ΤΗΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΥ
Έρικα Σκούρτη, Woman Nature Alone, 2010, video |
ΜΑΡΙΑ ΧΑΪΔΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΡΥΧΕΑ, Για τη σημασία της καθημερινότητας, εκδόσεις νήσος, σελ. 96
Στη θεωρητική και βιβλιογραφική παραγωγή της χώρας
μας το «καθημερινό» δεν έχει ακόμη αποκτήσει μια θέση ανάλογη με αυτή που έχει
στην Εσπερία, όπου, από τις αρχές του 20ού αιώνα, και κυρίως στο β’ μισό του, η
«καθημερινή ζωή» και η «καθημερινότητα» έχουν καταστεί σημαίνοντες όροι σε όλα
τα επίπεδα της θεωρίας, ώστε κάποιοι να μιλάνε ακόμα και για ένα νέο παράδειγμα,
για στροφή της θεωρίας στην καθημερινή ζωή. Με λίγα λόγια, φαίνεται ότι μεγάλο,
και αυξάνον, μέρος της «δυτικής» θεωρητικής παραγωγής αφορά πια την καθημερινή
ζωή και τη σκοπιά της.
Ωστόσο, αυτό το τελευταίο δεν είναι τόσο δεδομένο. Θεωρώ,
δηλαδή, ότι το να γράφεις για την καθημερινή ζωή δεν εγγυάται και την επιτυχία
στο δεύτερο εγχείρημα, που είναι να προσπαθείς να δείξεις ότι η καθημερινή ζωή
μπορεί ακριβώς να συστήσει σκοπιά, και πολύ περισσότερο δεν εγγυάται ότι
αντιλαμβάνεται κανείς με γόνιμο τρόπο αυτή τη σκοπιά. Αυτό είναι το πιο
δύσκολο, αλλά και το πιο καίριο, γιατί είναι απαραίτητο προκειμένου να δικαιολογηθεί
το ενδιαφέρον για την καθημερινή ζωή, να δειχθεί ότι η τελευταία ως αντικείμενο
της σκέψης μπορεί να κομίσει κάτι νέο.
Το βιβλίο που συζητάμε, έχει σημασία για τη σκέψη
πάνω στην καθημερινότητα εδώ στα καθ’ ημάς, όχι μόνο γιατί, όπως είπα, είναι πενιχρή
η συναφής βιβλιογραφική παραγωγή, αλλά και γιατί, παρά τη μικρή του έκταση,
προσπαθεί να ανταποκριθεί και στα δύο επίπεδα που διέκρινα, δηλαδή δεν μιλάει μόνο
για την καθημερινή ζωή, αλλά παράλληλα προσπαθεί να την αναδείξει ως σκοπιά, ως
πρίσμα από το οποίο μπορούμε να αρθρώσουμε λόγο, και δη διαφορετικό λόγο, για
το σύνολο της πραγματικότητας. Ακριβέστερα, ο τρόπος με τον οποίο μιλάει για
την καθημερινή ζωή συναρθρώνεται με το δεύτερο και πιο δύσκολο, εγχείρημα.
Η κατανόηση και η ανάδειξη της καθημερινής ζωής, ως
σκοπιάς τώρα, η οποία περνά οπωσδήποτε μέσα από την ανάδειξη της
διαφορετικότητας και της ιδιαιτερότητας που έχει αυτή ως αντικείμενο της
προσοχής και της σκέψης, θεωρώ ότι έχει να κάνει με δύο θεμελιώδεις
παραμέτρους, που επισημαίνονται εξάλλου και από τη συγγραφέα. Η μία είναι ότι
αυτή διέπεται από καθολικότητα, και αυτό σημαίνει μεταξύ άλλων ότι αναφέρεται
σε κάτι από το οποίο δεν μπορεί να αποκλειστεί κανένας άνθρωπος. Το άλλο είναι
ότι, όπως κι αν την ορίσουμε, αυτή οπωσδήποτε παραπέμπει στο βιωμένο, άρα και
σε κάτι που αντιδιαστέλλεται εξ ορισμού στη σκέψη και στη θεωρία. Από αυτές τις
θεμελιώδεις, τις καταστατικές παραμέτρους, θεωρώ ότι απορρέουν οι εξής
συνέπειες όσον αφορά το ομιλείν για την καθημερινή ζωή, οι οποίες μπορούν να
εκληφθούν και ως δείκτες της ανάδειξής της ως μιας διαφορετικής σκοπιάς,
δείκτες που ανιχνεύονται στο κείμενο που συζητάμε.
Πρώτον, η καθημερινή ζωή, περισσότερο από
οποιοδήποτε αντικείμενο της προσοχής, της ανάλυσης, της θεωρίας, προσκαλεί και
προκαλεί το υποκείμενο που διενεργεί τα παραπάνω σε έναν αναστοχασμό, ή σε έναν
στοχασμό πάνω στη σχέση ανάμεσα στον δικό του λόγο και στο δικό του βίωμα. Έτσι,
θεωρώ ότι έχει τη σημασία του, τη θεωρητική σημασία του, ακόμα και ο τρόπος με
τον οποίο η συγγραφέας επιλέγει να γράψει την αφιέρωση του κειμένου της: το
αφιερώνει σε ανθρώπους οι οποίοι «αποτελούν», λέει, «το κυριότερο κομμάτι μιας καθημερινότητας
που μου έδωσε τη δυνατότητα να γράψω αυτό το κείμενο». Πολύ περισσότερο δε, σημαντικός
σε αυτή τη συνάφεια είναι ο τρόπος με τον οποίον εξηγεί εισαγωγικά το
ενδιαφέρον της για το θέμα της καθημερινότητας. Η τελευταία έπαψε να είναι κάτι
δεδομένο, ανάξιο λόγου, και θεματοποιήθηκε από εκείνη, επειδή η δική της καθημερινότητα,
σε ένα βιωμένο πλέγμα έντονης και καταφανούς διαφορετικότητας, αλλά και
διαδικασίας κανονικοποίησης αυτής της διαφορετικότητας, έγινε, όπως λέει, πηγή
«κατάρριψης βεβαιοτήτων» και σκέψεων τόσο πάνω στα επιμέρους ζητήματα που την
απασχόλησαν στην τότε μελέτη της, όσο και πάνω στην ίδια την καθημερινότητα ως
σύνολο, ως θέμα που ενδιαφέρει αυτό καθεαυτό.
Δεύτερον, η
καθημερινή ζωή, όταν γίνεται αντικείμενο στοχασμού, δεν θέτει απλώς προβλήματα
ή ερωτήματα γι’ αυτόν, όπως κάνει κάθε αντικείμενο, αλλά θέτει ένα μείζον
πρόβλημα στον στοχασμόν αυτόν καθεαυτόν, επερωτά τους τρόπους, τις μορφές και
την αξία του. Έτσι, θα λέγαμε ότι η καθημερινή ζωή, ως σκοπιά, αποτελεί έναν
δαίμονα για τη θεωρία, καθώς την καλεί να αναστοχαστεί τον εαυτό της συνολικά,
ως στάση απέναντι στον κόσμο αλλά και ως συγκεκριμένη κοινωνική πρακτική,
πρακτική η οποία είναι διαφορετική ή και διαχωρισμένη τόσο από την καθημερινή
ζωή στο σύνολό της όσο και από άλλες επιμέρους πρακτικές, όπως είναι η επιστήμη
ή η τέχνη.
Ωστόσο, από τον λόγο για την καθημερινή ζωή εντός
μεγάλου μέρους της θεωρητικής παραγωγής, και αναφέρομαι εδώ κυρίως στον χώρο
των λεγόμενων «πολιτισμικών σπουδών», η σκοπιά της καθημερινής ζωής, στον βαθμό
που επιχειρείται να αναδειχθεί, αναδεικνύεται όχι απλώς ως δαίμονας, αλλά τρόπον
τινα ως ο νεκροθάφτης της θεωρίας. Με μια συλλογιστική εμπειριστικού ή μεταμοντέρνου
τύπου επιλέγεται μάλλον η εύκολη, συχνά αυτο-αναιρούμενη, και γι’ αυτό
εσφαλμένη λύση: η θεωρία, και κυρίως η φιλοσοφία, εν γένει ταυτίζεται με τις
μεγάλες αφηγήσεις, που καλό είναι να αποπεμφθούν ως απολιθώματα, ενώ η
καθημερινή ζωή καταξιώνεται γιατί από τη σκοπιά της θα κερδίσει τα πρωτεία του
το μερικό, το συγκεκριμένο, το ετερογενές.
Στο κείμενο που συζητάμε δεν γίνεται ανάλυση των
μειζόνων μεθοδολογικών θεμάτων που εμπλέκονται εδώ, αλλά κατά τη γνώμη μου, διακρίνονται
ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές για μια ορθή κατανόηση του ζητήματος.
Έτσι, και με όσα ανοιχτά θέματα υπάρχουν γύρω από το
ζήτημα της θεωρητικής αφαίρεσης και γύρω από τη σχέση του Διαφωτισμού με την
αφαίρεση, την οποία θίγει, οπωσδήποτε δεν μπορεί κανείς να διαφωνήσει με τη
βασική της διαπίστωση, η οποία εξάλλου υπόκειται σε όλες σχεδόν τις μείζονες θεωρήσεις
για την καθημερινή ζωή, ότι «ένας από τους λόγους που η καθημερινότητα υποτιμήθηκε
από μεγάλο μέρος της δυτικής σκέψης είναι ότι, όντας ιδιαίτερα ρευστή, ...δεν
ερμηνεύεται εύκολα με αφαιρετικά σχήματα». Ωστόσο, οπωσδήποτε αυτή η ρευστότητα
και η συνακόλουθη αδυναμία της θεωρίας να συλλάβει εξαντλητικά το αντικείμενο
«καθημερινή ζωή», δεν οδηγεί τη συγγραφέα να υιοθετήσει την του συρμού αντι-θεωρητική
στάση ούτε την εγκατάλειψη του γενικού σε όφελος του μερικού. Όπως το θέτει
προς το τέλος του κειμένου της, «νομίζω ότι πρέπει να ξαναγυρίσουμε στο μερικό,
δηλαδή ξεκινώντας από την ιδιαιτερότητα του μερικού να προσπαθήσουμε να
συλλάβουμε και να ξανασυγκροτήσουμε το γενικό –και όχι να εκλαμβάνουμε το
μερικό ως προέκταση του γενικού». Και ακόμα, «η επιστροφή στη μικρή κλίμακα
πρέπει να γίνει για να καταλάβουμε την πολυπλοκότητα της μεγάλης και όχι για να
αρνηθούμε την ύπαρξή της». Και, θα πρόσθετα, η ίδια η δική της η διαδρομή προς
το κείμενο αυτό, όπου θα θέσει με πιο «αφηρημένο» τρόπο το ζήτημα της καθημερινής
ζωής, δηλαδή θα περάσει σε μια υψηλότερη βαθμίδα αφαίρεσης εν σχέσει με την αρχική
της μελέτη πάνω σε συγκεκριμένα και επιμέρους θέματα εντός της καθημερινής
ζωής, -δηλαδή τους χρονοχώρους, όπως το ονομάζει, του βγαίνω- έξω στην Αθήνα
και στην πόλη του Μεξικού- είναι με μια έννοια μια πορεία από τη μικρή κλίμακα στη
μεγάλη, ή από το μερικό στο γενικό, που υποδηλώνει στην πράξη ότι η επιστροφή
στη μικρή κλίμακα, αν είναι να προκύψει γόνιμη, χρειάζεται να περάσει από τους
δρόμους της αφαίρεσης.
Εξάλλου, και για να αναφερθώ σε κάποια πιο πολιτικά
χρωματισμένα σημεία αυτής της συζήτησης, ο όρος «καπιταλισμός», απολίθωμα
μεταφυσικών θεωρητικών κατασκευών για αρκετούς σήμερα, ονομάζεται στο κείμενό
της, ως τέτοιος, «καπιταλισμός», ο οποίος μάλιστα, όπως επισημαίνει η
συγγραφέας, ανοίγοντας κατά τη γνώμη μου μια πολύ μεγάλη και ενδιαφέρουσα
συζήτηση, στην οποία έχει συμβάλει τα μάλα ο Ανρί Λεφέβρ «στηρίζει την αποδοχή
και την αντοχή του ακριβώς στη σημασία που έχει δώσει στην καθημερινότητα».
Από την άλλη πλευρά, όμως, όπως είπα, αυτό που
συνεπάγεται η καθημερινή ζωή ως σκοπιά είναι ότι αποτελεί οπωσδήποτε έναν
δαίμονα εντός της θεωρίας. Όσον αφορά δε ειδικότερα την κριτική κοινωνική
θεωρία, θα προσέθετα, παραφράζοντας τα λόγια του Ραούλ Βάινεγκεμ, εάν αυτός ο
δαίμονας απουσιάζει ως θέμα και ως σκέψη, τότε αυτή, όταν μιλάει για
καπιταλισμό, ταξική πάλη και τα τοιαύτα, «έχει ένα πτώμα στο στόμα της».
Η επίγνωση αυτή θεωρώ ότι διαποτίζει όλο το κείμενο
της Χαϊδοπούλου-Βρυχέα, και ίσως συνοψίζει και τη βασική της ιδέα, αφού μια
επιμέρους πλευρά της επίγνωσης αυτής είναι κατά τη γνώμη μου το πρόβλημα που,
όπως λέει η ίδια εισαγωγικά, της παρουσιάστηκε όταν έγραφε τη διδακτορική της
διατριβή και της έδωσε και την ιδέα για το δοκίμιο που παρουσιάζουμε σήμερα:
«Τι νόημα έχει να μιλάς για την καθημερινότητα, αν ο λόγος σου, αυτά που λες,
είναι ακατανόητα, και άρα άχρηστα, για τα άτομα που τη ζουν;». Το ερώτημα αυτό
είναι λέει μάλιστα «πρόβλημα ουσίας», τουλάχιστον για εκείνη, αλλά εγώ θα
πρόσθετα ότι είναι ουσίας, από θεωρητική και πρακτική πλευρά, για όλους όσους
κατανοούν ότι η καθημερινότητα δεν είναι απλώς μια σκοπιά πλάι σε άλλες, αλλά
αυτή από την οποία αναγκαστικά περνάει το οποιοδήποτε χειραφετησιακό εγχείρημα.
Είναι ένα ερώτημα σημαντικό, τόσο για τη θεωρία όσο και για την καθημερινότητά
μας, και γι’ αυτό και επώδυνο.
Το βιβλίο συνεισφέρει ως προς αυτό το κεφαλαιώδες ζήτημα,
όχι μόνο γιατί θέτει εξαρχής αυτόν τον προβληματισμό και μάλιστα τον βάζει να
υπόκειται της όλης της ανάλυσής της αλλά και, θετικά, γιατί στον τρόπο με τον
οποίο τελικά μιλάει για την καθημερινότητα προσπαθεί να αρθρώσει έναν λόγο απλό,
κατανοητό, γλαφυρό, διαφωτιστικό, με τη χρήση συχνών και εύστοχων
παραδειγμάτων, αλλά συνάμα περιεκτικό -εφόσον χειρίζεται πολλά επιμέρους θέματα
γύρω από την έννοια της καθημερινότητας- όπως και θεωρητικά ενημερωμένο και
υποψιασμένο.
Η Χρυσούλα Μητσοπούλου είναι δρ. Φιλοσοφίας,
εκπαιδευτικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου