Η πεζογραφία του Τάσου Πορφύρη
Ordet, 2012, Εκτύπωση inkjet σε χαρτί fine art, 60 Χ 60 εκ. |
ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ Β.
ΚΟΥΓΚΟΥΛΟΥ
Ο
Τάσος Πορφύρης κυρίως είναι γνωστός ως ένας από τους πλέον σημαντικούς ποιητές
της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Ωστόσο, στο παρόν σημείωμά μας, σκιαγραφούμε
μία διαφορετική διάσταση της λογοτεχνικής γραφής του Ηπειρώτη ποιητή, τη
διηγηματογραφία του, η οποία δεν αποτελεί πάρεργο της παρουσίας του στα
ελληνικά γράμματα. Ερμηνεύουμε συνοπτικά τον μύθο του γενέθλιου τόπου στα
διηγήματα και στα πεζογραφήματά του, έναν κεντρικό μύθο της λογοτεχνίας του που
εμφανίζεται ήδη από την πρώτη ποιητική συλλογή του (1961). Αυτή η συλλογή φέρει
τον αποκαλυπτικό, για την προσέγγισή μας, τίτλο Νεμέρτσκα, δηλαδή το τοπωνύμιο του
βουνού που απλώνει την προστατευτική σκιά του πάνω από την ιδιαίτερη πατρίδα
του ποιητή, το Πωγώνι. Ο ίδιος μύθος συνεχίζει να υφίσταται σταθερά και με
αμείωτη ένταση μέχρι την πρόσφατη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του (Οι
Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2013), που δανείζεται και πάλι τον τίτλο της πρώτης
συλλογής: Νεμέρτσκα. Ποιήματα 1961-2011.
Ο Τάσος Πορφύρης παρουσιάζεται
επίσημα στην πεζογραφία αρκετά όψιμα, μόλις το 2006,
με τη συλλογή διηγημάτων H Δοντάγρια (εκδόσεις Σοκόλης). Εντούτοις, στο αρχείο του απαντώνται αδημοσίευτα πεζά κείμενα ήδη από
τα τέλη της δεκαετίας του ’50. Τα διηγήματα της Δοντάγριας βασίζονται σε αυτοβιογραφικό υλικό, μεγάλο μέρος του
οποίου κατατίθεται σ’ ένα προηγούμενο μη λογοτεχνικό έργο του συγγραφέα με
τίτλο Αξέχαστα Χρόνια (1991) που
περιλαμβάνει μαρτυρίες από τη ζωή του στην πατρώα γη του Πωγωνίου κατά την
πολεμική περίοδο 1941-1945. Η πεζογραφική στροφή του Τάσου Πορφύρη δεν
συνιστά μια παρένθεση στο ποιητικό του έργο. Το 2013 ακολουθεί μία δεύτερη
συλλογή πεζών με αντίστοιχο προς τη Δοντάγρια
χωροχρονικό προσανατολισμό, δηλαδή με κείμενα μικρής έκτασης που διαθέτουν
ηπειρώτικη θεματολογία και εστιάζουν στη δεκαετία του ’40 ή στη μετεμφυλιακή
εποχή. Τιτλοφορείται Τα Σπίτια (εκδόσεις Πανοπτικόν) και συνοδεύεται από τον ειδολογικού
χαρακτήρα υπότιτλο Πεζογραφήματα. Ο
όρος πεζογράφημα στη μεταπολεμική
λογοτεχνία κυρίως συναρτάται με τα ιδιότυπα πεζά του Γιώργου Ιωάννου, που
αναμειγνύουν τη μυθοπλασία, το προσωπικό βίωμα, τη συνειρμική αφήγηση, την
ημερολογιακή καταγραφή και τον σχολιασμό δοκιμιακού τύπου. Ορισμένα από τα παραπάνω
κείμενα είναι πιο κοντά στο τυπικό διήγημα, καθώς διαθέτουν έναν κεντρικό ήρωα
και ένα βασικό επεισόδιο, αλλά τα περισσότερα κινούνται στη γραμμή του Ιωάννου.
Αφηγούνται περιστατικά από τη ζωή του Πορφύρη ή στιγμιότυπα από τη ζωή φίλων
και γνωστών του χωρίς να επιχειρείται να αμβλυνθεί η εντύπωση της ταύτισης του
πρωτοπρόσωπου αφηγητή με τον πραγματικό συγγραφέα. Τουναντίον, η αφήγηση υπερτονίζει
την ταύτιση και επικεντρώνεται σε κάποιο συμβάν του ιδιωτικού βίου, το οποίο
δίνει το έναυσμα για γενικότερα σχόλια γύρω από την ηθική και πνευματική
παρακμή της σύγχρονης κοινωνίας.
Από την άποψη του χώρου, στα
διηγήματα και στα πεζογραφήματα αποτυπώνεται κατεξοχήν το Πωγώνι και λιγότερο
το Δυτικό Ζαγόρι της Ηπείρου. Επίκεντρο του μυθοπλαστικού τόπου είναι η γενέτειρα
του Πορφύρη, το χωριό Άγιος Κοσμάς. Πέρα από τα
διάσπαρτα τοπωνύμια, το στοιχείο της εντοπιότητας διαμορφώνεται μέσα στο ίδιο
το κείμενο και δεν προκύπτει από εξωτερικούς παράγοντες. Ο αφηγητής και οι περισσότεροι
ήρωες κατάγονται από το Πωγώνι ενώ η αφήγηση απορροφά αξιομνημόνευτα επεισόδια από
την τοπική ιστορία ή δεδομένα από τη λαϊκή παράδοση και το τοπικό γλωσσικό
ιδίωμα. Συνήθως ο αφηγητής είναι πρωτοπρόσωπος και διηγείται συμβάντα που έζησε
ο ίδιος. Είναι ένας συγχωριανός, ως προς τον κόσμο της αφήγησης, από τον Άγιο
Κοσμά, ο οποίος θυμάται τα παιδικά του χρόνια καθώς βρίσκεται στην Αθήνα.
Δηλώνει άμεσα ή έμμεσα τον τόπο καταγωγής του μέσα από γεωγραφικές ή
πολιτισμικές πληροφορίες. Σε ορισμένες περιπτώσεις η αληθοφάνεια της αφήγησης
και η παντοδυναμία του συγγραφέα υπονομεύονται - υπενθυμίζοντας στον αναγνώστη
πως η αναγνωστική του περιδιάβαση παραμένει στην παιγνιώδη επικράτεια της
λογοτεχνίας: Τα πράγματα δεν γίναν έτσι
αλλά εντελώς διαφορετικά. Παρακαλώ σκεφτείτε ό,τι θέλετε. Ας μην τα κάνω όλα
εγώ! Δεν είναι δα και τόσο δύσκολο να το παίξετε συγγραφείς! Όλοι γράφουν την
σήμερον ημέραν, ακόμα κι εγώ! (Τα
Σπίτια, «Η κάρτα απεριορίστων διαδρομών», σ. 126).
Κορυφαία γεγονότα της τοπικής ιστορίας εισχωρούν στην πλοκή και φωτίζουν
την ψυχοσύνθεση και το ήθος των απλών ανθρώπων της Ηπείρου κατά την εποχή του
Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου. Για παράδειγμα, στο ομώνυμο με
την πρώτη συλλογή διήγημα «Η δοντάγρια» παρακολουθούμε ένα δραματικό
στιγμιότυπο του ελληνοϊταλικού πολέμου, όπου προς στιγμή υπερβαίνεται η
διάζευξη φίλος vs εχθρός και αναβλύζει η
ανθρωπιά των αμυνόμενων. Κοντά στο χωριό του αφηγητή αποσοβείται η σκύλευση των
πτωμάτων πολλών Ιταλών από κάποιον ασυνείδητο τυμβωρύχο που τα συλεί με μια
δοντάγρια, μια λαβίδα για την εξαγωγή δοντιών, και όλοι οι κάτοικοι θάβουν με
σεβασμό τους εχθρούς. Οι λαϊκοί ήρωες εκπροσωπούν την
ανθρωπιστική στάση της τοπικής κοινωνίας κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων. Ο
πόλεμος επιφυλάσσει την κοινή μοίρα του θανάτου για όλους τους αντιμαχόμενους.
Οι ορεσίβιοι Ηπειρώτες αναγνωρίζουν τους εχθρούς ως θύματα ενός άδικου πολέμου
και τους συμπονούν ειλικρινά, καθώς αφήνουν τα κόκαλά τους σ’ έναν ξένο για
αυτούς τόπο. Ολόκληρη η δεκαετία του 1940 καταδικάζεται απερίφραστα ως μια φρικτή
περίοδος που πληγώνει ανεπανόρθωτα τα ανθρώπινα συναισθήματα.
Ωστόσο
η διάζευξη παρελθόν vs παρόν είναι κυρίαρχη. Το παρελθόν
αξιολογείται θετικότερα από το παρόν και λειτουργεί ως ασφαλές καταφύγιο για
τον αφηγητή και τα δρώντα πρόσωπα. Παρομοιάζεται με πυκνογραμμένες σελίδες
γεμάτες παραπομπές σε πρόσωπα, τόπους και
ιδέες (Δοντάγρια, «Κρίκοι στην
αλυσίδα», σ. 30). Η έντονη τάση επιστροφής δεν είναι διόλου νοσταλγική, εφόσον
το παρελθόν στιγματίζεται από τραγικές εμπειρίες. Ο αφηγητής γυρνά προς τα πίσω
όχι γιατί έχει να παρηγορηθεί από στιγμές ευδαιμονίας αλλά γιατί επιχειρεί απεγνωσμένα
να γεμίσει τα κενά του αδηφάγου παρόντος. Η μνημονική επιστροφή είναι τυραννική
και το πισωγύρισμα στο παρελθόν επιτυγχάνεται με την τεχνική του συνειρμού: Μια λέξη λοιπόν με καθήλωσε. Άνοιξε πόρτες
στο παρελθόν, έγινε η αιτία για ένα σωρό απολογισμούς όχι μιας, αλλά πολλών
δεκαετιών, ανασκάλεψε τις αναμνήσεις, βρήκε καλά κρυμμένα μυστικά που
μοσχοβολούσαν ακόμα (Τα Σπίτια, «Αλουμινάκια
για το καντήλι σας», σ. 81). Το χθες, παρά την εφιαλτική του διάσταση, περιλαμβάνει
τον παραδοσιακό αξιακό κώδικα που έχει εκλείψει οριστικά. Η αναψηλάφηση της
μνήμης πρωτίστως αφορά το ήθος ενός χαμένου κόσμου, η απώλεια του οποίου έχει
καταστήσει το τώρα πολύ φτωχότερο, σχεδόν άδειο από
νόημα.
Η λαϊκή παράδοση και το γλωσσικό ιδίωμα της Ηπείρου, όπως ήδη επισημάναμε,
απαρτίζουν δύο από τα πλέον θεμελιώδη συστατικά της μυθοπλασίας του Πορφύρη. Φερ’
ειπείν το ομώνυμο με την πρώτη συλλογή διήγημα κλείνει μ’ ένα συγκλονιστικό
μοιρολόγι, όπου οι προσεχτικά επιλεγμένες λέξεις του κειμένου αναπαράγουν τον θρήνο
του. Στο συγκεκριμένο μοιρολόγι χωρά το άχωρο, περιέχεται ατόφιος
ο καημός του ανθρώπου. Το τραγούδι ανακαλεί τους νεκρούς προγόνους και μ’ έναν
ανεπανάληπτο τρόπο καταργεί τα όρια ανάμεσα στον
υπαρκτό και τον επέκεινα κόσμο. Είναι ο καταλύτης για μια υπερκόσμια
χωροχρονική συνεύρεση. Η ηπειρώτικη παράδοση προσδίδει στην πεζογραφία του
Πορφύρη μια μαγική διάσταση που μεταμορφώνει την πραγματικότητα σε αρχέγονο
παραμύθι, την μεταλλάσσει σ’ έναν λόγο που εκλαμβάνει το εξωλογικό ως
φυσιολογικό τμήμα της καθημερινότητας. Το ίδιο συμβαίνει και με τη χρήση
ηπειρώτικων ιδιωματικών λέξεων. Η λέξη αυτονομείται, χρησιμοποιείται σαν ένα αισθητικό κατάλοιπο
του παρελθόντος που αξίζει όχι μόνο να διασωθεί αλλά και να επανενταχθεί στον
γλωσσικό πλούτο των σημερινών ελληνικών.
Μια
ιδιάζουσα παράμετρος της πεζογραφίας του Πορφύρη είναι η σχέση Ηπείρου και
Αθήνας και η ανασύνθεση της αγροτικής πατρίδας στο αστικό πλαίσιο της
υδροκέφαλης πρωτεύουσας. Η Αθήνα γίνεται για τον Ηπειρώτη ένας αφιλόξενος χώρος
αλλά διάφοροι συμβολικοί μηχανισμοί αναπλάθουν μια φαντασιακή και λυτρωτική
Ήπειρο μέσα στο εχθρικό τοπίο της μεγαλούπολης. Τα μαγαζιά των Ηπειρωτών
ονοματοδοτούνται με τα τοπωνύμια του γενέθλιου τόπου, ώστε διαμέσου του ονόματος
να διατηρηθεί στη μνήμη ο ιερός δεσμός με την πατρίδα. Τα περιβόλια και οι
λαϊκές αγορές του κλεινού άστεως μετασχηματίζονται ονειρικά σε μποστάνια του
Πωγωνίου και οι μυρωδιές των προϊόντων της μάνας γης ανασύρουν ευτυχισμένες
στιγμές της παιδικής ηλικίας. Για τον αφηγητή και τους πληγωμένους από την εκτόπιση
ήρωες, η φυλακισμένη φύση της Αθήνας παραπέμπει στην ελεύθερη φύση της Ηπείρου.
Γι’ αυτό και μια εξόριστη στην πρωτεύουσα γερόντισσα παρακαλεί: Θεούλη μου, όταν θελήσεις να με πάρεις, ας είναι
μέρα Πέμπτη που ’χει λαϊκή και μυρίζει ο τόπος μποστάνι και πατρίδα (Δοντάγρια, «Λαϊκή αγορά», σ. 98).
Αντίστοιχα,
στα ασφυκτικά κλουβιά της Αθήνας, στα σπίτια και στους χώρους εργασίας, η
Ήπειρος αναβιώνει αναπάντεχα μέσα από την περιγραφή της μαγειρικής παράδοσης. Σε κανέναν άλλον μεταπολεμικό Ηπειρώτη
συγγραφέα η γεύση δεν πρωταγωνιστεί τόσο, όσο στον Πορφύρη. Οι πίτες, το
ξινόγαλα, ο τραχανάς, το τσίπουρο και ποικίλες ηπειρώτικες λιχουδιές ενυπάρχουν
προκλητικά στα κείμενα και συνεισφέρουν αποτελεσματικά στην αφηγηματική
αναδόμηση της γενέτειρας, κεντρίζοντας μια σχεδόν λησμονημένη αίσθηση στην υπηρεσία
της λογοτεχνίας, τη γεύση: Χάζευα τα φασολάκια με τα σκουλαρίκια τους που
ανέβαιναν στα ξύλα που βρίσκονταν κοντά στις ρίζες, τις ντομάτες τις κόκκινες
και μελιτζανιές – ναι, καλά διαβάσατε, υπήρχαν και ντομάτες με τέτοιο χρώμα.
Χρόνια τώρα στις λαϊκές των Αθηνών δεν βρήκα με τέτοιο χρώμα. Οι παραγωγοί κάτι
είχαν ακούσει από τον παππού τους, λέγανε. (Τα Σπίτια, «Η καλύβα του Φάνη Κιτσώνα», σ. 39).
Ο
Τάσος Πορφύρης δεν είναι ένα αγεωγράφητο σημείο στη μεταπολεμική πεζογραφία.
Ακολουθεί μια πορεία που έχει ως συνοδοιπόρους τους συγγραφείς της ηπειρώτικης
εντοπιότητας της πρώτης και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς (Δημήτρης Χατζής,
Κίμωνας Τζάλλας, Φρίξος Τζιόβας, Γιάννης Δάλλας, Χριστόφορος Μηλιώνης, Στέφανος
Σταμάτης και Φάνης Μούλιος). Εντούτοις, καταφέρνει επιτυχώς όχι μόνο να
οριοθετήσει την προσωπική του φωνή αλλά και να εγγράψει νέες διαδρομές πάνω
στον παλίμψηστο μύθο της γενέθλιας Ηπείρου.
[Συντομευμένη μορφή ομότιτλης
εισήγησης του γράφοντος στο πλαίσιο της εκδήλωσης Αφιέρωμα στον ποιητή και πεζογράφο Τάσο Πορφύρη που διοργάνωσε στις
5 Μαΐου 2014 το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ιωαννιτών στον Πολιτισμικό Πολυχώρο
«Δημήτρης Χατζής» στα Ιωάννινα.]
Ο
Θανάσης Β. Κούγκουλος διδάσκει στο Trakya
Üniversitesi (Edirne – Τουρκία).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου