκών τάξεων, επιβάλλουν ισχυρούς παραγωγικούς  μετασχηματισμούς στα πλαίσια μιας κοινωνικής ανάπτυξης που θα φέρνει στρατηγικά στο επίκεντρο την κοινωνικοποίηση των οικονομικών λειτουργιών, τον δραστικό έλεγχο των εργαζομένων, την συλλογική δημοκρατική γενική ρύθμιση, το νέο οριζόντιο καταμερισμό εργασίας στις επιχειρήσεις και στους πολιτικούς και διοικητικούς θεσμούς, την επικράτηση της λογικής των κοινωνικών αναγκών έναντι του άκρατου ανταγωνισμού των αγορών κλπ.
Το ίδιο το βάθος και το εύρος της σημερινής κρίσης υπερσυσσώρευσης ορίζει και τα εργαλεία αντιμετώπισης και υπέρβασής της από την πλευρά των λαϊκών τάξεων και σε βάρος των συμφερόντων του επιχειρηματικού κεφαλαίου. Και εφόσον ιστορικά η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία χρεοκόπησε, μετατρεπόμενη σε αιχμή του δόρατος του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, και επειδή δεν μπορούμε να την διώχνουμε από την πόρτα και να επανέρχεται δριμύτερη από το παράθυρο, η ανταπόκριση στην σοσιαλιστική πρόκληση είναι ο μονόδρομος που έχει να βαδίσει η Αριστερά που «επιστρέφει». Το ζήτημα δεν είναι πλέον η «επιστροφή» της Αριστεράς, που αναδύεται εκ νέου στο προσκήνιο κάτω από το βάρος των δυσμενέστατων επιπτώσεων της καπιταλιστικής κρίσης και των μνημονιακών πολιτικών, αλλά με τι ρούχα «επιστρέφει».   

Δεν υπάρχουν σχόλια: