ΤΟΥ ΤΖΟΡΤΖΟ ΑΓΚΑΜΠΕΝ
Από τη σκοπιά του ιστορικού, γνωρίζουμε λεπτομερώς πώς εκτυλίχθηκε στο Άουσβιτς η τελική φάση της εξόντωσης, πώς οι εκτοπισμένοι οδηγούνταν στους θαλάμους αερίων από μια ομάδα, τα μέλη της οποίας αποτελούσαν οι ίδιοι τους οι σύντροφοι (την επονομαζόμενη Sonderkommando), η οποία φρόντιζε κατόπιν να βγάζει έξω τα πτώματα, να τα πλένει, να τους αφαιρεί τα χρυσά δόντια και τα μαλλιά, για να τα βάλει μετά στα κρεματόρια. Κι όμως, αυτά τα ίδια τα περιστατικά, τα οποία μπορούμε να τα περιγράψουμε και να τα τοποθετήσουμε σε μια χρονολογική σειρά, παραμένουν θολά αν προσπαθήσουμε πραγματικά να τα κατανοήσουμε. Ίσως κανείς δεν εξέθεσε με μεγαλύτερη αμεσότητα αυτό το κενό κι αυτή τη δυσφορία, όσο ο Σάλμεν Λέβενταλ, ένα μέλος του Sonderkommando, που εμπιστεύτηκε τη μαρτυρία του σε μερικά φύλλα χαρτί θαμμένα δίπλα στο κρεματόριο ΙΙΙ, τα οποία αναδύθηκαν στο φως δεκαεφτά χρόνια μετά την απελευθέρωση του Άουσβιτς.[i]
«Το πώς ακριβώς», γράφει ο Λέβενταλ, με τα φτωχά
του γίντις «συνέβησαν τα γεγονότα δεν μπορεί κανένα ανθρώπινο ον να το
φανταστεί και, πράγματι, δεν μπορεί να φανταστεί κανείς ότι οι εμπειρίες μας μπορούν
να αποτυπωθούν όπως ακριβώς συνέβησαν... εμείς -η μικρή ομάδα των σκοτεινών
ανθρώπων που δεν θα δώσει πολύ δουλειά στους ιστορικούς».
Προφανώς, εδώ δεν πρόκειται για τη δυσκολία που
αισθανόμαστε κάθε φορά που προσπαθούμε να μεταδώσουμε σε άλλους τις πιο προσωπικές
εμπειρίες μας. Το χάσμα αφορά την ίδια τη δομή της μαρτυρίας. Πράγματι, από τη
μια μεριά, αυτό που συνέβη στα στρατόπεδα φαίνεται στους επιζώντες ως το μόνο
πραγματικό και, ως τέτοιο, απολύτως αλησμόνητο. Από την άλλη μεριά, αυτή η
αλήθεια είναι, στον ίδιο ακριβώς βαθμό, αδιανόητη, δηλαδή μη αναγώγιμη στα
πραγματικά στοιχεία που τη συνθέτουν. Κάποια τόσο πραγματικά γεγονότα που,
συγκριτικά με αυτά, τίποτα δεν είναι πιο αληθές. Μια πραγματικότητα τέτοια που
υπερβαίνει αναγκαστικά τα πραγματολογικά της στοιχεία: αυτή είναι η απορία του Άουσβιτς. Όπως γράφουν τα
φύλλα χαρτί του Λέβενταλ, «ολόκληρη η αλήθεια είναι πολύ πιο τραγική, ακόμα πιο
τρομακτική...». Πιο τραγική, πιο τρομακτική από τι;
Κι όμως, τουλάχιστον σε ένα σημείο, ο Λέβενταλ έκανε
λάθος. Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι εκείνη «η μικρή ομάδα των σκοτεινών ανθρώπων» (το
επίθετο «σκοτεινή» πρέπει να το πάρουμε εδώ κατά λέξη: αόρατη, την οποία δεν
καταφέρνουμε να την αντιληφθούμε), δεν θα πάψει να προσφέρει δουλειά στους
ιστορικούς. Η απορία του Άουσβιτς
είναι, πράγματι, η ίδια η απορία της
ιστορικής γνώσης: η μη σύμπτωση μεταξύ γεγονότων και αλήθειας, μεταξύ
παρατήρησης και κατανόησης.
Μεταξύ της θέλησης να καταλάβει κανείς τα πάντα και
υπερβολικά νωρίς, ίδιον όσων διαθέτουν εξηγήσεις για τα πάντα, και της άρνησης της
κατανόησης, ίδιον όσων αγιοποιούν ανέξοδα, το να αργοπορήσουμε σε αυτό το κενό
μας φάνηκε ο μόνος σωστός δρόμος. Σε αυτή την δυσκολία προστίθεται άλλη μια, η
οποία αφορά κυρίως όσους είναι συνηθισμένοι να ασχολούνται με λογοτεχνικά ή
φιλοσοφικά κείμενα. Πολλές μαρτυρίες, είτε των θυτών, είτε των θυμάτων,
προέρχονται από κοινούς ανθρώπους, όπως, άλλωστε, «σκοτεινοί άνθρωποι» ήταν
προφανώς η μεγάλη πλειοψηφία όσων βρέθηκαν στα στρατόπεδα. Ένα από τα μαθήματα
του Άουσβιτς είναι, ακριβώς, ότι το να καταλάβει κανείς τον τρόπο σκέψης ενός
κοινού ανθρώπου είναι απείρως δυσκολότερο από το να καταλάβει τον τρόπο σκέψης
του Σπινόζα ή του Δάντη (και υπό αυτή την έννοια μπορεί, επίσης, να κατανοηθεί
η τόσο συχνά παρεξηγημένη δήλωση της Χάννα Άρεντ για την «κοινοτοπία του
κακού»).
Ίσως οι αναγνώστες να απογοητευθούν, βρίσκοντας σε
αυτό το βιβλίο πολύ λίγα καινούρια πράγματα, σχετικά με τις μαρτυρίες των
επιζώντων. Στη μορφή του το βιβλίο είναι, ούτως ειπείν, ένα είδος διαρκούς σχολίου στις μαρτυρίες.
Όμως, επειδή, από ένα σημείο και μετά, μου φάνηκε προφανές ότι η μαρτυρία
περιείχε, ως συστατικό της στοιχείο, ένα χάσμα, ότι δηλαδή οι επιζώντες
μαρτυρούσαν για κάτι που δεν θα μπορούσε να μαρτυρηθεί, το να σχολιάζεις την μαρτυρία τους σημαίνει απαραιτήτως να
ανακρίνεις αυτό το χάσμα ή, μάλλον, να προσπαθείς να το ακούς. Το να δίνεις
προσοχή σε ένα χάσμα δεν αποδείχθηκε, για τον συγγραφέα, μια άχρηστη εργασία. Τον
εξανάγκασε, πάνω απ' όλα, να καθαρίσει το πεδίο από σχεδόν όλες τις θεωρίες
που, μετά το Άουσβιτς, προέβαλλαν την αξίωση να προσδιορίζονται με το όνομα της
ηθικής. Όπως θα δούμε, σχεδόν καμία από τις ηθικές αρχές τις οποίες η εποχή μας
πίστεψε ότι θα μπορούσε να τις αναγνωρίσει ως έγκυρες, δεν άντεξε στην τελική
δοκιμασία, αυτή μιας Ethica
more Auschwitz demonstrata (Ηθική όπως αποδεικνύεται από το Άουσβιτς).
Από τη μεριά του, ο συγγραφέας θα θεωρήσει ότι ο κόπος του ανταμείφθηκε αν, προσπαθώντας
να ταυτοποιήσει τον τόπο και το υποκείμενο της μαρτυρίας, θα έχει καταφέρει,
έστω, να φυτέψει εδώ κι εκεί κάποια σημαιάκια τα οποία θα μπορέσουν, ίσως, να
κατευθύνουν τους μελλοντικούς χαρτογράφους μιας νέας ηθικής γης. Ή, επίσης, κι
αν μονάχα καταφέρει, κάποιοι από τους όρους με τους οποίους έχει γραφτεί το
αποφασιστικό μάθημα του αιώνα, να τροποποιηθούν, κάποιες λέξεις να απαλειφθούν, κάποιες άλλες
να γίνουν κατανοητές διαφορετικά. Κι αυτός είναι ένας τρόπος -ή, μάλλον, ο
μόνος δυνατός τρόπος- να ακούσουμε το ανείπωτο.
[Από το βιβλίο του Qel che resta di Auschwitz. L' archivio e
il testimone, το οποίο
θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Εξάρχεια».]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου