ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗ
Γιώργος Καλλής, Νίκος Νικήσιανης, Γ.
Π. Στάμου, Τάσος Χοβαρδάς, Σπύρος Ψαρούδας, Οικολογία
και Αριστερά: Για τη σχέση της φύσης με την κοινωνία στην κρίση και μετά, επιμ.
Τάσος Χοβαρδάς, Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς – Εκδόσεις Νήσος, Αθήνα, 2014.
Κώστας Σαχπάζης, Carried In Pockets,
2012,
Δέρμα, σίδερο, μπρούτζος και ξύλο, 70 x 89 x 71 εκ.
|
Η νέα έκδοση του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς και των
Εκδόσεων Νήσος συγκεντρώνει κείμενα που παρουσιάστηκαν αρχικά σε μια σειρά
ιδιαίτερα επιτυχημένων εκδηλώσεων διαλόγου που πραγματοποιήθηκαν στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης έναν χρόνο πριν. Στο
επίκεντρό τους τίθενται οι θεματικές της ανάπτυξης/αποανάπτυξης, της
εννοιολόγησης της αρμονίας και της ισορροπίας στην οικολογία, αλλά και εν γένει
των θεωρητικών και παραδειγματικών διαστάσεων της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ
ανθρώπου και φύσης. Όλες τους θεματικές που – καθώς προσεγγίζονται με σύγχρονο,
ενημερωμένο και αναστοχαστικό τρόπο – μας δίνουν επιχειρήματα που παρεμβαίνουν
καίρια στο ζήτημα των σχέσεων φύσης και κοινωνίας, ανανεώνοντας τον διάλογο
οικολογίας και αριστεράς πέρα από παρωχημένα κλισέ.
Τα δύο πρώτα κείμενα του βιβλίου θέτουν του όρους
μιας αναγκαίας συζήτησης μεταξύ μιας οικοαριστερής οπτικής και του ανερχόμενου επιχειρήματος
της αποανάπτυξης. Ο Τάσος Χοβαρδάς και ο Γιώργος Καλλής επισημαίνουν, αρχικά,
τα σημεία σύγκλισης αποανάπτυξης και αριστεράς: Και οι δύο στοχεύουν τον καπιταλισμό, στοχεύουν την
«ανάπτυξη» όταν αυτή ταυτίζεται με την καπιταλιστική συσσώρευση. Στο
προγραμματικό επίπεδο, μάλιστα, κοινές θέσεις αποανάπτυξης και αριστεράς
αποτελούν η αναδιανομή του πλούτου, η καθιέρωση ενός βασικού εισοδήματος, η
μείωση του χρόνου εργασίας, η υποστήριξη μορφών κοινωνικής και αλληλέγγυας
οικονομίας.
Ωστόσο, στο σημείο αυτό αναδύονται και οι
διαφοροποιήσεις. Έτσι, ο Τάσος Χοβαρδάς προχωρά σε μια κριτική επισκόπηση του
πεδίου της αποανάπτυξης αναφορικά με την έννοια των «φυσικών ορίων», στην οποία
αυτή εν πολλοίς εδράζεται. Για την οικοαριστερά, η έννοια του φυσικού πόρου
προκύπτει από την ένταξη των πόρων στην παραγωγική διαδικασία μέσα σε μια
συγκεκριμένη διάταξη παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής. Όπως
υποστηρίζει ο Χοβαρδάς, μόνο μέσα από την έννοια του τρόπου παραγωγής μπορεί
κανείς να αναφερθεί στην έννοια του ορίου, το οποίο δεν μπορεί να αποδοθεί στη
φύση αλλά στον τρόπο παραγωγής. Θα έλεγε κανείς ότι η αίσθηση των «ορίων»
προϋποθέτει την οικονομική, κοινωνική, πολιτική και ηθική επένδυση του
«φυσικού». Έτσι, η κριτική στην αποανάπτυξη είναι ότι απο-πλαισιοποιεί και
υποστασιοποιεί την έννοια του πόρου και του ορίου. Απομονώνοντας τες από τους
καθορισμούς τους μέσα σε έναν δεδομένο τρόπο παραγωγής, καθιστά τις έννοιες
αυτές υπεριστορικές, δηλαδή, ανεξάρτητες από τα κοινωνικά και
πολιτικο-ιδεολογικά τους συμφραζόμενα.
Ο Γιώργος Καλλής υπεραμύνεται της έννοιας των ορίων
στον βαθμό που αυτή συνδυάζει οντολογική ισχύ και πολιτική χρησιμότητα. Η
έννοια των ορίων μας υπενθυμίζει ότι υπάρχει μία φυσική πραγματικότητα, η οποία
μας περιορίζει. Στην ίδια γραμμή επιχειρηματολογίας, ο αυτοπεριορισμός
αναμένεται να αποτελέσει κεντρικό ζήτημα για μια κοινωνία ισότητας και
ευημερίας που θα ζει καλά με λίγα για να υπερβεί τις σημερινές ανισότητες. Ο
Καλλής τοποθετεί τις θεωρητικές ρίζες αυτών των ιδεών της αποανάπτυξης στον
μετα-μαρξιστικό οικοσοσιαλισμό των Γκορζ, Καστοριάδη και Ελύλ, τον κοινοτικό
οικοαναρχισμό των Ίλιτς και Μπούκσιν, την πολιτική φιλοσοφία της Χάνα Άρεντ,
την οικονομική ανθρωπολογία των Μός και Πολάνι και την κριτική της
εμπορευματοποίησης, αλλά και την κριτική της ανάπτυξης στον τρίτο κόσμο από την
οποία προέρχεται και ο Σερζ Λατούς, βασικός εισηγητής του επιχειρήματος της
αποανάπτυξης. Στο πλαίσιο αυτό, η αποανάπτυξη μας καλεί να καθαιρέσουμε την
αύξηση του εισοδήματος και του ΑΕΠ από συλλογικές αξίες και κεντρικούς στόχους
των δημόσιων πολιτικών. Στρέφεται στην αυτοοργάνωση της κοινωνίας και τη συνεταιριστικοποίηση
της οικονομίας από τα κάτω, σε πολιτικές οι οποίες θα ανοίξουν τον χώρο για την
ανάδυση της κοινωνικής, αλληλέγγυας οικονομίας, μειώνοντας την επικράτεια του
κεφαλαίου, της συσσώρευσης και της ανάπτυξης.
Από τη μεριά του, ο Νίκος Νικήσιανης οργανώνει την παρέμβασή
του γύρω από το εξής ερώτημα, που διευρύνει το πεδίο της συζήτησης πέρα από το status της
αποανάπτυξης και στην κατεύθυνση της ίδιας της (ιδεολογικής) υπόστασης του
«φυσικού» στην οικολογία: Που οφείλεται η ισχύς μιας σειράς οικολογικών όρων,
όπως η ποικιλότητα, η ισορροπία, ο σεβασμός των φυσικών νόμων, με μία λέξη η
«αρμονία» της φύσης; Οι έννοιες αυτές αποτυπώνουν αντικειμενικές ιδιότητες της
ίδιας της φύσης, όπως ισχυρίζεται ο κυρίαρχος περιβαλλοντισμός, ή πρόκειται για
ιδέες τις οποίες η οικολογία προβάλλει, παρά ανακαλύπτει, στη φύση; Ο
Νικήσιανης υποστηρίζει ότι η οικολογία ως επιστήμη βρίσκεται μπροστά σε δύο
δρόμους: Από τη μία, στον δαρβινικό δρόμο των σχέσεων–μαχών, των διαρκών
ανατροπών, της ενδεχομενικότητας, της αστάθμητης και αυτόνομης εξέλιξης σε όλα
τα επίπεδα. Από την άλλη, στον δρόμο των ελέγχων, των ορίων, της σταθερότητας,
της τάξης και της αρμονίας. Στο πλαίσιο αυτό, ο Νικήσιανης ανατρέχει στην
διαδικασία μέσω της οποίας, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, η οικολογία
μετατρέπεται σε μία διαχειριστική πρακτική που θέτει ως στόχο της την εκτίμηση
της αντοχής των οικοσυστημάτων απέναντι στις ανθρωπογενείς διαταραχές. Το ρεύμα
αυτό απομακρύνει την οικολογία από το δαρβινικό πλαίσιο και την υποτάσσει σε
κριτήρια που συνδέονται με τη νευτώνεια φυσική (ποσοτικοποίηση) ή την αστική
πολιτική οικονομία (ορθή διαχείριση), παρά με την εξελικτική βιολογία.
Ο Γιώργος Στάμου συνεχίζει την κριτική διερέυνηση της
ιδεολογικής λειτουργίας οικολογικών λογικών, καθώς επικεντρώνεται στην
αρνητικότητα οργανωτικών εννοιών για το πεδίο της οικολογίας, όπως η
βιοποικιλότητα και το οικοσύστημα. Για παράδειγμα, ο βασικός μηχανισμός που
διέπει την οργάνωση της βιοκοινότητας είναι ο ανταγωνισμός: Η βιολογική φύση
εφοδιάζει κάθε είδος με μια ευρεία γκάμα ιδιοτήτων που του επιτρέπουν να
επιβιώνει και να αναπαράγεται σε μεγάλο εύρος συνθηκών και να αποικίζει ευρύ
φάσμα ενδιαιτημάτων (θεμελιώδης οικοθέση). Ωστόσο, σε πραγματικές συνθήκες, το
είδος διαβιώνει υπό την πίεση του διαειδικού ανταγωνισμού οπότε εγκαταλείπει
μέρος των δυνατοτήτων του και περιορίζεται σε στενότερα όρια (πραγματοποιούμενη
οικοθέση). Με βάση αυτή την επιχειρηματολογία αρνητικού τύπου, το συμπέρασμα
είναι ότι οι οργανισμοί οδηγούνται σε ένα είδος διαμερισμού των περιορισμένων
φυσικών διαθέσιμων και τελικά στη συνύπαρξη των ειδών και τη βιοποικιλότητα, προκειμένου
να αποφύγουν τις συνέπειες του ανταγωνισμού.
Έτσι, η συνύπαρξη των ειδών στο πλαίσιο της
βιοκοινότητας εμπλέκει α) την ιδέα του διαμερισμού των πόρων ανάλογα με την
ανταγωνιστική ισχύ του κάθε είδους (σε χρόνο παρόντα ή παρελθόντα), β) τη
φυσική επιλογή ως τον υλικό μηχανισμό που υπόκειται των φαινομένων, και γ) μια
ιδεολογική, μετωνυμική διαδικασία που ταυτίζεται με τον χωρίς όρους
ανταγωνισμό. Για τον Γιώργο Στάμου, οι αναλογίες με τον αρνητικό τρόπο
διαπραγμάτευσης εννοιών, όπως εκείνη της ελευθερίας, που επιχειρεί ο
φιλελευθερισμός είναι, στο σημείο αυτό, πρόδηλες.
Αν τα πρώτα τέσσερα κείμενα του τόμου εξετάζουν
κριτικά το πεδίο των σχέσεων ανθρώπου-φύσης και των στερεοτυπικών εννοιών που
το σημαδεύουν ιδεολογικά (ανάπτυξη, όρια, αρμονία, κλπ.), το πέμπτο κείμενο της
συλλογής επιχειρεί να ανασυνθέσει το πεδίο γύρω από την έννοια των «κοινών».
Έτσι, ο Σπύρος Ψαρούδας υποστηρίζει ότι η διαχείριση των προστατευόμενων
περιοχών και της φύσης μπορεί να ενταχθεί στην ευρύτερη συζήτηση για τα «κοινά»
και τη σημασία τους στη διατήρηση της φύσης και στην αναπαραγωγή της κοινωνικής
ζωής, αλλά και στην υπέρβαση του κυρίαρχου, καπιταλιστικού παραγωγικού και
καταναλωτικού μοντέλου. Δεν πρόκειται φυσικά για μια απο-ιδεολογικοποιημένη
πρόταση, ούτε και είναι η μοναδική πρόταση διαθέσιμη. Σε κάθε περίπτωση, όμως,
συνιστά έναυσμα για γόνιμο διάλογο και οφείλει να συζητηθεί στο πλαίσιο μιας
κριτικής αποτίμησης της θεωρητικής παράδοσης από την οποία προέρχεται.
Σύμφωνα με την οπτική που αναπτύσσεται, για να νοηματοδοτήσουμε
τα «κοινά» πρέπει να εξετάσουμε ταυτόχρονα τρία στοιχεία: Καταρχάς, τα «κοινά»
περιλαμβάνουν κοινούς πόρους που γίνονται αντιληπτοί ως μη εμπορευματικά μέσα
για την εκπλήρωση αναγκών των ανθρώπων. Κατά δεύτερο λόγο, τα «κοινά»
δημιουργούνται και διατηρούνται από κοινότητες, που μοιράζονται κοινούς πόρους
και καθορίζουν οι ίδιες τους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους παρέχεται πρόσβαση
και χρήση σε αυτούς. Τέλος, ο ορισμός των «κοινών» περιλαμβάνει την κοινωνική
διαδικασία που τα δημιουργεί και τα αναπαράγει. Για τον Ψαρούδα, η διαχείριση της
φύσης πρέπει να προστατευτεί τόσο από την ατομική όσο και από την κρατική
ιδιοκτησία. Η ανάπτυξη δομών κοινωνικής οικονομίας ταιριάζει καλύτερα στον
χαρακτήρα των «κοινών» που προσδιορίζουν την ιδιαίτερη σημασία των προστατευόμενων
περιοχών. Ακόμη, για να είναι συμβατή με την προστασία των φυσικών και
πολιτιστικών κοινών, η ανάπτυξη παραγωγικών δραστηριοτήτων εντός
προστατευόμενων περιοχών πρέπει να ελέγχεται από αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς,
στους οποίους θα συμμετέχουν ενεργά και αδιαμεσολάβητα οι πολίτες και,
πρωτίστως, οι κάτοικοι και οι χρήστες των προστατευόμενων περιοχών.
Τα κείμενα της έκδοσης συνθέτουν έναν αυθεντικό
διάλογο πάνω σε κρίσιμα ζητήματα. Εκπροσωπούν διαφορετικές απόψεις, υπηρετούν
διακριτές οπτικές και καταλήγουν σε μια ποικιλία προτάσεων: εννοιολογικών,
θεωρητικών, αναλυτικών και προγραμματικών. Καθώς ξεπερνούν τα «απλοϊκά» στερεότυπα
– που αναπαράγονται συχνά και στο πλαίσιο της αριστεράς – και εμπλέκονται σε
μια διαρκή κριτική διερώτηση, καθώς συμπυκνώνουν τη συνεπή ερευνητική
ενασχόληση μερικών από τους σημαντικότερους ερευνητές τούτου του χώρου
(παλαιότερων και νεότερων), προσφέρουν νέες αφορμές για τον αναστοχασμό γύρω
από τα περιβαλλοντικά θέματα σε μια εποχή όπου το αυθεντικό ενδιαφέρον για την
οικολογία φαίνεται να υποχωρεί. Σίγουρα αξίζει να διαβαστούν και να συζητηθούν
ευρύτερα!
Ο Γιάννης
Σταυρακάκης διδάσκει Πολιτική φιλοσοφία στο ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου