Από τις φυσικομαθηματικές επιστήμες
ΤΟΥ
ΧΡΗΣΤΟΥ ΛΑΣΚΟΥ
FRANK WILCZEK, Η ελαφρότητα του
είναι, Μετάφραση:
Νίκος Αποστολόπουλος
εκδόσεις Κάτοπτρο, σελ. 392
Όλα πρέπει να γίνουν όσο το δυνατόν πιο απλά, αλλά όχι απλούστερα
Όλα πρέπει να γίνουν όσο το δυνατόν πιο απλά, αλλά όχι απλούστερα
ΑΛΜΠΕΡΤ ΑΪΝΣΤΑΪΝ
«Η
ελαφρότητα του είναι»,
όπως σημειώνει κι ο συγγραφέας της, χρωστάει τον τίτλο της στην «Αβάσταχτη
ελαφρότητα του είναι» του Μίλαν Κούντερα. Στην πραγματικότητα, μάλιστα,
πέρα από τον τίτλο μοιράζεται και την έγνοια του μεγάλου Τσέχου να βρει
κανονικότητα και τάξη, «νόημα» εν τέλει, στον αλλόκοτο και χαοτικό κόσμο μας. Για
τον Κούντερα, βέβαια, αυτό είναι, σε μεγάλο βαθμό, πρόσχημα για το λογοτεχνικό
παιχνίδι περισσότερο παρά πραγματικό εγχείρημα προσέγγισης κάποιας «βαθιάς»
αλήθειας. Το τελευταίο του βιβλίο, «Η
γιορτή της ασημαντότητας», νομίζω το δείχνει με τον πιο χαρακτηριστικό
τρόπο.
Ο Wilczek, αντίθετα, παρόλο που δεν του
λείπει καθόλου η αρετή της αυτοσαρκαστικής διάθεσης, πιστεύει στα σοβαρά πως
μπορεί να βγει νόημα από αυτό το χαοτικό «εκεί έξω». Το γεγονός πως το είναι
που τον απασχολεί είναι αυτό των φυσικών αντικειμένων και των διαδικασιών και
όχι εκείνο των ανθρώπινων υπάρξεων, που βασανίζει τον Κούντερα, νομίζω πως του
επιτρέπει την κομπορρημοσύνη. Η αλήθεια είναι πως η Φυσική έχει αναπτυχθεί σε
τέτοιο βαθμό που η ιδέα ότι αυτό που βλέπουμε με τη βοήθειά της είναι το όντως
ον δεν αποτελεί αλαζονική αιτίαση. Κάθε άλλο!
Η διαβεβαίωση από μέρους των φυσικών
πως η ύλη δεν είναι αυτό που φαίνεται, αλλά αυτό που μας λέει η σύγχρονη Φυσική,
υποστηρίζεται με τόσους και τέτοιους τρόπους που είναι πολύ δύσκολο να
αμφισβητηθεί. Το βιβλίο του Wilczek είναι
από τα κατεξοχήν παραδείγματα αυτής της πανίσχυρης επιχειρηματολογίας.
Η ύλη, λοιπόν, δεν είναι αυτό που
φαίνεται να είναι. Εδώ και καιρό γνωρίζουμε πως η εντύπωση της συνέχειας, που
μας προσφέρει σε πρώτη ματιά, δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητά της, που
χαρακτηρίζεται από την «ατομική» υπόσταση. Πράγμα που σημαίνει πως όλα τα όντα
–και το είναι ως όλα τα όντα μαζί (συν κάτι ακόμα)- αποτελούνται από δομικούς
λίθους μικρότατων, σε σχέση με τα ίδια, διαστάσεων. Κι αν, με την εξέλιξη της
επιστήμης, αποκαλύφθηκε πως αυτά (τα «άτομα») που παλιότερα θεωρούσαμε τους
έσχατους δομικούς λίθους της ύλης –άφθαρτους, άτμητους κι αιώνιους-
αποτελούνται τα ίδια από άλλα, μικρότερα ακόμη, συστατικά και αυτά από άλλα
κ.ο.κ (επ’ άπειρον;), τα οποία, μάλιστα, κάθε άλλο παρά διατηρούν την υπόστασή
τους στο χρόνο, η συνέχεια της ύλης δεν επέστρεψε στο προσκήνιο[1]. Η «ατομική ιδέα» φαίνεται να εκφράζει μια
βαθιά αλήθεια για την φύση.
Σήμερα, λοιπόν ξέρουμε πως η συνήθης
ύλη αποτελείται από μόρια, τα οποία αποτελούνται από άτομα, που συνίστανται από
έναν κεντρικό, θετικά φορτισμένο, πυρήνα και ηλεκτρόνια, με αρνητικό φορτίο, να
περιφέρονται γύρω του, σε απόσταση δέκα χιλιάδες φορές μεγαλύτερη από την
ακτίνα του πυρήνα. Και «ξέρουμε», επιπλέον, πως σε αντίθεση με τα ηλεκτρόνια,
που φαίνεται να μην διαιρούνται σε μικρότερα τμήματα, να μη διαθέτουν, δηλαδή,
εσωτερική δομή, ο πυρήνας αποτελείται από θετικά πρωτόνια και ηλεκτρικά
ουδέτερα νετρόνια.
Το πράγμα, ωστόσο, δεν σταματάει
εδώ. Το καθένα πρωτόνιο αποτελείται από τρία κουάρκ (δύο «πάνω» και ένα
«κάτω»). Το καθένα πρωτόνιο επίσης από τρία κουάρκ (ένα «πάνω» και δύο «κάτω»).
Τα κουάρκ συνδέονται μεταξύ τους, ώστε να συγκροτούν τα πρωτόνια και τα
νετρόνια, ανταλλάσσοντας γλοιόνια
(gluons), δηλαδή «κολλητόνια». Κι όλα
αυτά τα προσώρας έσχατα διαθέτουν φορτία και (ή) «χρώματα» και (ή) «γεύσεις». Διαθέτουν
(ή δεν διαθέτουν) μάζα.
Αυτά, δε, είναι μερικά μόνο από τα
δομικά συστατικά της ύλης, η οποία, να το ξαναπώ, δεν είναι αναγκαίο να έχει
μάζα. Θέλω να πω, για τη σύγχρονη Φυσική –κι αυτό αποτελεί, όσο νάναι, μια
μεγάλη «νίκη» του φιλοσοφικού υλισμού- ό,τι υπάρχει είναι ύλη. Και η ενέργεια
ύλη είναι. Και η «ψυχή» ύλη είναι.
Για δείτε, βάσει αυτών, πώς
εξηγείται ο τίτλος του βιβλίου: «Η ύλη δεν είναι αυτό που φαίνεται να είναι. Η
πιο έκδηλη ιδιότητά της, η οποία φέρει διάφορες ονομασίες –αντίσταση στην
κίνηση, αδράνεια, μάζα- μπορεί να κατανοηθεί βαθύτερα βάσει εντελώς
διαφορετικών όρων. Η μάζα της συνήθους ύλης είναι η ενέργεια που εμπεριέχεται
σε βασικότερους δομικούς λίθους, οι οποίοι αυτοί καθεαυτούς έχουν μηδενική
μάζα. Ούτε ο χώρος είναι αυτός που φαίνεται να είναι: ό,τι στα μάτια μας
φαίνεται ως κενός χώρος, στο νου μας αποκαλύπτεται ως ένα πολύπλοκο μέσο, το
οποίο βρίθει από αυθόρμητη δραστηριότητα» (σ. 15).
«Η
ελαφρότητα του είναι» αποτελεί
μια πλήρη πραγματεία για τον κόσμο του
ελαχίστου και τη σχέση του με την ολότητα, τμήμα της οποίας είναι ο ίδιος.
Αυτήν την ολότητα, από την οποία παράγονται όλα και στην οποία επιστρέφουν όλα,
ο Wilczek
τη λέει «Πλέγμα» (Grid) και στην εμβριθή περιγραφή της
αφιερώνει το βιβλίο του.
***
Σε ένα σημείο του βιβλίου ο Wilczek παραθέτει την μικρή ιστορία που
ακολουθεί, επιχειρώντας να μας κάνει να προσέξουμε κάτι που για τον ίδιο είναι
μεθοδολογική αναγκαιότητα και δεν είναι άλλο από την προσπάθεια να αποφεύγουμε
τις περιπλοκές, ιδίως δε τις εντελώς περιττές περιπλοκές. Στη διάρκεια ενός ταξιδιού τους, ο Σέρλοκ Χολμς και ο δρ Γουάτσον
κατασκήνωσαν στο ύπαιθρο. Αφού έστησαν την σκηνή τους κάτω από τον έναστρο
ουρανό, πήγαν για ύπνο. Αργά τη νύχτα, ο Χολμς ξύπνησε απότομα τον Γουάτσον και
τον ρώτησε: «Γουάτσον, κοίτα τα άστρα! Τι μας λένε;». «Μας διδάσκουν την
ταπεινότητα. Θα πρέπει να υπάρχουν εκατομμύρια άστρα. Κι αν ακόμη κι ένα μικρό
κλάσμα από αυτά διαθέτει πλανήτες σαν τη Γη, τότε θα υπάρχουν εκατοντάδες
πλανήτες με νοήμονα όντα. Μερικά από αυτά πιθανόν να είναι σοφότερα από εμάς.
Ίσως παρατηρούν τη Γη μέσα από τα μεγάλα τηλεσκόπιά τους, όπως αυτή ήταν πριν
από χιλιάδες χρόνια. Ίσως αναρωτιούνται αν θα εξελιχθεί ποτέ εδώ νοήμων ζωή».
Έπειτα από μια στιγμή ο Χολμς απάντησε: «Πράγματι, Γουάτσον. Τα άστρα λένε πως
κάποιος μας έκλεψε την σκηνή»(σ. 204).
Καλύτερος οδηγός από την αναζήτηση
της απλότητας δεν υφίσταται. Αρκεί, όπως μας προτρέπει ο Αϊνστάιν, στο αρχικό
παράθεμα, να μη γινόμαστε «απλούστεροι από το αναγκαίο». Ο Wilczek το ακολουθεί με εξαιρετικά
αποτελέσματα.Ας μη γελιόμαστε, όμως. «Η
ελαφρότητα του είναι» -και πολλά ανάλογα βιβλία- δίνουν εξηγήσεις και περιγραφές
έτσι ώστε να «βγάζουμε νόημα». Σε καμιά περίπτωση, ωστόσο, δεν μπορούν να
αποκαλύψουν κάποιο έσχατο νόημα, κάποια βαθιά σημασία στα πράγματα, στα όντα
–και στα νοήμονα, εξίσου.
Άρα; Πολύ κακό για το τίποτε; Κάθε
άλλο! Ιδίως, μάλιστα, αν σκεφτούμε πόσο πλούσιο περιεχόμενο έχει ακόμη κι αυτό
το «τίποτε» για τη σύγχρονη Φυσική, ή μάλλον, κατεξοχήν αυτό το τίποτε, που,
κατά τον Wilczek εμπεριέχει
το Σύμπαν ολόκληρο. Ο Κούντερα, εν τέλει, φαίνεται να καταλήγει πως όλο το
νόημα είναι η ασημαντότητα. Το νόημα είναι ασήμαντο, λοιπόν; Ή εμείς είμαστε
τόσο ασήμαντοι, που δύσκολα μπορούμε να ανταποκριθούμε σε οποιοδήποτε άξιο
λόγου «νόημα»;
Ο Wilczek συζητάει αυτό το θέμα, παραπέμποντας
στον ιερό Αυγουστίνο και τις «Εξομολογήσεις»
του, με τον εξής τρόπο: «[Να το ερώτημα], το οποίο βασάνιζε τον […]
Αυγουστίνο: «Τι έκανε ο Θεός πριν δημιουργήσει τον κόσμο;» (Με άλλα λόγια: Τι
περίμενε; Δεν θα ήταν καλύτερα να ξεκινήσει νωρίτερα;). Ο Άγιος Αυγουστίνος
έδωσε δύο απαντήσεις. Πρώτη απάντηση: Πριν δημιουργήσει τον κόσμο, ο Θεός
προετοίμαζε την κόλαση για όσους θέτουν ανόητα ερωτήματα σαν αυτό. Δεύτερη
απάντηση: Μέχρις ότου ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, δεν υπήρχε «παρελθόν».
Συνεπώς, το ερώτημα δεν έχει νόημα.
Η πρώτη απάντηση είναι αστεία. Η
δεύτερη, όμως, η οποία αναλύεται εκτενώς στο κεφάλαιο 10 των «Εξομολογήσεων» του Αυγουστίνου είναι
ότι το παρελθόν δεν υπάρχει πλέον και το μέλλον δεν υπάρχει ακόμη –για την
ακρίβεια, υπάρχει μόνο το παρόν. Ωστόσο, το παρελθόν διαθέτει ένα είδος ύπαρξης
μέσα στο νου μας, υπό τη μορφή των τωρινών αναμνήσεων […]. Επομένως, η ύπαρξη
ενός παρελθόντος εξαρτάται από την ύπαρξη νόησης και δεν μπορεί να υπάρξει το
πριν αν δεν υπάρχει νόηση. Πριν δημιουργηθεί η νόηση, δεν υπήρχε πριν!» (σ.
157). Δεν χρειάζεται να δεχτούμε ακριβώς το επιχείρημα του Αυγουστίνου για να
δούμε πόσο σημαντικό πράγμα είναι η νόηση και οι υπάρξεις –φορείς της. Όχι τόσο
για τις ίδιες όσο για το όλον Σύμπαν. Και άρα, τελικά, πόσο νόημα κρύβουν αυτές
οι χρονικά πεπερασμένες ασημαντότητες, που τόσο πιστά περιγράφει ο Κούντερα.
[1]
Ας είμαστε, ωστόσο, προσεκτικοί στο μέτρο που τα πεδία, το «κενό», ο ίδιος ο
χωροχρόνος θα μπορούσαν να θεωρηθούν, από την οπτική γωνιά της γενικής
σχετικότητας τουλάχιστον, συνεχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου