21/6/14

Κοινωνικός ρεαλισμός

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΞΗΡΟΥΧΑΚΗ

ΑΛΕΞΑΝΤΡ ΚΙΟΥΠΡΙΝ, Μολώχ, εκδόσεις Εξάρχεια, σελ. 103                                                        

Νίνα Παπακωνσταντίνου,
Τουρκικά (σειρά ‘Βαβέλ’), 2011
αποτύπωμα καρμπόν σε χαρτί
38.5 x 29 εκ.
Ο leksandr Ivanovich Kuprin (1870-1938) θεωρείται σαν ένας από τους σημα-ντικότερους εκπροσώπους του ρώσικου κριτικού ρεαλισμού. Κατάγονταν από οικο-γένεια χρεοκοπημένων αριστοκρατών και μεγάλωσε ορφανός από πατέρα. Αρχικά είχε επιλέξει να ακολουθήσει την καριέρα στρατιωτικού. Τελικά εγκατέλειψε το στρατό και ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα  όπως αυτό του δημοσιογράφου, του κυνηγού, του  ψαρά κλπ. Η συγγραφή όμως τον κέρδισε, όπου και σημείωσε αρκετές επιτυχίες.
Όταν ξέσπασε η μπολσεβίκικη επανάσταση αυτός αντιστρατεύτηκε τους μπολσεβίκους και έτσι έφυγε για το Παρίσι όπου έζησε για 17 χρόνια και όπου για να επιβιώσει  ασχολήθηκε με διάφορα άλλα επαγγέλματα  εκτός της συγγραφικής, έγινε αλκοολικός ενώ η συγγραφική του αίγλη ξεθώριασε μακριά από την πατρίδα του, όπου βρίσκονταν το αναγνωστικό του κοινό. Τελικά το 1937 επέστρεψε στη Ρωσία του Στάλιν όπου και πέθανε ένα χρόνο μετά. Εξαιτίας της φυγής του από την επαναστατημένη Ρωσία, κάποιος μπορεί να συνάγει εύκολα ότι ήταν ένας συντηρητικός καλλιτέχνης που η επανάσταση εκμηδένισε, όπως συνέβη με τόσους άλλους. Και όμως ο Κιούπριν δεν ήταν συντηρητικός. Αρκεί κάποιος να διαβάσει το Μολώχ (1893) για να το καταλάβει.
Η συγκεκριμένη νουβέλα διαβάζεται μονορούφι, καθώς ο συγγραφέας είναι άριστος γνώστης της συγγραφικής τέχνης, ενώ επιπρόσθετα η υπόθεση του παραμένει  πάντα επίκαιρη, ειδικά στην εποχή μας που μοιάζει ανησυχητικά με την εποχή που τα γεγονότα της νουβέλας διαδραματίζονται. Ένας επιτυχημένος μηχανικός λοιπόν εργοστασίου δεν είναι καθόλου ευτυχισμένος από τη ζωή του. Και όταν λέμε καθόλου το εννοούμε! Το χρήμα δεν τον ενδιαφέρει, ούτε οι άλλες μικροαστικές απολαύσεις. Πρόκειται στην ουσία για αντιήρωα που κινείται στα όρια της σύμβασης και της επανάστασης.

Ο βιομηχανικός πολιτισμός είναι κυρίαρχος και τα έχει διαφθείρει όλα. Μολώχ ονομάζει ο αντιήρωας το εργοστάσιο στο οποίο δουλεύει. "Νάτος - ιδού ο Μολώχ, και διψάει για ζεστό, ανθρώπινο αίμα!" φωνάζει δείχνοντας το εργοστάσιο και συνεχίζει "Ω βέβαια, αυτή είναι η πρόοδος, το έργο των μηχανών, η επιτυχία του πολιτισμού...”  Ο Μολώχ ήταν Θεός των Χαναναίων στον οποίο θυσίαζαν ανθρώπους. Με το πέρασμα του χρόνου όμως τίποτα δεν άλλαξε παρά ο τρόπος θυσίας σε μία παράλογη ανώτερη δύναμη.  Ο βιομηχανικός πολιτισμός λοιπόν θυσιάζει ανθρώπους, σκοτώνοντας τους βέβαια όχι αμέσως, όπως γινόταν στις αρχαίες ανθρωποθυσίας, αλλά αργά και βασανιστικά με την εξαντλητική εργασία. Ανθρώπους  που όμως συνεχίζουν χαρούμενοι και παραμυθιασμένοι να οδεύουν προς τη θυσία τους.
Η οικονομική ανάπτυξη σύμφωνα με τον αντιήρωα είναι μία ψευδαίσθηση. Τα πάντα γύρω του φαίνονται γλοιώδη και ψεύτικα. Οι προϊστάμενοι του, οι δουλοπρεπείς συνάδερφοι του κλπ. Ο Κιουπρίν είναι πολύ καλός ανατόμος των ανθρώπινων παθών όπως ο Ντοστογιέφσκι. Αλλά εδώ θα βρείτε και λίγο Κάφκα. Ο ήρωας δε μπορεί ποτέ να κάνει την υπέρβαση. Είναι πολύ θαρραλέος για να μείνει άπραγος, αλλά πολύ δειλός για να κάνει πράξεις. Παντού γύρω του βλέπει την ταπείνωση της κοινωνίας αλλά δε μπορεί να κάνει τίποτα για να αλλάξει τη ζωή αν όχι των άλλων, τουλάχιστον τη δική του.
Ο Μολώχ δεν είναι ένα political correct  έργο. Δεν υπάρχουν καλοί εργαζόμενοι, αθώες γυναίκες-θύματα κλπ. Επιτίθεται με λύσσα στους μεγαλοκαπιταλιστές αλλά και στους δουλικούς εργάτες που προσκυνάνε τα γλοιώδη αφεντικά. Σατιρίζει τους ματαιόδοξους νεαρούς  της φανφάρας και της υποκρισίας αλλά και τις δεσποινίδες που κατά βάθος και άσχετα με το τι λένε κυνηγάνε να πιάσουν την καλή και εγκαταλείπουν με μεγάλη ευκολία τον "αληθινό" έρωτα. Μπορούμε να πούμε ότι σε κάποια σημεία θυμίζει τους μετέπειτα μεγάλους καυστικούς συγγραφείς, όπως το Σελίν και τον  Μπουλγκάκοφ. Το συμπέρασμα του Κιούπριν είναι ότι το χρήμα τα έχει όλα ξεφτιλίσει, δεν υπάρχουν αξίες. Δεν υπάρχουν καλοί. Όλοι θύτες και θύματα είναι ένοχοι. Οι πρώτοι για την κακία τους, οι δεύτεροι για την αθωότητα και τη χαζομάρα τους. Το τέλος είναι σαρωτικό. Το εργοστάσιο διαλύεται από μία εξέγερση (που μάλλον όμως είναι μία κομπίνα των μεγαλομέτοχων  για να τα κονομήσουν…) και ο ήρωας μας ξαναπέφτει στη μορφίνη.
Είναι ένα έργο που ο συγγραφέας έγραψε σε νεαρή ηλικία (28 χρονών) και διακατέχεται από τον πεσιμισμό και την οργή της νεότητας. Η συντριπτική απογύμνωση των πραγματικών ανθρώπινων  προθέσεων (σε σημεία σου έρχεται στο μυαλό ο Σταντάλ) αναμειγνύεται με την  κριτική στο βιομηχανικό πολιτισμό αλλά πουθενά δεν υπάρχει ελπίδα για αλλαγή. Ο Κιουπρίν ασπάζεται τον  πεσιμισμό του ατομικισμού αλλά δεν προχωράει στην επαναστατική πλευρά του τελευταίου. Τι μένει όταν τα απογυμνώσεις όλα? Η απάντηση είναι μόνο η θέληση σου να εξεγερθείς,η θέληση σου να  τα αλλάξεις όλα. Και ο αντιήρωας του Μολώχ επιλέγει το αντίθετο. Νευρικός και ανήμπορος, ονειροπόλος και πεζός μαζί, επιλέγει το δρόμο της παραίτησης, επιλέγει την ήττα, επιλέγει τη μορφίνη.

O Παναγιώτης Ξηρουχάκης είναι  δρ γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου και συντάκτης του περιοδικού Zero Geographic

Δεν υπάρχουν σχόλια: