ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ ΚΑΤΣΙΑΡΔΗ-HERING
ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΑΤΗΝΙΩΤΗΣ, Στοιχεία
Φυσικής Φιλοσοφίας. Ο ελληνικός επιστημονικός στοχασμός τον 17ο και 18ο αιώνα, εκδόσεις Gutenberg, σελ. 414
Χωρίς τίτλο, 2006-2012,
λαδοπαστέλ σε χαρτί,
29Χ21εκ.
|
Ο Μανόλης Πατηνιώτης,
αναπληρωτής καθηγητής της Ιστορίας των Επιστημών και των Τεχνικών στους
Νεότερους Χρόνους στο Τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρία της Επιστήμης στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών, συνδυάζει στην έρευνα που ξεδιπλώνεται στις σελίδες της
μελέτης του αυστηρή επαγωγική μέθοδο και στοχασμό και, κυρίως, συνδυασμό
σοβαρής γνώσης της Φυσικής Επιστήμης και των Φιλοσοφικών εξελίξεων στην Ευρώπη
και ανάμεσα στους Έλληνες στοχαστές του 17ου και των αρχών του 19ου αιώνα. Βασικός στόχος της μελέτης του είναι να αναδείξει
την ιστορία της ελληνικής επιστήμης στους νεότερους χρόνους, όχι ως «απλό
περιστατικό στην πορεία της διάδοσης μιας ήδη διαμορφωμένης και αδιαμφισβήτητα
έγκυρης δυτικής επιστήμης από το κέντρο στην περιφέρεια» (σελ. 97), αλλά ως
αποτέλεσμα της ενασχόλησης των ελλήνων λογίων του 18ου αιώνα με τη φυσική φιλοσοφία και της συμμετοχής τους στα
δίκτυα γνώσης που απλώνονται σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο. Ο Μανόλης
Πατηνιώτης συνδιαλέγεται κριτικά με την ώς τώρα πλούσια βιβλιογραφία για την
πορεία της ελληνικής επιστήμης και προτείνει την ανατροπή του θεωρήματος περί
«μετακένωσης» του επιστημονικού λόγου από τη Δύση στους λόγιους της υπό την
βενετική και οθωμανική κυριαρχία Ανατολής, αλλά και της ελληνικής Διασποράς.
Όπως συνοψίζει ο Κώστας Γαβρόγλου στον πρόλογό του, «θεμελιακή αφετηρία [στο
βιβλίο του Πατηνιώτη] δεν είναι η ‘μεταφορά’ του κέντρου στην περιφέρεια, όσο η
οικειοποίηση του κέντρου από την περιφέρεια» (σελ. 16). Ο όρος ‘οικειοποίηση’
είναι μια έννοια κλειδί που διατρέχει το στοχασμό και τη μεθοδική ανάλυση του
Μανόλη Πατηνιώτη.
Το ταξίδι των
αναζητήσεών του το επικεντρώνει αρχικά στην εξέταση των ‘Αριστοτελισμών’ μέσα
από τις πολλαπλές εκφάνσεις και αποχρώσεις τους, όπως διατυπώθηκαν και
εξελίχθηκαν από ευρωπαίους στοχαστές –και ιδίως στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας
όπου σπούδασε και ο Θεόφιλος Κορυδαλέας–, αλλά και στο πλαίσιο μέσα στο οποίο
διαμορφώθηκε ο επιστημονικός-φιλοσοφικός στοχασμός του. Μελετώντας τις διάφορες
εκφάνσεις των «Αριστοτελισμών» στην ευρωπαϊκή σκέψη πετυχαίνει να αναδείξει τον
νεωτερικό επιστημονικό φυσικό λόγο του Κορυδαλέα, όχι στο πλαίσιο της
συμπόρευσης του «θρησκευτικού ουμανισμού και του νεοαριστοτελισμού», όπως
κυρίως επικρατεί στη σχετική βιβλιογραφία. Ο Μανόλης Πατηνιώτης, αναλύοντας και
συγκρίνοντας τα κείμενα φιλοσοφικών στοχαστών που διαμόρφωναν τον νέο επιστημονικό
φυσικο-φιλοσοφικό λόγο κατά την εποχή του Κορυδαλέα, τονίζει τις νεωτερικές
θέσεις περί φυσικών επιστημών του Αθηναίου λόγιου, αλλά και εμφανίζει τη
διάσταση ουσιαστικά των φιλοσοφικών απόψεων Κύριλλου Λούκαρη και Κορυδαλέα. Η
εκπαιδευτική στρατηγική του Λούκαρη να «καταστήσει τους [ορθόδοξους] πληθυσμούς της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας μια διακριτή πολιτισμική ενότητα στο μεταίχμιο μεταξύ Ισλαμικής
Ανατολής και Καθολικής Δύσης» (σελ. 150) και η «στρατηγική συμμαχιών» του
Λούκαρη με τη «μορφή της πολιτικά σκόπιμης συνύπαρξης δύο ασύμβατων πνευματικών
στάσεων στο πλαίσιο της αντικαθολικής πολιτικής του» (σελ. 166, 167) επέτρεψε
την αναβίωση της Πατριαρχικής Ακαδημίας και τη δημιουργία πυρήνων εκπαίδευσης,
με τη σύμπραξη και της δυναμικής πνευματικής παρουσίας του Κορυδαλέα. Η διάρκεια του δεσμού Ορθοδοξίας –
νεοαριστοτελισμού ήταν συναρτημένη με την πολιτική ισορροπία δυνάμεων στην
Ανατολική Εκκλησία. Η «διατάραξη» αυτής της συνύπαρξης θα έλθει, κατά τον
Πατηνιώτη, όχι τόσο από τις δυνάμεις της νεωτερικότητας, αλλά «επειδή η
Εκκλησία άρχισε να αντιλαμβάνεται αυτή τη σύμπραξη ως ανεπίκαιρη και
προβληματική» (σελ. 170). Αυτήν την πορεία προς τη διάσταση θα μελετήσει στο
τέταρτο και πέμπτο μέρος του βιβλίου του.
Το κεφάλαιο: «Άνθρωποι
και βιβλία. Οι διαδρομές και το έργο των ελληνόφωνων λογίων του 18ου αιώνα», είναι ένας εξαιρετικά επιτυχημένος συνδυασμός
ιστορικής μεθοδολογικά προσέγγισης συνάμα με τη λεπτή φιλοσοφική ερμηνεία
στοχαστικών επιστημονικών τάσεων του έργου των 67 υπό μελέτη λογίων (τα ονόματά
τους συγκεντρώνει στη σημ. 27). Ξενίζει, όμως, η χρήση από τον συγγραφέα του όρου
«ελληνόφωνοι» λόγιοι του 18ου αιώνα. Από τους 67 λόγιους που
εξετάζει ίσως μόνο για την περίπτωση του Ιώσηπου Μοισιόδακα θα μπορούσε να
κυριολεκτήσει ο όρος. Ο Έλληνας ή και Ρομηός/Γραικός λόγιος για τον 18ο και
πολύ περισσότερο τις αρχές του 19ου αι. αιώνα ανταποκρίνεται σε μια πλειάδα
πνευματικών ανθρώπων που συνδιαμόρφωσαν λόγο και δράση πέραν της γλώσσας στην
οποία μιλούσαν και έγραφαν, κυρίως και μέσα από ένα ευρύτερο σύνολο
πολιτισμικών παραγόντων που τους συνδιαμόρφωναν. Εχοντας προχωρήσει ο Μανόλης Πατηνιώτης στη
σύνταξη πλούσιας βάσης δεδομένων, με την επεξεργασία βιογραφικών και
εργογραφικών πληροφοριών, μας παρουσιάζει μέσα από χάρτες, διαγράμματα και
γραφήματα την πλούσια κινητικότητα των φοιτητών, δασκάλων, συγγραφέων λογίων
που βρίσκονταν σε κίνηση για αναζήτηση χώρου σπουδών, εργασίας, συνθηκών
μελέτης και συγγραφής. Ο ελληνικός κόσμος των λογίων είναι η ευρεία περιοχή της
οθωμανικής ανατολής, της κεντροευρωπαϊκής διασποράς και σε αυτόν τον ενιαίο
χώρο σχεδιάζουν τα ταξίδια τους, τις σπουδές τους, την έκδοση των βιβλίων τους,
διεκδικούν το ρόλο τους ως αμειβόμενοι δάσκαλοι –κυρίως στην Κωνσταντινούπολη/
Σμύρνη, τις Παρίστριες Ηγεμονίες και Ρωσία, οι σπουδαιότεροι εξ αυτών– και
επιζητούν την αναγνώρισή τους μέσω δημόσιων διαμαχών για εκπαιδευτικά και
φιλοσοφικά ζητήματα. Η Βενετία και η Βιέννη (σελ. 242-251) –και κυρίως η
δεύτερη ως κέντρο έκδοσης των επιστημονικών νεωτερικών βιβλίων– δεν αποτελούσαν
το «εξωτερικό», αλλά εντάσσονταν στο ευρύ δίκτυο των ελληνικών κοινοτήτων εντός
και εκτός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η εκπαίδευση αποτελεί τόπο συνάντησης
των λογίων του 18ου αι. με τα αναδυόμενα
αστικά στρώματα των Βαλκανίων και της Κεντρικής Ευρώπης. Η υπέρβαση του
κορυδαλισμού τον 18ο αι. είναι ένα σύνθετο
εγχείρημα, στο οποίο εγγράφονται οι γενικότεροι μετασχηματισμοί της περιόδου.
Με βάση τη στιβαρή αυτή
ποσοτική και ποιοτική, ιστορική ανάλυση μπορεί να περάσει στον επιστημονικό
διάλογο των λογίων και να επικεντρωθεί στην οικειοποίηση.
Η ανάλυσή του εντάσσεται άνετα τόσο στο discourse της ιστορίας των επιστημών όσο και σε αυτό
των πολιτισμικών μεταφορών και ωσμώσεων. Στο πέμπτο κεφάλαιο συνδιαλέγεται ο
Μανόλης Πατηνιώτης κριτικά με την εμφάνιση και τη διάδοση της νευτώνειας
φιλοσοφίας ανάμεσα στους ευρωπαίους επιστήμονες για να καταλήξει –ως αφετηρία
και των δικών του αναλύσεων για την πρόσληψή της από τους έλληνες επιστήμονες–
ότι «τον 18ο αι. δεν ήταν [η νευτώνεια φιλοσοφία] ένα
εδραιωμένο σύστημα ούτε μια οριστική σύνθεση [...] αλλά ένα αμάλγαμα
επιστημονικών, πολιτικών και θρησκευτικών ιδεών, που μόνο εν μέρει ανάγονταν
στα πρωτότυπα έργα του Νεύτωνα» (σελ. 262). Προσεγγίζοντας προσεκτικά τις
συζητήσεις που διαχέονταν στον ευρωπαϊκό επιστημονικό κόσμο περί τη νευτώνεια
θεωρία αποδεικνύει ότι οι έλληνες λόγιοι ήταν ενήμεροι των προβληματισμών που
συνδέονταν με τη νέα φυσική φιλοσοφία και τη διάδοσή της, την αποδοχή ή μή των
κοσμολογικών απόψεων, τις συγκρούσεις με την καρτεσιανή θεωρία. Η συστηματική
κριτική προσέγγιση των κειμένων των ελλήνων επιστημονικών στοχαστών δίνει στον
συγγραφέα μας τη δυνατότητα να αναδείξει τη βαθειά γνώση της προόδου της
μαθηματικής επιστήμης από τους έλληνες στοχαστές, αλλά και της δυνατότητας τους
να επισημάνουν τις διαφοροποιήσεις και διαμάχες περί τα ρεύματα της φυσικής
επιστήμης και της «ταραγμένης» σχέσης με τη μεταφυσική, χωρίς οι ίδιοι να
προχωρούν σε πραγματοποίηση πειραμάτων.
Στο καταληκτήριο
κεφάλαιό του επιχειρεί να αναδείξει μέσα από τη φιλοσοφική οικειοποίηση του
νευτωνισμού, την αμφίσημη σχέση με τη νεωτερικότητα και μια προσπάθεια
«επανασύνδεσης της φυσικής φιλοσοφίας με τη χριστιανική ορθοφροσύνη» (σελ.
349). Οι έλληνες λόγιοι «επέλεξαν τον
νευτωνισμό για το ευσεβές πρότυπο που πρόσφερε στον φυσικό στοχασμό, όχι για
τις υλιστικές προεκτάσεις του» (σελ. 355). Η διανοητική ενέργεια που δαπανάται
για να γεφυρώσει την αποστασιοποίηση από το πείραμα και τα μαθηματικά και τη
φιλοσοφική επαναθεμελίωση του φυσικού στοχασμού κατοπτρίζει ακριβώς τον τρόπο
με τον οποίο οι έλληνες λόγιοι συνδιαλέγονται φιλοσοφικά με τον νευτωνισμό.
Χάρη στο κορυδαλικό τους υπόβαθρο «αισθάνονται επαρκώς καταρτισμένοι για να
αναμετρηθούν με την αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει την εποχή τους». Ο δισταγμός
τους να αποδεχτούν τη συμμετοχή των μαθηματικών στον περί φύσεως στοχασμό
αποτελεί, μαζί με τον ενδοιασμό τους για την οικειοποίηση του πειράματος για τη
μελέτη του φυσικού κόσμου, εκδήλωση μιας φιλοσοφικής τάσης και όχι της αμάθειας
ή του συντηρητισμού.
Θα κλείσω την παρουσίαση
του στοχαστικού αυτού βιβλίου από την καταληκτήρια παράγραφό του «Το βλέμμα από
την περιφέρεια, λοιπόν, μας βγάζει από το στενό πλαίσιο των καθιερωμένων ηρωικών αφηγήσεων και των εσωτερικιστικών ανασυγκροτήσεων του
παρελθόντος της επιστήμης. Τα ερωτήματα που προσπαθεί να διασαφηνίσει δεν
αφορούν μόνο, ούτε κυρίως, τη θέση των τοπικών λογίων στη νικηφόρα πορεία της
επιστήμης, αλλά τη συγκρότηση του οικουμενικού
προτύπου της επιστήμης μέσα από τη διασταύρωση και την αμοιβαία
οικειοποίηση διαφορετικών τοπικών
γνωσιακών παραδόσεων. Η ιστορία του ελληνικού επιστημονικού στοχασμού του
18ου αιώνα αποτελεί ένα επεισόδιο σε αυτή τη μακρά και πολυσύνθετη
πορεία – και με αυτό τον τρόπο θα πρέπει να την προσεγγίζουμε» (σελ. 379).
Πρόκειται για ένα βιβλίο που σε κάθε σελίδα του αναδεικνύεται η επαγωγική
στοχαστική ικανότητα του συγγραφέα να οδηγεί τον αναγνώστη μέσα από αλλεπάλληλα
ερωτήματα και απαντήσεις στο δρόμο της φιλοσοφικής οικειοποίησης.
Η Όλγα Κατσιαρδή-Hering
είναι καθηγήτρια Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Την Πέμπτη 27 Μαρτίου, στο πλαίσιο της σειράς
διαλέξεων "Διασταυρώσεις", που οργανώνει η βιβλιοθήκη του Ιδρύματος
Ευγενίδου, ο Μανώλης Πατηνιώτης και ο Γιώργος Βλαχάκης θα μιλήσουν με θέμα:
"Επιστημονικές αναζητήσεις στον ελληνικό φιλοσοφικό στοχασμό των
προεπαναστατικών χρόνων".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου