14η Μπιενάλε
Αρχιτεκτονικής της Βενετίας
Άποψη από το περίπτερο της Ρωσίας, το οποίο διακρίθηκε
για τη σύγχρονη γλώσσα εμπορευματοποίησης |
ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΚΟΥΜΠΗ
Fundamentals,
Catalogue, La Biennale di Venezia. 14th international Architecture
Exhibition, Marsilio editori, Βενετία 2014, σελ. 576
Στις 7 Ιουνίου, υπό τον τίτλο
«Fundamentals» («Τα θεμελιώδη»), άνοιξε τις πύλες της η 14η Μπιενάλε
Αρχιτεκτονικής της Βενετίας, η οποία έχει καταστεί από το 1980 ο ομφάλιος λώρος
της αρχιτεκτονικής παράστασης. Τότε που ο μεταμοντέρνος εστέτ διευθυντής της
Πάολο Πορτογκέζι έθετε την εναρκτήρια θεατρική σκηνή της «Strada Novissima» ως αφετηρία για τη
νομιμοποίηση του επερχόμενου καθεστώτος της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής. Με τίτλο «Η Παρουσία του Παρελθόντος» και με
τη συμμετοχή είκοσι περίπου μεταμοντέρνων “αστέρων”, η πρώτη Μπιενάλε επιχειρούσε
να πλήξει αμείλικτα τον μοντερνισμό και το νεωτερικό καθεστώς του. Μεταξύ των
καλεσμένων και το γραφείο ΟΜΑ του τωρινού γενικού επιτρόπου, ολλανδού Ρεμ
Κούλχαας.
Παρακολουθώντας
εκ του σύνεγγυς τις απαρχές αυτού του θεσμού, ως συμμετέχων στο σχεδιασμό της
μελέτης, υπό τον τίτλο «Πρόσοψη», του χιλιανού
αρχιτέκτονα Φερνάντο Μοντές, στη μεταφερόμενη πρώτη Μπιενάλε στο Παρεκκλήσι της
Σαλπτριέρ, στο Παρίσι το 1981, φρονώ ότι η πορεία του, από τότε μέχρι σήμερα,
παρά τις ρήξεις και τις πολεμικές, είναι ενιαία. Ουδέποτε τέθηκε ευθέως θέμα
επιβεβαίωσης του μοντέρνου, παρότι το ερώτημα περί της νεωτερικότητας παρέμεινε
ανοιχτό από την εποχή του παρεξηγημένου φιλοσόφου Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ.
Εντούτοις δεν είναι δυνατόν να κατανοήσουμε το μοναδικό αυτό θεσμικό γεγονός αν
δεν το συνδέσουμε με την εκάστοτε πολιτική και πολιτισμική συγκυρία, με τον
τρόπο που η ριζοσπαστική σκέψη και η κριτική ερμηνεύουν το παρελθόν και
προβάλλουν το μέλλον.
Σε
αυτό το σημείο εστιάζει καθεμία από τις δεκατέσσερις Μπιενάλε, συμπληρώνοντας ή
αναιρώντας την προηγούμενη. Ωστόσο, το παρελθόν δεν αποτελεί μια γραμμική ή
τυπολογική αναζήτηση, δεν είναι εικονογραφία ενός παρελθοντικού ενεστώτος ούτε
ενός ενεστωτικού παρελθόντος. Δεν συνιστά εικονογραφία, εν γένει. Εξ ου και η
δυσφορία αυτών που έχουν συνδέσει την Μπιενάλε με τις υπογραφές των
πρωταγωνιστών και τις θεαματικές παρουσίες, όπως στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου
των Καννών.
Ο
ολλανδός διευθυντής Κούλχαας, μέγας δεξιοτέχνης της επικοινωνίας και των
αρχιτεκτονικών μανιφέστων, κάτοχος του Βραβείου Πράιτζκερ 2000, με καινοτόμες
προτάσεις από τη Λίλλη έως το Σηάτλ και από το Πόρτο έως το Πεκίνο,
επιστράτευσε μια ομάδα 180 ατόμων, κυρίως φοιτητών του Χάρβαρντ και συνεργατών
του γραφείου του στο Ρόττερνταμ, για μια κατ’ εξαίρεση προετοιμασία δύο ετών,
ούτως ώστε να εστιάσει στα στοιχεία και τα αίτια παραγωγής του σύγχρονου
αρχιτεκτονικού χώρου, και όχι στα πορτραίτα των επώνυμων δημιουργιών. Δεν
απουσίαζαν μόνο οι σημερινοί “αστέρες” της παγκοσμιοποιημένης αρχιτεκτονικής,
οι οποίοι, ούτως ή άλλως, ό,τι είχαν να πουν το είπαν, αλλά και οι πατέρες του
Μοντέρνου Κινήματος. Ως συμβολική κίνηση αναγνώρισης αυτών που «παράγουν τους
αρχιτέκτονες», ήταν η απονομή του Χρυσού Λέοντος στην Καναδή Φυλλίς Λαμπέρ, η
οποία τιμήθηκε ως εργοδότης και όχι ως αρχιτέκτων, καθότι έδωσε τη δυνατότητα
στον Mις
Βαν Ντε Ρόε να υλοποιήσει το εμβληματικό Σίγκραμ Μπίλντινκ το 1958.
Ι.
«Αρχιτεκτονική, όχι αρχιτέκτονες»
Οι χιλιάδες επισκέπτες που κατέκλυσαν
την Αρσενάλε και τα Τζαρντίνι τις τρεις ημέρες πριν από την επίσημη υποδοχή του
κοινού, ήταν κατά το πλείστον φοιτητές και αρχιτέκτονες, παρά το υψηλό τίμημα
των 200 € γι’ αυτούς που δεν ήταν εφοδιασμένοι με το διαπίστευμα εισόδου. Το
γεγονός αυτό αποτελεί ένδειξη ότι ο Κούλχαας δεν χειρίστηκε το θέμα ως
δημιουργός υλοποιημένου έργου, αλλά ως παιδαγωγός που κατέχει το προνόμιο
εκπροσώπησης των Σχολών της αγγλοσαξονικής παράδοσης. Το σκεπτικό του
συνίσταται σε τρία επίπεδα: το πρώτο αναφέρεται στα Στοιχεία αρχιτεκτονικής, και αναπτύσσεται στο κεντρικό περίπτερο με
μελέτη και οργάνωση του χώρου από τους συνεργάτες του, το δεύτερο, που φέρει
τον τίτλο Monditalia,
με
δική του σκηνογραφία, λαμβάνει χώρα στην Κορντερί της Αρσενάλε, και το τρίτο
υπό τη μορφή διερεύνησης, απευθύνεται στις 66 χώρες που συμμετέχουν θέτοντας το
ερώτημα περί της Απορρόφησης της
νεωτερικότητας: 1914-2014 και της ανάδειξης των συνθηκών της νέας
συγκυρίας.
Ο
Κούλχαας με τα Στοιχεία αρχιτεκτονικής
συγκροτεί ένα αρχείο, χωρίς συνδεσμολογίες, δεκαπέντε διαφορετικών θεμελιακών
στοιχείων της κατοικίας, όπως παραθύρων, θυρών, εξωστών κ.ά., τα οποία
κατανέμονται σε αντίστοιχες αίθουσες του κεντρικού περιπτέρου, με σκοπό να
εστιάσει σε ένα σχιζοειδές πεδίο της αρχιτεκτονικής τέχνης, ανάμεσα στην
ιστορική μαθησιακή της διεργασία και το τεχνολογικό της μέλλον. Πρόκειται για
μια ελεγεία της χειροτεχνικής, κυρίως, εργασίας, όπως υιοθετήθηκε από τους
αρχιτέκτονες προς όφελος της βελτίωσης του δομημένου περιβάλλοντος. Μια
απαραίτητη εργαλειοθήκη γι’ αυτούς που ασχολούνται με τον τυπολογικό και
παραγωγικό σχεδιασμό.
Η
έκθεση Monditalia στην Κορντερί της
Αρσενάλε συνιστά το ενυπόγραφο έργο του ίδιου του oλλανδού αρχιτέκτονα. Η
σκηνογραφία του εκθεσιακού χώρου δεν ουδετεροποιεί την υφιστάμενη αρχιτεκτονική
δομή της Αρσενάλε. Αντιθέτως, ο Κούλχαας, με επιδέξιους χειρισμούς την καθιστά
ένα ιδανικό μέρος υποδοχής διαδραστικών εκδηλώσεων όπως κινηματογράφου, χορού,
μουσικής, θεάτρου και, παράλληλα, την οργανώνει σε 41 θεματικές ενότητες, υπό
την επιμέλεια αντίστοιχων αρχιτεκτονικών ομάδων, οι οποίες ανιχνεύουν το ωμό,
απολύτως ρεαλιστικό, πορτραίτο της Ιταλίας, ως σύμβολο της πολιτιστικής
κληρονομιάς και συνάμα του χαοτικού εκμοντερνισμού. [Μετέωρες οθόνες που προβάλλουν
ταινίες του ρεαλιστικού κινηματογράφου, αινιγματικά αντικείμενα, σχέδια και
απεικονίσεις που ερμηνεύουν πολιτιστικά και πολιτικά γεγονότα, πολεοδομικές
διευθετήσεις και πολιτικές διαπλοκές, ένα πλήθος δυνατών εικόνων που
κατανέμονται χάρη στην ιδέα μιας κρεμαστής από την οροφή κουρτίνας, κατά μήκος
των 316 μέτρων, η οποία απεικονίζει έναν αρχετυπικό ρωμαϊκό οδικό χάρτη της
Ιταλίας του 5ου αιώνα]
Είναι
βέβαιο ότι όσοι αναμένουν μια ωραιοποιημένη εικόνα της Ιταλίας θα αντιδράσουν
έντονα, όπως συνέβη στις άγονες συζητήσεις κάτω από τη λευκή τέντα, στα
Τζαρντίνι. Ωστόσο, θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι η εξωγενής προσέγγιση του
Γενικού Επιτρόπου, προσφέρει μια δυνατότητα έκφρασης της πολυφωνικής Ιταλίας,
όπου οι αντιφάσεις, οι συγκρούσεις, ο βίαιος εκμοντερνισμός, συνιστούν
συγκροτητικά στοιχεία του αρχιτεκτονικού γίγνεσθαι. Δώδεκα χρόνια πρωτύτερα,
μεσούντος της ψηφιακής άνθησης και των λογισμικών φορμαλισμών, η ελληνική
συμμετοχή «Αθήνα 2002: Απόλυτος ρεαλισμός» έστρεφε προφητικά το βλέμμα της,
αντίπερα από τους ιδεαλισμούς και τους τοποκεντρισμούς, προς την ωμή
πραγματικότητα της άγριας αστικοποίησης. Αυτή η πολιτική όψη της αρχιτεκτονικής
πολεμήθηκε τότε αμείλικτα από τον συντηρητικό χώρο και το αρχιτεκτονικό
κατεστημένο της χώρας μας.
ΙΙ.
Τροπικότητες του μοντέρνου
Μια επίσκεψη σε ένα σημαντικό αριθμό
περιπτέρων των εθνικών χωρών καταδεικνύει τον ιστορικό πλούτο του μοντερνισμού,
τις πολλαπλές εκφάνσεις του, τις ατέρμονες επινοήσεις του, αλλά και τις
επίπονες ή λανθασμένες εφαρμογές της νεωτερικής εμπειρίας. Θεωρώ τελείως
εσφαλμένο τον όρο του Κούλχαας «απορρόφηση της νεωτερικότητας», ο οποίος
δηλώνει μια παθητική αποδοχή εκ μέρους των εθνικών χωρών ενός ηγεμονικού
προτύπου, κυρίως αμερικανικού. Αντιθέτως, αυτό που διαπιστώνουμε στη Μπιενάλε
είναι μια αυτόχθονη παραγωγή έργων που τη μετουσιώνει το δαιμόνιο «πνεύμα» της
νεωτερικότητας. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Βραζιλίας, η οποία εκτός
από το ποδόσφαιρο, διαθέτει και μια πλούσια μοντερνιστική αρχιτεκτονική
παράδοση. Εξ ου και ο τίτλος, «η νεωτερικότητα ως παράδοση». Ριζοσπάστες
μοντερνιστές, όπως ο Λούτσιο Κόστα, ο Όσκαρ Νιμέγιερ, ο Σέρζιο Μπερνάντες, η
Λίνα Μπο Μπάρντι, ο Πάολο Μέντες ντα Ρόκα, είναι παρόντες μέσα από μια γραμμική
και αμήχανη δυστυχώς εκθεσιακή διαδρομή που αδικεί τη σπουδαιότητα των έργων,
δίνοντας παρά ταύτα τα ηνία σε επινοητικούς συνεχιστές του οικουμενικού
μοντερνισμού, όπως ο Σέρζιο Παράντα, ο Ρομπέρτο Μοΐτα, ο Μάρσιο Κόγκαν κ.ά.
Ο
γάλλος Επίτροπος Ζαν-Λουί Κοέν, με τίτλο «Η νεωτερικότητα, υπόσχεση ή απειλή;»,
στήνει μια δύσβατη και αγχώδη εκθεσιακή διαδρομή σε 4 ενότητες, για να
ερμηνεύσει τις κύριες αντιφάσεις που διέπουν την γαλλική αρχιτεκτονική του 20ού
αιώνα. Πέριξ του κεντρικού χώρου, όπου εκτίθεται η Βίλλα Άρπελ της ταινίας Ο θείος μου, του Ζακ Τατί (1958),
οργανώνονται 3 εκθεσιακές ενότητες: η πρώτη αφορά στις μεταλλικές επινοήσεις
του Ζαν Προυβέ, η δεύτερη στην προκατασκευή βαρέως τύπου, και η τρίτη στα
μεγάλα συγκροτήματα κατοικιών. Παρά το γεγονός ότι οι ακαδημαϊκού τύπου
ιστορικές ταξινομήσεις δεν αφορούν την εν λόγω Μπιενάλε, στο περίπτερο της
Γαλλίας δόθηκε ειδική μνεία για την αποκαλυπτική παρουσίαση της επιτυχίας αλλά
και του τραύματος της μοντερνιστικής εμπειρίας. Ειδική μνεία απέσπασε και το
πολύ ενδιαφέρον περίπτερο του Καναδά, το οποίο παρουσίασε πολεοδομικές
παρεμβάσεις και αρχιτεκτονικές προσαρμογές στην Καναδική Αρκτική του Νούναβουτ,
κατά τη διάρκεια των 15 τελευταίων ετών, διερευνώντας την κληρονομιά του
μοντερνισμού στα πολύ ιδιαίτερα συμφραζόμενα των πάγων της Βορειοδυτικής
Αρκτικής. [Κινούμενες
προβολές επί λευκών μακετών προσφέρουν μια ατμοσφαιρική αίσθηση για τη
κατανόηση των προτάσεων. Με μια ιδιαίτερη παρουσίαση που αντιστοιχεί σε
άγνωστες τροπικότητες του μοντέρνου εμφανίζεται το περίπτερο της Κροατίας,
δημιουργώντας ένα πλέγμα μετέωρων ράβδων –όπως στις εκθέσεις του 1930– πάνω
στις οποίες αναρτώνται φωτογραφίες και μακέτες με χρονολογική διάταξη.]
IΙΙ.
Πολιτική Αρχιτεκτονική
Η παρούσα Μπιενάλε, όπως καταδεικνύει η
απονομή των βραβείων και των διακρίσεων, έδωσε έμφαση στην πολιτική διάσταση της αρχιτεκτονικής και στην αποκάλυψη του βίαιου
εκμοντερνισμού της αστικής ζωής. Στην κατηγορία αυτή υπάγεται το περίπτερο της
Κορέας, το οποίο απέσπασε τον Χρυσό Λέοντα εθνικής συμμετοχής, για τη
συστηματική παρουσίαση και οργάνωση των γεωπολιτικών προβλημάτων της
διαιρεμένης Χερσονήσου της Κορέας, υπό το πρίσμα μιας πραγματιστικής και συνάμα
ποιητικής οπτικής, η οποία αναπτύσσεται με βάση έναν μηχανισμό συναρμογής
εναλλακτικών αφηγήσεων σε 4 θεματικές ενότητες, που αφορούν: α) στην
ανασυγκρότηση της ζωής, β) στην πόλη των Μνημείων, γ) στο φυσικό και
εννοιολογικό καθεστώς των συνόρων και δ) στις ουτοπικές αναπαραστάσεις
φουτουριστικών Πύργων από Βορειο-Κορεάτες καλλιτέχνες. Ο τρόπος που η
αρχιτεκτονική αντιμετωπίζει εν προκειμένω μια πολιτική συνθήκη εδαφικού
διαμελισμού, στην περίπτωση του περιπτέρου της Χιλής (το οποίο, εν παρόδω,
κατέκτησε τον Αργυρό Λέοντα) μετατρέπεται σε μια συμβολική ανάδειξη του
φασιστικού τραύματος. Στο μέσον μιας αίθουσας της Αρσενάλε στήνεται ένα
προκατασκευασμένο πανέλο από οπλισμένο σκυρόδεμα με την υπογραφή του Αλιέντε
και την εξάλειψή της από τον δικτάτορα Πινοσέτ, ως μαρτυρία απολυταρχικής
ιδιοποίησης της κοινωνικής κατοικίας. Παρομοίως, με τον Αργυρό Λέοντα τιμήθηκε
η πολεοδομική έρευνα της Monditalia με τίτλο,
«εκκεντρικότητα και πωλήσεις», που αφορά στη προαγωγή 700 χιλ. τ.μ., στα
προάστια του Μιλάνου, από την εταιρία του Μπερλουσκόνι, αναδεικνύοντας έτσι τον
τρόπο με τον οποίο η εξουσία των μίντια καταλαμβάνει άλλους κοινωνικούς χώρους.
Οι
πολιτικές επιβραβεύσεις συνεχίζονται με την απονομή ειδικής μνείας στο
ερευνητικό σχέδιο Ιntermundia, που
παρουσιάζει τις τραγωδίες στη Λαμπεντούζα και την οδυνηρή πραγματικότητα
διέλευσης των συνόρων, ως στοιχείο πολιτικής και ηθικής ευθύνης των ευρωπαϊκών
χωρών. Στην κατηγορία των πολιτικών σημαινόντων θα περιελάμβανα τα περίπτερα
της Γερμανίας και της Ολλανδίας. Ο ελληνικής καταγωγής Σάββας Κυριακίδης,
Επίτροπος από κοινού με τον Άλεξ Λέχνερερ, ενσωματώνουν σε κλίμακα 1:1, στο
εσωτερικό του αναδομημένου από τους ναζί γερμανικού περιπτέρου, το
μοντερνιστικό μπανγκαλόου που το 1964 χρησιμοποιήθηκε ως Καγκελαρία στη Βόννη,.
Με αυτό τον τρόπο οι δύο επίτροποι δεν διστάζουν να αντιπαραθέσουν δύο πολιτικά
συστήματα, δύο αρχιτεκτονικές γλώσσες, και να επαναφέρουν στο προσκήνιο, κατά
τη γνώμη μου, το αίτημα για έναν εξευρωπαϊσμό της σημερινής Γερμανίας. Το
περίπτερο της Ολλανδίας αποτίνει φόρο τιμής στον πρωτεργάτη του Team 10 Ζαάπ Μπακέμα (1914-1981),
προβάλλοντας υλικό από το αρχείο του, με σχεδιαστική και γραφιστική πιστότητα
στο λεξιλόγιο του ολλανδού πρωτοπόρου, και με σκοπό να καταστεί συγκαιρινό το
κοινωνικό-πολιτικό του πρόταγμα για μια «ανοιχτή κοινωνία», μια «ανοιχτή πόλη»,
όπως υποστήριζαν οι συνοδοιπόροι του Άλισον και Πήτερ Σμίθσον.
ΙV. Ελληνικό
Περίπτερο: Η κάθαρση του τοπίου
Εμπόρευμα,
τουρισμός, χωρίς αρχιτεκτονική;
Η προκλητική απάντηση του περιπτέρου της
Ρωσίας, το οποίο οργανώνεται όπως μια κοινότοπη διάταξη από πάγκους πώλησης
προϊόντων, θέτει κυνικά το ζήτημα του αρχιτεκτονικού έργου ως εμπορεύματος,
προεικάζοντας το ύστατο στάδιο της ολικής εργαλειοποίησης της αρχιτεκτονικής
γλώσσας. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η Ρωσία έλαβε διάκριση για τον χειρισμό
μιας «σύγχρονης γλώσσας εμπορευματοποίησης της αρχιτεκτονικής», το ερώτημα
αναδύεται δριμύτερο: αν η αρχιτεκτονική είναι η σκέψη, η επινόηση του χώρου, τι
είδους στοχασμό διαθέτει το εμπορευματικό προϊόν;
Το
περίπτερο της Ελλάδας, με επίτροπο τον Γιάννη Αίσωπο, δίνει μια συντηρητική
απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, καθότι θέτει το καίριο πρόβλημα της
εμπορευματοποίησης της τουριστικής εγκατάστασης, μέσα όμως στο πλαίσιο των
κανόνων της σκεπτόμενης αρχιτεκτονικής. Παρά ταύτα, είναι αισθητά παρούσα η
προελαύνουσα απειλή των πολυεθνικών ξενοδοχειακών μονάδων, οι οποίες για να
ικανοποιήσουν τις ανάγκες ενός «υψηλού τουρισμού» επιστρατεύουν κάθε είδος
τοπικιστικών και φολκλορικών στοιχείων της ελληνικής παράδοσης. Υπό τον τίτλο
«Τοπία τουρισμού: Ανακατασκευάζοντας την Ελλάδα» και με τη λογική της
εντεινόμενης πύκνωσης σε ένα εξαντλημένο κολάζ σχεδίων και εικόνων, στους
λευκούς τοίχους ενός ορθογωνίου χώρου, ο οποίος προκύπτει μέσω μιας συμπίεσης
και μιας αποκοπής από το νέο-βυζαντινό μνημείο, η ελληνική συμμετοχή εδράζεται
στο μοναδικό παράδειγμα των «Ξενία» και στο βασικό αξίωμα που ταυτίζει τα τοπία
τουρισμού και τα τοπία εκμοντερνισμού. Ωστόσο, αυτή η ιστορική μοντερνιστική
εμπειρία που θέτει τους κανόνες ενός ορθολογικού τρόπου παραγωγής και
ενσωμάτωσης του κτιρίου στο έδαφος, συνοδεύεται με ορισμένες νέες προτάσεις,
Ελλήνων και αλλοδαπών αρχιτεκτόνων, οι οποίες υπό τη μορφή μακετών
καταλαμβάνουν το εσωτερικό του περιπτέρου, δίνοντας έμφαση, εντούτοις, όχι στη
κανονιστική λογική της παραγωγής, αλλά στο προσωπικό ιδίωμα και στη σύγχυση
αρχιτεκτονικού και εικαστικού έργου. Αποτελεί εξαίρεση η αντι-τουριστική
πρόταση των αρχιτεκτόνων Χριστίνας Λουκοπούλου, Ηρώς Μπερτάκη και Κωστή
Πανηγύρη, όπου ένα ξενοδοχείο με δωμάτια χωρίς θέα επαναθέτει τους όρους μιας
επινοητικής αρχιτεκτονικής που προηγείται του τουρισμού. Παρά το γεγονός ότι το
αυτοτελές πολιτικό ζήτημα της ελεύθερης πρόσβασης στις ακτές και της αναψυχής
ως δικαίωμα όλων των πολιτών απουσιάζει από το σκεπτικό του έλληνα Επιτρόπου, ο
πραγματιστικός «μηχανισμός αναίρεσης» που προτείνουν η Αλεξάνδρα Βούγια, ο
Θεοδόσης Ησαΐας και ο Πλάτων Ησαΐας, συνιστά μια εφευρετική ρεαλιστική
αντιμετώπιση του παραλιακού τοπίου ως χώρου ελεύθερης κατασκήνωσης.
Εν
κατακλείδι, φρονώ ότι η ελληνική συμμετοχή συνιστά μια τεκμηριωμένη απάντηση
στο ερώτημα του Κούλχαας, καθώς αποτελεί ίσως μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις
που προβάλλει το φλέγον ζήτημα της διασύνδεσης αρχιτεκτονικής και τοπίου,
παρότι αρνείται, δυστυχώς, να αποκαλύψει τα τραύματα της νεοελληνικής
πραγματικότητας, αντιτείνοντας στην ανοιχτή πληγή της πτώχευσης την πλάνεψη των
παρθενικών καρτ-ποσταλικών τοπίων. Συνεπώς, απέναντι στην αμφισημία και τον
ενεργητικό πεσιμισμό του Κούλχαας, η υπέρμετρη αισιοδοξία του έλληνα Επιτρόπου,
που αναγγέλλει ένα άλλο success-story, στην εποχή «τώρα-μετά-την-κρίση»
−όπως αναφέρει− φαίνεται ότι πριμοδοτεί μια ιδεαλιστική μετα-νεωτερική συνθήκη,
όπου θα συνυπάρχουν «νηφάλια» η αρχιτεκτονική και ο τουρισμός.
Εντέλει,
τι αποκομίζουμε από την επίκληση των θεμελιακών στοιχείων του μοντερνισμού;
Πρόκειται, μάλλον, για το πρόταγμα ενός κανονιστικού σχεδιασμού που θέτει σε
προτεραιότητα τον ορθολογισμό, τον κάνναβο, την τυπολογία, την προκατασκευή, τη
μαζική παραγωγή, απορρίπτοντας συνάμα τις φορμαλιστικές μορφολογίες και
περιορίζοντας στο ελάχιστο τα προσωπικά ιδιώματα. Αυτή η κανονιστική
αρχιτεκτονική θα πρέπει όμως να συνδιαλέγεται πάντα με τους απεριόριστους
νόμους ενός υπερβατολογικού ρεαλισμού, με
στόχο την υλοποίηση μιας οικουμενικής διάστασης της κοινωνικής κατοίκησης.
Ο
Τάκης Κουμπής διετέλεσε Εθνικός Επίτροπος του ελληνικού περιπτέρου στην
Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας το 1991 και 2002. Διδάσκει στο ΜΕΤ της
ΑΣΚΤ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου