Μια
συναρπαστική διαδρομή τριών και πλέον αιώνων
Κώστας Χριστόπουλος, Χωρίς τίτλο, χ.χ.
εφημερίδα, μεταβλητές διαστάσεις
|
ΤΟΥ ΦΟΙΒΟΥ
ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟΥ
Το 1698 ο
Τζιοβάννι Κρεσιμπένι δημοσιεύει το έργο Ιστορία
της λαϊκής ποίησης, το 1723 ο Λουντοβίκο Αντόνιο Μουρατόρι αρχίζει τη
συγγραφή του Rerum italicorum scriptores, το 1739 ο Φραντσέσκο Κουάντριο
γράφει το Περί της ιστορίας και της
λογικής του κάθε ποιήματος και ο Τζιρόλαμο Τιραμπόσκι συγγράφει από το 1772
ως το 1781 τη μνημειώδη του Ιστορία της
ιταλικής λογοτεχνίας.
Ένα νέο
λογοτεχνικό είδος, με τους κανόνες και τους κώδικές του, γεννιέται στα ιταλικά
γράμματα. Από τότε πολύ νερό κύλισε στ’ αυλάκι της Ιστορίας της Ιταλικής
Λογοτεχνίας, μέσα από τη σκέψη του Φραντσέσκο Ντε Σάνκτις, του Μπενεντέττο Κρότσε
και του Αντόνιο Γκράμσι. Μια πλούσια παράδοση που φτάνει ως τις μέρες μας.
Ένα
αδιαμφισβήτητο όμως δεδομένο είναι ότι οι περισσότερες Ιστορίες Λογοτεχνίας που κυκλοφορούν στον ιταλικό χώρο, και όχι
μόνο, είναι ανεπαρκείς: δεν αντέχουν σε κριτική ανάλυση, χρησιμοποιούνται με
αβεβαιότητα από τους διδάσκοντες, συχνά δεν γίνονται αποδεκτές από τους
διδασκόμενους και δεν συγκινούν τους αναγνώστες.
Ακόμη και
οι καλύτερες και πιο γνωστές από αυτές, Ναταλίνο Σαπένιο, Αττίλιο Μομιλιάνο,
Λουίτζι Ρούσσο, Μάριο Σανσόνε, έχουν ολοκληρώσει πια τον κύκλο τους: το μοντέλο
δεν ήταν εκείνο μιας λόγιας παράδοσης του 18ου ή 19ου
αιώνα, που βασιζόταν σε μια αργή και υπομονετική συλλογή υλικών και ερευνών,
αλλά εκείνο που, με παιδαγωγικό σκοπό, είχε καθορίσει ο ίδιος ο Ντε Σάνκτις και
πολλές άλλες φορές είχε επαναληφθεί: μια γρήγορη σύνθεση που σκοπό είχε την
άμεση παρέμβαση στο χώρο του σχολείου της Μέσης Εκπαίδευσης ή ακόμη και στο
Πανεπιστήμιο. Είναι γεγονός ότι ο συγγραφέας, συνήθως, είχε πίσω του μια μακρά
πορεία προσωπικών μελετών και αναγνώσεων πάνω σε μερικούς από τους πιο
σημαντικούς συγγραφείς ή ακόμη σε πλατιές περιοχές της ιστορίας της λογοτεχνίας
(είναι η περίπτωση, για παράδειγμα, του Σαπένιο για τον 14ο αιώνα)
και έπαιρνε την απόφαση για το μεγάλο βήμα, διατεθειμένος να διασχίσει γοργά το
υπόλοιπο της λογοτεχνικής παράδοσης, για να δώσει μια σύνθεση δικών του, καθώς
και άλλων ιστορικών της λογοτεχνίας, ερευνών και αναζητήσεων. Είναι επίσης
αλήθεια ότι, αναπόφευκτα, κάθε εγχειρίδιο είχε τις καλά φωτισμένες περιοχές του
και τις γκρίζες ζώνες του. Παρ’ όλα αυτά δεν ήταν αυτός ο πιο βαθύς λόγος της
κρίσης τους, αν και είναι προφανές ότι αυτό το μοντέλο ατομικής αναζήτησης ήταν
σε κρίση.
Η δύναμη
εκείνων των έργων λοιπόν, και η σημερινή τους απόρριψη, βρίσκεται στην
ιδεολογία τους, στον γενικό σχεδιασμό της ιστορίας της κουλτούρας και του
ιταλικού πολιτισμού και στην αντίληψη περί λογοτεχνίας και των μεθόδων ανάλυσης
και κριτικής αποτίμησης των λογοτεχνικών κειμένων πάνω στα οποία βασίζονταν:
ιδεολογία και ιστορικός σχεδιασμός φιλευθερο-ριζοσπαστικού τύπου, κροτσιανικές
θεωρήσεις και μέθοδοι.
Η δομή τους
είχε μια δική τους συνοχή και ομοιογένεια, βρισκόταν σε αρμονία με τους
προσανατολισμούς σχεδόν ολόκληρης της ιστορικής και κριτικής έρευνας της εποχής
τους και, εκτός από μερικές μετατοπίσεις του τόνου, δεν είχαν και ιδιαίτερο
λόγο ρήξης με την ιστορική και κριτική έρευνα του παρελθόντος: έτσι, με άνεση,
ήταν σε θέση να συμπεριλάβουν και να συνθέσουν τα αποτελέσματα και να τα
εισάγουν στο σχεδιασμό τους. Μερικοί μπορούσαν να επιμένουν περισσότερο στις
ιστορικές πτυχές και στις σχέσεις ανάμεσα στα ποιητικά έργα και την εποχή τους,
άλλοι μπορούσαν να θεωρήσουν το υπόβαθρο δεδομένο και να καταδυθούν σε μια
«ανθολογικού» τύπου ανάλυση μεμονωμένων συγγραφέων και έργων. Αλλά, το βασικό
σχήμα ήταν πάντα το ίδιο, η αντίληψη της λογοτεχνίας, της ποίησης και της
λογοτεχνικής επιστήμης ήταν μεταξύ τους ομοιογενής.
Στην ίδια
κατηγορία θα έλεγα ότι εντάσσεται ακόμη και η Ιστορία της ιταλικής λογοτεχνίας (1972) των Τζιοβάννι Τζέττο,
Ρομπέρτο Αλόντζε, Γκουίντο Μπάλντι και Τζιόρτζιο Ντε Ριέντζο, γραμμένη από
περισσότερα χέρια, από έναν «μαέστρο», τον Τζέττο και από μαθητές του, χωρίς να
διακρίνεται πίσω της μια οργανική ιστοριογραφική αντίληψη και ούτε μια ακριβής
κριτική στάση εκτός από εκείνη του «μαέστρου», του οποίου τα δοκίμια ή τα
βιβλία πάνω στον έναν ή τον άλλον συγγραφέα της ιταλικής λογοτεχνίας αντηχούν
κάθε φορά που αυτό είναι δυνατό: μια ξαφνική αναζωπύρωση του παλιού μοντέλου,
που φαίνεται να ανήκει κοινωνιολογικά περισσότερο στην ιστορία της ακαδημαϊκής
κουλτούρας και της εκδοτικής βιομηχανίας παρά σ’ εκείνη της διδακτικής
συμβολής.
Ακόμη, μια
πραγματική ρήξη στα ιστοριογραφικά σχήματα και τους παραδοσιακούς ιδεολογικούς
προσανατολισμούς, δεν παρατηρήθηκε ούτε στα εγχειρίδια που κυκλοφόρησαν τα
επόμενα χρόνια από μαρξιστές μελετητές ή προσανατολισμένους στα αποτελέσματα
της μαρξιστικής θεωρίας και ιστοριογραφίας και προφανώς στραμμένους,
τουλάχιστον προγραμματικά, στο να επισημάνουν στα εγχειρίδιά τους την ιστορία
της εξέλιξης των λογοτεχνικών κινημάτων σε σχέση με την οικονομική και πολιτική
ιστορία του ιταλικού λαού στο σύνολό του. Αναφέρομαι κυρίως στα βιβλία του
Τζιουζέππε Πετρόνιο, Η λογοτεχνική
δραστηριότητα στην Ιταλία (1964 και 1989), ένα δυναμικό, πολεμικό
εγχειρίδιο, ηθελημένα στραμμένο στο να περιγράψει όχι μόνο την ιστορία των
λογοτεχνικών προϊόντων αλλά και τη λογοτεχνική δραστηριότητα στην Ιταλία, στις
ιστορικές εισαγωγές της Ανθολογίας της
ιταλικής λογοτεχνίας (1964) των Άντζελο Τζιάννι, Μάριο Μπαλεστριέρι και
Άντζελο Πασκουάλι, και στο Ιστορικό
προφίλ της ιταλικής λογοτεχνίας (1972) του Κάρλο Σαλινάρι. Οι προϋποθέσεις
που βρίσκονται πίσω από αυτά τα εγχειρίδια είναι πάντα εκείνες του Ντε Σάνκτις
και του Κρότσε (ολοκληρωμένες από μερικές σημαντικές εμπνεύσεις του Γκράμσι),
αλλά κι αυτές τείνουν να παραθέσουν στη σύνθετη πραγματικότητα της ιταλικής
πολιτισμικής δραστηριότητας και λογοτεχνικής παραγωγής μέσα στους αιώνες, ένα
ιστοριογραφικό σχήμα και μια ερμηνεία «ιδεολογικού» τύπου: εξιστορούν θετικές
και αρνητικές στιγμές, καθορίζουν τις γραμμές προόδου, σημειώνουν κάμψεις,
αναγεννήσεις και υπερβάσεις, χωρίς σχεδόν ποτέ να καταφεύγουν στην
«επιστημονική» και αντικειμενική ανάλυση των κινημάτων ή των καταστάσεων.
Πράγματι, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, πέρα από τους αμφίβολους
νεοτερισμούς που επιφέρουν, αυτά τα εγχειρίδια καταλήγουν σχεδόν πάντα στο να
αφομοιώσουν πολλές από τις κρίσεις πάνω σε συγγραφείς, έργα ή περιόδους που
περιέχονται στα προηγούμενα. Για να παρακολουθήσουμε αληθινές προσπάθειες
ρήξης, έπρεπε να περιμένουμε τη συλλογική Ιστορία
της ιταλικής λογοτεχνίας του εκδοτικού οίκου Εινάουντι (1982) υπό τη
διεύθυνση και την επιμέλεια του καθηγητή Αλμπέρτο Αζόρ Ρόζα (στην Ελλάδα
κυκλοφορεί, σε μετάφραση, μια επιτομή της παραπάνω Ιστορίας, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1998).
Επιστρέφουμε
λοιπόν στο αρχικό μας σημείο. Οι μεγάλες ιστοριογραφικές συνθέσεις ήταν μέχρι
σήμερα, άλλες περισσότερο άλλες λιγότερο, σχετικά ανεπαρκείς, όχι μόνο για
εξωτερικούς παράγοντες (π.χ. ισχνότητα και προχειρότητα της εκδοτικής
οργάνωσης, ανομοιογένεια του κοινού στο οποίο απευθύνονταν, βαθιά κρίση του
εκπαιδευτικού θεσμού), αλλά και για εσωτερικούς λόγους, ανεπαρκούς τεχνικής και
πολιτισμικής προετοιμασίας, όχι μόνο των μεμονωμένων μελετητών αλλά και του
λογοτεχνικού περιβάλλοντος στο σύνολό του. Η εντύπωση που δημιουργείται είναι
ότι οι μελετητές της ιστορίας της λογοτεχνίας είχαν χάσει το ενδιαφέρον για τα
προβλήματα της λογοτεχνικής ιστοριογραφίας και έγραφαν Ιστορίες, Κεφάλαια
ιστοριών, Εγκυκλοπαιδικά λήμματα, Εγχειρίδια, μόνο κατά εκδοτική παραγγελία.
Τώρα,
αντίθετα, το τοπίο φαίνεται να έχει αλλάξει προς το καλύτερο. Δίπλα στην
προσπάθεια του Αζόρ Ρόζα και της ομάδας των συγγραφέων, που καταδεικνύει ένα
αγνό ιστοριογραφικό ενδιαφέρον, επιβάλλεται να θυμηθούμε και άλλα παραδείγματα
επιστροφής στην ιστορία της ιταλικής λογοτεχνικής κουλτούρας, πολύ σημαντικά.
Σκέφτομαι ορισμένες προσπάθειες σύνθεσης στιγμών ή μορφών της λογοτεχνικής
ιστορίας, όπως οι μελέτες του Ντιονιζόττι για τον 15ο και 16ο
αιώνα, εκείνες του Ραϊμόντι για τον 17ο, το βιβλίο του Μπιγκάτσι για
την περίοδο ανάμεσα στη Σκαπιλιατούρα και τον Βερισμό, Το μυθιστόρημα του 20ού αιώνα του Ντεμπενεντέττι, το
παράδειγμα ιστοριογραφικής δραστηριότητας συγκεντρωμένη σε έναν μόνο συγγραφέα,
το κεφάλαιο για τον Βοκκάκκιο του Μουσέττα για την Ιταλική λογοτεχνία του εκδοτικού οίκου Λατέρτσα, όπως και το
πολύτομο έργο των Τσεζεράνι και Ντε Φεντερίτσις Το πραγματικό και το φαντασιακό που τολμά βαθιές τομές και σε
ευρωπαϊκό επίπεδο. Σημαντικό είναι επίσης το έργο του Μπαρίλλι Η λογοτεχνική επικοινωνία των σχολικών
εκδόσεων Μονταντόρι.
Με το τέλος
του 20ού αιώνα και με την έλευση του 21ου, παρουσιάζονται
στο κοινό που έχει ενδιαφέρον για τις Ιστορίες της ιταλικής λογοτεχνίας δύο
μεγάλες και αξιόλογες προσπάθειες, που σκοπό έχουν να καταδυθούν στα προβλήματα
της ιταλικής κουλτούρας προσδίδοντας πολυ-θεματικές διαστάσεις στα έργα τους.
Πρόκειται για το Ιστορικό προφίλ της
ιταλικής λογοτεχνίας του Τζιούλιο Φερρόνι (1992) των σχολικών εκδόσεων του
οίκου Εινάουντι, και τα Τρία βιβλία της
λογοτεχνίας των Σαντάγκατα, Καρόττι, Καζαντέι, Ταβόνι στον εκδοτικό οίκο
Λατέρτσα (2009).
Εκείνο που
επιχειρείται εδώ, καθώς και στο Εγχειρίδιο
της Σύγχρονης Ιταλικής λογοτεχνίας των Καζαντέι/Σαντάγκατα, που
μεταφράστηκε και στα ελληνικά από τον εκδοτικό οίκο University Studio
Press, Θεσσαλονίκη, 2013, είναι η χάραξη
μιας ιστορικής γραμμής και σ’ αυτή την προσπάθεια τα έργα έχουν πολλές αρετές.
Βασίζονται σε μια στιβαρή γενική οργανωτική δομή, έτσι ώστε κάθε κεφάλαιο να
αρχίζει με μια ιστορική εισαγωγή, να συνεχίζει με μια ανάλυση της περιόδου και
της παρουσίας των ιταλών διανοουμένων και με την εξέταση των συγγραφέων και των
λογοτεχνικών έργων. Εκείνο που πρέπει να σημειώσουμε είναι η οξυδέρκεια με την
οποία θεσμοθετούνται οι σχέσεις ανάμεσα στα διαφορετικά στοιχεία, ο χειρισμός
της κριτικής και της διαλογικής σκέψης, η ικανότητα με την οποία συνυπάρχουν,
διαδοχικά, οικονομικές αναλύσεις, κοινωνιολογικά συμπεράσματα, έρευνες σε
υφολογικό επίπεδο ή πάνω στις σχέσεις συγγραφέα-κοινού, έρευνες πάνω στην
ιστορία των λογοτεχνικών ειδών κλπ., για να ξεπεραστούν οι παραδοσιακές
ερμηνείες και να δοθούν στον αναγνώστη νέες ερμηνείες και νέες κρίσεις για
πολλούς δημιουργούς ή στιγμές της ιταλικής λογοτεχνικής ιστορίας. Πράγματι, τα
έργα αυτά καταφέρνουν να κατασκευάσουν το «πλέγμα», αν όχι της σύγχρονης
ιταλικής λογοτεχνικής ιστορίας στο σύνολό της, σίγουρα όμως των πιο σημαντικών
θεσμικών στιγμών της, μέσα από μια επίπονη διαδικασία απελευθέρωσης από όλα τα
προηγούμενα ιδεολογικά σχήματα (προοδευτικά ή συντηρητικά), τον εντοπισμό όλων
των ιδεολογικών θέσεων των ιταλών διανοουμένων και τη σχέση τους (πολλές φορές
καθυστερημένη και εκτός στόχου) με τα πραγματικά κοινωνικά κινήματα και την
κατάσταση και τα σχέδια της κυρίαρχης τάξης.
Το «πλέγμα»
αυτό υπάρχει, και είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, παρά τις όποιες τεχνικές
ελλείψεις, που είναι αναπόφευκτα κοινές σε όλα τα μεγάλα και σημαντικά έργα.
Μέσα σ’ αυτό το στιβαρό σχήμα, εισάγονται παρενθέσεις δοκιμιακού τύπου,
ιδεολογικές θεωρήσεις συνδεμένες με την κοινωνιολογία της λογοτεχνίας, την
ιστορία της ποιητικής, την ιστορία της φόρμας και των λογοτεχνικών ειδών, τη
σχέση του λογοτεχνικού έργου με τα ιδεολογικά επίπεδα, σημασιολογικά ή
φορμαλιστικά, και από την άλλη μεριά η προσωπικότητα του κάθε συγγραφέα, με την
ψυχολογία του και την ιδεολογία του, με την ποιητική του και τις δημιουργικές
ικανότητές του, καθώς και το κοινό των αναγνωστών με τους θεσμούς και το βαθμό
υποδοχής των έργων, με τις προσδοκίες του και τις αντιδράσεις του γούστου.
Στα έργα
αυτά, εκείνο που παρατηρείται με μια πρώτη ματιά είναι η σφαιρική αντίληψη για
την Ιστορία της Ιταλικής Λογοτεχνίας, που πηγάζει από τη θέληση των συγγραφέων
να πάρουν συγκεκριμένη θέση όχι μόνο στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι, αλλά και στα
κοινωνικά, πολιτισμικά, πολιτικά, οικονομικά και θεσμικά γεγονότα που
διαχρονικά εξελίσσονται στον ιταλικό, αλλά πολλές φορές και στον ευρύτερο
ευρωπαϊκό χώρο.
Ο Φοίβος
Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου