6/9/14

Το ποίημα ως ποίημα

ΔΙΑΛΟΓΟΣ Για τον Βύρωνα Λεοντάρη

Τι να τις κάνω εγώ τις ρίζες μου
όταν οι ρίζες μου απαγχονίστηκαν
στον ουρανό...
Β. Λεοντάρης

Διαβάζοντας το κείμενο του κ. Β. Λαμπρόπουλου στις «Αναγνώσεις» της 17-8-2014 για τη συλλογή του Β. Λεοντάρη Μόνον δια της λύπης, αναρωτήθηκα αν αυτό καθ' εαυτό το ποίημα, πέρα από το αν αποτελεί «επιτομή της νεωτερικής ποίησης» ή αν αποτελεί ή όχι «αρνητική διαλεκτική» ή «εάν απουσιάζει η στίξη», έχει «κατανοηθεί» σαν ένα βαθιά απελπισμένο προσωπικό κείμενο, στο βαθμό που το επιζητεί. Δηλαδή δεν καταλαβαίνω πως μπορεί να είναι «επείγον» ένα ποίημα με τόση προσωπική απόγνωση. Βέβαια η Ποίηση, μπορεί να είναι εσαεί επείγουσα, μακάρι, αλλά δεν εννοεί αυτό ο κ. Λαμπρόπουλος. Υπερβολικά αυτοεκτειθέμενος (βέβαια θα μπορούσε κανείς με την ίδια κριτική οίηση να δηλώσει ότι το συγκλονιστικότερο ποίημα των τελευταίων τριακοσίων χρόνων είναι «Το Κοράκι» του Έντγκαρ Άλαν Πόε· και ολόκληρος ο Μπωντλαίρ) δηλώνει λοιπόν ότι το ποίημα είναι «εξαιρετικά δυσπρόσιτο». Ότι εάν δεν έχεις τις «κατάλληλες εγκυκλοπαιδικές γνώσεις», «εάν δεν γνωρίζεις τις πηγές του» τότε το ποίημα «δεν σε αφορά».

Δεν μας αφορά τι; Δεν μας αφορά η λύπη του; Το ποίημα ως ποίημα; Δηλαδή εάν δεν γνωρίζεις τα παραθέματα από τον Όμηρο, το Κατά Λουκά Ευαγγέλιο, τον Χέλντερλιν («... μη ελπίσεις παρ' εμού ούτε στίχους ούτε άλλο τι, μόνον δια της λύπης είμαι εισέτι ποιητής...». Αν δεν γνωρίζεις τον Μαλλαρμέ, τον Παπαδιαμάντη, τον Καρυωτάκη, τον Σαίξπηρ, τον Μάη του '68, τότε δεν πρόκειται να εισχωρήσει μέσα σου η ποίηση του κειμένου.
Όπως παραδείγματος χάριν:
Χάσματα του καιρού
από κορμί σε κορμί ποια συνέχεια
φαντάσματα χαδιών
άδεια κελύφια από φωνές χειρονομίες πράξεις
λαγόνες στήθια που στραγγίξανε να ντύσουν νέες ψυχές
κι η φτερούγα του αρχάγγελου ακουμπισμένη στην εξώπορτα
Ποιος γνώρισε ποτέ τη μάνα του παιδούλα
Ή,
... Γηρατειά που έρχονται
γηρατειά που δεν έρχονται
ένα προμήνυμα που βουρκώνει τα πάντα
όμως
δάκρυ δε θέλει κυλήσει - κόλαση του χρόνου Τρομακτική εκκρεμότητα να υπάρχεις...
Αγνάντεμα με την πλάτη μου στραμμένη στο πέλαγος Μια ζωή ανεπανόρθωτη.
Ασφαλώς και πρέπει να υπάρχει το «υπόστρωμα» της παιδείας σε έναν ποιητή αλλά μάλλον εκθέτουμε έναν ποιητή, όταν αναφερόμαστε σε σωρεία ονομάτων που «αν δεν τους γνωρίζει ο αναγνώστης»... Τότε τι; «εάν δεν είσαι γνώστης των κειμένων», αυτή η προσωπική, ανθρώπινη λύπη, χάνεται...
Και μια τελευταία παρατήρηση. Πιστεύω ότι κανένας ίσως ποιητής δεν έχει δώσει μέχρι σήμερα «απαντήσεις» μέσα από τα κείμενά του. Όχι γιατί «δεν καταδέχεται», αλλά γιατί κάνει ποίηση.
Μη λογαριάζεις τι ήμουν τι δεν ήμουν
δεν ομοιοκαταληκτώ με τη ζωή μου

Αλέξης Παπαϊωάννου, φοιτητής Ιατρικής

Ο κ. Α. Παπαϊωάννου και εγώ εκπροσωπούμε δύο διαφορετικά είδη ανάγνωσης τα οποία εκφράζει επιγραμματικά ο θρυλικός πρώτος στίχος του ποιήματος «Θαλασσινή αύρα» του Μαλλαρμέ:  La chair est triste, hélas! et j'ai lu tous les livres. Η πρώτη προσέγγιση εστιάζεται στη μελαγχολία της σάρκας, και γι’ αυτό ο κ. Παπαϊωάννου  ενδιαφέρεται για το «προσωπικό κείμενο», την «προσωπική απόγνωση» και λήθη του ποιητή. Επιθυμεί να «εισχωρήσει» μέσα του η ποίηση του κειμένου. Η δική μου προσέγγιση δεν ενδιαφέρεται ούτε για το ποίημα ούτε για τον ποιητή. Εστιάζεται στη λειτουργία της ποιητικότητας και ασχολείται με ζητήματα γραφής και πολιτιστικής διαπραγμάτευσης. Παρακολουθώ την δημόσια λειτουργία της λογοτεχνίας, κυρίως από την νεωτερική εποχή.
Από την δική μου λοιπόν άποψη το ποίημα του Λεοντάρη είναι επείγον επειδή ρωτά διαβρωτικά αν έχει νόημα να γραφτεί έστω και ένα ακόμη ποίημα.  Δεν εκφράζει προσωπική λύπη αλλά κατατρύχεται από το αδιέξοδο της ίδιας της ποίησης το οποίο μπορεί να είναι και απαραίτητη προϋπόθεση της ύπαρξής της. Έργα όπως αυτό (και σε άλλες τέχνες ο Οδυσσέας του Τζόυς, η Συμφωνία του Μπέριο και τα Δάση του Ρίχτερ) είναι εξ ορισμού διακειμενικά και δυσπρόσιτα επειδή προϋποθέτουν μια ενδελεχή εξοικείωση με τον κανόνα της τέχνης τους. Απευθύνονται σε ένα πολύ καλλιεργημένο κοινό και παραμένουν απροσπέλαστα σε όσους αναζητούν τον προσωπικό πόνο και πόνο. Τέτοια έργα εγκυκλοπαιδικού βεληνεκούς, αλλά και μικρότερα ποιήματα, του Τσελάν, του Πρυν και της Κάρσον διαλέγονται με όσους έχουν διαβάσει όλα τα κείμενα και έχουν αντιληφθεί, για να γυρίσουμε στον Μαλλαρμέ, πως το βιβλίο δεν πνευματώνεται και πως “το πνεύμα δεν σαρκώνεται”. Όταν ένας κορυφαίος της Γενιάς του 1880 παρακίνησε έναν εκλεκτό φίλο του να του στείλει καινούργια ποιήματά του, εκείνος απάντησε ότι η μόνη ποίηση που απομένει είναι η λύπη πως, αν και διαβάστηκαν όλα τα βιβλία, το δύστυχο κορμί χάνεται σε άδεια ποιήματα. Και πρόσθεσε μια επιτύμβια φράση που ο Λεοντάρης παρέλειψε στο καταληκτήρο παράθεμά του:  “Όλοι οι παράγοντες εξέλιπον”.

Βασίλης Λαμπρόπουλος

Δημήτρης Σκουρογιάννης, Τα πολύτιμα, εγκατάσταση 

Δεν υπάρχουν σχόλια: