10/5/14

Η Ευρώπη θυμάται το Βυζάντιο

ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ ΛΑΜΠΑΔΑΡΙΔΗ

    Σχέδιο ήχου VIΙΙ, Υδατοδιαλυτά χρώματα σε χαρτί, 90x165 εκ.

O. DELOUIS, A. COUDERC, P. GURAN (éds.), Héritages de Byzance en Europe du Sud-Est à l’époque moderne et contemporaine (Ecole Française d’Athènes, Mondes méditerranéens et balkaniques 4), Athènes, 2013. 522 pp. (ISBN 978-2-86958-253-8)

Τι απέγινε το Βυζάντιο την επομένη της 29ης Μαΐου 1453; Κι αν κάτι έμεινε από την βυζαντινή αυτοκρατορία, τι είναι αυτό; Πού πρέπει να αναζητήσει κανείς τα χνάρια της; Στην ορθοδοξία, θα απαντούσαμε σχεδόν αυτόματα. Τελειώνει όμως στην θρησκεία η ανάμνηση του βυζαντινού παρελθόντος;
Αυτά είναι κάποια από τα ερωτήματα που με τρόπο καινοτόμο θέτει το παρόν βιβλίο καλώντας μας να σκεφτούμε ποια ήταν τα σημάδια του βυζαντινού πολιτισμού στην Νοτιοανατολική Ευρώπη. Εικοσιοχτώ μελετητές καταθέτουν την προσωπική τους ματιά μέσα σε πάνω από 500 σελίδες που αποτελούν κατά κύριο λόγο καρπό του συνεδρίου Η παρουσία του Βυζαντίου στην Νοτιοανατολική Ευρώπη την σύγχρονη εποχή, που έλαβε χώρα στην Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών, το 2008. Την έκδοση επιμελήθηκαν οι ιστορικοί Ολιβιέ Ντελουί, Αν Κουντέρ και Πετρ Γκουράν. Το βιβλίο ανοίγει με μια εύληπτη εισαγωγή την οποία υπογράφουν οι τρεις εκδότες και με ένα προλόγισμα της Ελένης Αρβελέρ.

Héritages de Byzance, διαβάζουμε στον τίτλο. Γιατί κληρονομιές, και όχι κληρονομιά; Το βιβλίο καλύπτει πληθώρα χωρών, κάτι που αποτελεί εξάλλου σημαντική πρωτοτυπία: από την Ελλάδα, μέχρι την Ρουμανία, την Ρωσία, την Σερβία, την Βουλγαρία και την Ουκρανία. Μια ευχάριστη πολυφωνία διατρέχει το σύνολο, καθώς τον λόγο δεν μονοπωλούν η γαλλική και ελληνική φωνή αλλά την σκυτάλη παίρνουν συγγραφείς που κατάγονται από τις διάφορες χώρες. Κληρονομιές, επίσης, γιατί το Βυζάντιο είναι ένα παρελθόν σε διαρκή μετάλλαξη που κάθε χώρα οικειοποιήθηκε με τον τρόπο της.
Δεν είναι φυσικά η πρώτη φορά που η έρευνα καταπιάνεται με το θέμα. Τον δρόμο άνοιξε ο ρουμάνος Νικολάε Γιόργκα με το έργο Το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο (Βουκουρέστι, 1935), του οποίου ο εύγλωττος τίτλος γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Στις παραδουνάβιες ηγεμονίες είδε ο Γιόργκα την βασική έκφραση της συνέχειας του Βυζαντίου, που έφθασε στο τέλος της με τον διαφωτισμό και την επανάσταση του 1821. Τα νεοσύστατα κράτη ωστόσο επαναπροσδιόρισαν κατά τον 19ο και τον 20ό αι., το καθένα με διαφορετικό τρόπο, τα χρέη τους στο Βυζάντιο. Το παρόν βιβλίο έρχεται να αναθεωρήσει αυτήν την προσέγγιση.
Ένας σημαντικός αριθμός κειμένων αναφέρεται στον ελληνικό χώρο. Ξεκινάμε με το μένος του Μοντεσκιέ και του Βολταίρου για το Βυζάντιο - για τον τελευταίο, η βυζαντινή αυτοκρατορία μετρούσε περισσότερους μοναχούς, που δεν χρησίμευαν σε τίποτα, απ’ ό,τι στρατιώτες. Ο γαλλικός διαφωτισμός, του οποίου έλληνες λόγιοι όπως ο Αδαμάντιος Κοραής έγιναν εκφραστές, έστρεψαν το νεοσύστατο ελληνικό κράτος προς το κλασικό παρελθόν και την άρνηση του Βυζαντίου, που ταυτίστηκε με την παρακμή. Ο προσδιορισμός της θέσης του Βυζαντίου στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας σήκωνε θύελλες στους κύκλους των λογίων. Να όμως κάτι παράδοξο : ακόμα και οι πιο ακραιφνείς επικριτές του έτρεφαν μνήμες σχεδόν νοσταλγικές. Έτσι, ο νομικός Νικόλαος Σαρίπολος, που το κατακεραύνωνε, έγραφε ποιήματα για την χαμένη Πόλη! Με τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο αρχίζει η συμφιλίωση με το Βυζάντιο, χωρίς αυτό να σημάνει το τέλος της διαμάχης. Στην μνημειώδη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, αποκαθιστά την συνέχεια της ελληνικής ιστορίας, θεωρώντας τα βυζαντινά χρόνια αναπόσπαστο κομμάτι της. Οι απόψεις και ο φιλελληνισμός ευρωπαίων διανοητών όπως του Ωγκυστέν Τιερύ και του Φρανσουά Γκιζό επηρέασαν τον τρόπο που οι Έλληνες έβλεπαν την ιστορία τους. Γι’ αυτούς το Βυζάντιο ήταν αναμφισβήτητα ελληνικό: φθάνει να θυμηθούμε την όπερα του Εκτόρ Μπερλιόζ, Ηρωική σκηνή, όπου ο Λεωνίδας της Σπάρτης εμφανίζεται πλάι στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.
Ποιο ήταν το αντίκτυπο της άρνησης του Βυζαντίου στο αστικό τοπίο; Οι μνήμες του έπρεπε να χαθούν για να αναδειχθεί το κλασικό παρελθόν. Από τις 150 εκκλησίες που μετρούσε η Αθήνα στις αρχές του 19ου αι., σχεδόν οι μισές καταστράφηκαν στο πλαίσιο ενός σχεδίου «εκκαθάρισης», με την σύμπραξη ελλήνων αρχαιολόγων. Μόλις κατά τύχη σώθηκε η προσφιλής μας Καπνικαρέα, γιατί προκάλεσε τον θαυμασμό των Βαυαρών! Το αντίστροφο φαινόμενο, ένα νεοβυζαντινό στυλ, δεν εμφανίζεται παρά στην περίοδο του Μεσοπολέμου, με κύριους εκπροσώπους τον Φώτη Κόντογλου και τον Σπύρο Παπαλουκά στην ζωγραφική και τον Αριστοτέλη Ζάχο στην αρχιτεκτονική.
Μία ακόμα άγνωστη πτυχή : η μνήμη του Βυζαντίου ως κριτήριο διαφορετικότητας μιας μειονότητας, όπως στην περίπτωση των καθολικών της Σύρου και της Τήνου. Οι κοινότητες αυτές έχουν ιστορικά τις ρίζες τους στην εγκατάσταση Λατίνων μετά το 1204, κάτι που διαμόρφωσε ένα δίπολο: η ηπειρωτική Ελλάδα με καταβολές ανατολικές και τα νησιά των Κυκλάδων στραμμένα προς την Δύση, όπου ο καθολικισμός ήταν στοιχείο προόδου. Ακόμα και στην επίκαιρη διαμάχη γύρω από την εκκλησιαστική περιουσία, διακρίνουμε τον απόηχο της βυζαντινής εικονομαχίας: παράδειγμα, ο νόμος Τρίτση (1987), η παρέμβαση του Πατριαρχείου, η εικόνα του Άξιον Εστί.
Σημαντικό μέρος του βιβλίου αφιερώνεται στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Οι Καντακουζηνοί πρίγκιπες της Βλαχίας διακηρύσσουν περήφανα την βυζαντινή τους καταγωγή. Το εθιμοτυπικό της στέψης των Φαναριωτών, μιας ελίτ-φορέα της βυζαντινής κουλτούρας, θυμίζει έντονα το τυπικό της στέψης των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Η μνήμη του Βυζαντίου είναι παρούσα στα scriptoria, όσο και στην βιβλιοθήκες της Μολδοβλαχίας, όπως αυτή της οικογένειας Μαυροκορδάτου. Ελληνικά έργα μεταφράζονται στα ρουμανικά και προφητικές διηγήσεις για την απελευθέρωση της Πόλης τροφοδοτούν την ρουμανική λογοτεχνική παραγωγή. Ωστόσο, αυτή η ελληνορουμανική σύμπνοια σταδιακά ατονεί από τα τέλη του 18ου και η Ρουμανία αποστασιοποιείται από το Βυζάντιο. Η οργάνωση του πρώτου διεθνούς συνεδρίου βυζαντινών σπουδών στο Βουκουρέστι το 1924, σηματοδοτεί μια στροφή προς το Βυζάντιο, αυτή την φορά ως αντικείμενο έρευνας.
Η Μόσχα διεκδικεί τον τίτλο της Τρίτης Ρώμης, κρατώντας δεσμούς όχι μόνο με την Πόλη αλλά και με την Τραπεζούντα. Μια βυζαντινή πριγκίπισσα, η Ζωή Σοφία Παλαιολογίνα, σύζυγος του Ιβάν Γ΄, κουβαλάει τις μνήμες της από την αυλή του Μυστρά και αναδιαμορφώνει το Κρεμλίνο. Το Βυζάντιο είναι επίσης παρόν στους κύκλους της ρωσικής διανόησης του 19ου αι. σχετικά με τον προσδιορισμό της θέσης της Ρωσίας ως προς την Ευρώπη. Οι Σέρβοι αυτοπροσδιορίζονται ως «ο εκλεκτός λαός» που αποστολή του έχει να καταλάβει την Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο τελευταίος σέρβος δεσπότης έδωσε, λέει η παράδοση, μέχρι και τα μάτια του για να πάρει ένα κειμήλιο της Κωνσταντινούπολης. Άγιοι εθνικοί ήρωες και θεατρικά πατριωτικά έργα διαπλάθουν την συλλογική μνήμη τον 19ο αι.
Για τους Βούλγαρους, οι βυζαντινοί αυτοκράτορες είναι πανούργοι, οι δε βυζαντινές γυναίκες επικίνδυνα όμορφες και φθοροποιά στοιχεία. Δέχονται το Βυζάντιο, τον μεγαλύτερο εχθρό τους, ως κράτος μεσαιωνικό και όχι ως φορέα του ελληνισμού. Και μια ανάμνηση του Βυζαντίου σχεδόν άγνωστη στην αυστρο-ουγγρική Γαλικία των αρχών του 20ου αι, την σημερινή δυτική Ουκρανία : μέσα στο πλαίσιο της ελληνοκαθολικής εκκλησίας, εμφανίζεται ένα μοναστικό κίνημα που αναβιώνει την μορφή του Θεοδώρου Στουδίτη (8ος-9ος αι.), ως υπέρμαχου της ένωσης των εκκλησιών.
Ο Πωλ Βαλερύ παρομοιάζει την Ευρώπη με μια πολύβουη αγορά όπου πολύτιμα αγαθά αξιολογούνται και αλλάζουν χέρια. Μέσα σε μια τέτοια Ευρώπη μας ωθεί να τοποθετήσουμε το Βυζάντιο το παρόν βιβλίο. Να το δούμε ως παράγοντα δυναμικό, μνήμη που μεταμορφώνεται, μεταβιβάζεται, δεν περιορίζεται στην θρησκεία, ενώνει λαούς αλλά και εξηγεί την διαφορετικότητά τους. Αυτό που ο γάλλος βυζαντινολόγος Ζιλμπέρ Νταγκρόν συνοψίζει εύστοχα λέγοντας ότι το Βυζάντιο είναι ένας άλλος τρόπος να είναι ή να έχει υπάρξει κανείς Ευρωπαίος.

Η Άννα Λαμπαδαρίδη εργάζεται στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών (CNRS), Παρίσι

Δεν υπάρχουν σχόλια: