ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΠΟΡΤΑΛΙΟΥ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ, Ο Μικρός Έλληνας , εκδόσεις Εξάντας, σελ. 309
Ινώ Βαρβαρίτη, Disourse 2012, 2012-2013, μολύβι σε χαρτί |
«Ο Μικρός Έλληνας» είναι το ποίημα που έγραψε
ο Βίκτωρ Ουγκώ και απέδωσε στα ελληνικά ο Κωστής Παλαμάς με τον τίτλο «το
Ελληνόπουλο».
«Τούρκοι διαβήκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα
ως πέρα.
Η Χίο, τ' όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα
[...]
Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο στις
ράχες
για να μην κλαις λυπητερά, τ' ήθελες τάχα
να 'χες»
και το μικρό Ελληνόπουλο με το γαλάζιο
μάτι ζητά βόλια και μπαρούτι. Είναι
η εποχή που η Ελλάδα προσλαμβάνεται από την Ευρώπη μέσα από την Επανάσταση του
1821 και ο Ντελακρουά δημιουργεί τη Σφαγή της Χίου.
Ένας σύγχρονος Μικρός Έλληνας είναι μόνιμα εγκατεστημένος στη ζωή και τη
φαντασία του συγγραφέα. Ένα παιδί, που γεννήθηκε στην αποθήκη μιας
μονοκατοικίας στην Καλλιθέα, έζησε εκεί μέχρι τα 14 χρόνια του και δεν
ενηλικιώθηκε ποτέ, διαφυλάττοντας με τη ζωντανή του ύπαρξη την πραγματική
πατρίδα του Βασίλη Αλεξάκη: την παιδική ηλικία και τις αναμνήσεις που τυλίγουν,
όπως η ομίχλη ή η υγρασία, όλα τα τοπία της ενήλικης ζωής. Ο συγγραφέας
κυκλοφορεί μέσα στο σύννεφο της καταγωγής του, θυμάται και δημιουργεί
σημερινούς κόσμους, ενώ η ιεροτελεστία της γραφής του -ένα ξύλινο μολύβι, το
κρεβάτι, τα γόνατα που εκτελούν χρέη αναλογίου και η πίπα- παραπέμπουν σε άλλη
εποχή. Σκέφτομαι ότι υπάρχουν ακόμα συγγραφείς, οι οποίοι γράφουν κρυφά όπως τα
παιδιά κι ενδεχομένως διαβάζουν ξαπλωμένοι στο πάτωμα, και παύω να αισθάνομαι
παρείσακτη στον κόσμο των υπολογιστών και των κινητών τηλεφώνων. Όταν στο
«Μικρό Έλληνα» η καμαριέρα του ξενοδοχείου Περέβ παρατηρεί «Θα προχωρούσατε πολύ πιο γρήγορα αν χρησιμοποιούσατε υπολογιστή»,
εκείνος απαντά «Δεν θέλω να προχωρήσω
γρήγορα».
Ο Βασίλης Αλεξάκης κατοικεί ομοιότροπα και παράλληλα σε 4 σύμπαντα που
αλληλοδιεισδύουν το ένα στο άλλο. Το πρώτο είναι το σπίτι στην Καλλιθέα με τον
κήπο και την αποθήκη - ένας μαγικός χώρος, θα το ονομάζαμε δωμάτιο του
μελλοντικού συγγραφέα. Στον κήπο υπάρχουν δύο ακακίες, μια ροδιά και μια
μανταρινιά. Ένα κιγκλίδωμα χώριζε την πλακόστρωτη αυλή που έπαιζε μπάσκετ με
τον αδελφό του από τον κήπο. Γράφει: «Ούτε
η μητέρα μου που λάτρευε το μυθιστόρημα, ούτε ο πατέρας μου, που δε ζούσε παρά για
το θέατρο, δεν καλοήξεραν πού τελείωνε η πραγματικότητα και πού άρχιζε ο κόσμος
της φαντασίας, ούτε καν αν υπήρχε διαχωριστική γραμμή». Στην αποθήκη ο
Μικρός Έλληνας ο νεότερος, με το όνομα Βασίλης, συγκατοικούσε με τους ήρωές του,
στους οποίους πολλά παιδιά, όπως κι εγώ, ακουμπήσαμε την παιδική μας ηλικία. Τι
φέρνει κοντά στον Ντ’ Αρτανιάν και τους Τρεις Σωματοφύλακες, τον Ροβινσώνα
Κρούσο, τον Γιάννη Αγιάννη, τον Δον Κιχώτη, τον Ρομπέν των Δασών; Τι ενώνει την
Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, τον Μιχαήλ Στρογκώφ, την Τζέιν Έιρ, τον Όλιβερ
Τουΐστ, τον Ταρζάν, τον Φιλέα Φογκ, τον Δεκαπενταετή Πλοίαρχο και τον Κόμη
Μοντεχρίστο ;
Όποιος δεν πέρασε μερόνυχτα αγκαλιά με βιβλία, συχνά δανεισμένα και σειρές
από Κλασικά Εικονογραφημένα, μέσα σε χώρους κατάλληλους γι’ αυτές τις
αναγνώσεις -τέτοιοι χώροι δεν θα γίνουν ποτέ τα σημερινά καθιστικά με τις
τηλεοράσεις- δεν έχει απάντηση. Είναι σαν να μη βυθίστηκε ποτέ στην ταραχή των
αισθήσεων, των μυστηρίων, των ταυτίσεων, των ηρωικών πράξεων και των κρυφών
ερώτων.
Το δεύτερο σύμπαν του συγγραφέα είναι το νοσοκομείο Αιξ, όπου εγχειρίστηκε
από ένα anévrysme -το οποίο και διερεύνησε γλωσσικά-
ευτυχώς εγκαίρως, ώστε να σωθεί από το μοιραίο και να ξαναβάλει, μόλις συνήλθε
από τη νάρκωση, σε αργή κίνηση τη φαντασία του. Σαν γνήσιος συγγραφέας και
πολυλογάς γράφει: «Δεν μου αρκεί να
ξαναζώ την εγχείρισή μου, θέλω και να τη διηγούμαι». Θέλει τη συμπόνια,
δηλαδή το ενδιαφέρον των άλλων.
Σύντομα εγκατέλειψε την Αιξ, όπου είχε πάει για μια διάλεξη, και αντί του
αμφιθεάτρου βρέθηκε στο χειρουργείο, για να εγκατασταθεί στο ξενοδοχείο Περέβ.
Ήταν ένας μεταβατικός χώρος ανάρρωσης, αφού η κατοικία του στον 5ο
όροφο της οδού Ζυζ 52, στο Παρίσι, δεν ήταν κατάλληλη να φιλοξενήσει έναν
συγγραφέα με δεκανίκια, ή μια «μαριονέτα
με δεκανίκια», όπως θα πει αργότερα, όταν θα διεισδύσει για τα καλά σ’ ένα
κόσμο όπου όλα τα πλάσματα είναι κούκλες. «Ο
κήπος του Λουξεμβούργου έγινε η νέα μου πατρίδα», γράφει. Έτσι, ένα τρίτο
σύμπαν δημιουργήθηκε με υλικά της πραγματικότητας και της φαντασίας, στο οποίο
ο συγγραφέας μετακόμισε και το πρώτο σύμπαν της καταγωγής του - την αποθήκη της
Καλλιθέας. Στο νέο του περιβάλλον και με τη βοήθεια της Οντίλ, που συναντούσε
στο Πανδοχείο των Μαριονετών, θα διεισδύσει στο χώρο που δρουν οι
μαριονετίστες. Η γυναίκα αυτή είναι η ψυχή του θεάτρου Γκινιόλ, οικογενειακής
επιχείρησης την οποία ίδρυσε ο παππούς της το 1933 και διηύθυνε ο πατέρας της
ως το 1987.
Όλο το διάστημα της διαμονής του στο ξενοδοχείο Περέβ ο συγγραφέας θα
συγκατοικήσει με τις μαριονέττες - εκεί που συγκεντρώνονται, εκεί όπου
κατασκευάζονται, εκεί που παίζουν. Οι κήποι και το παλάτι του Λουξεμβούργου
είναι μια ευκαιρία κατάδυσης στην αχλύ του μύθου και της ιστορίας. Από τη Μαρία
των Μεδίκων και τον Ναπολέοντα με την Ιωσηφίνα μέχρι την εποχή που ο συγγραφέας
επισκέπτεται το παλάτι, το έχουν ήδη κατοικήσει πολλοί. Τα ιστορικά πρόσωπα
αλλά και οι θαμώνες του πανδοχείου, οι διαβάτες του κήπου, οι μαριονετίστες και
οι δημιουργοί αυτών των εξαίσιων μαγικών πλασμάτων είναι οι νέοι συγκάτοικοί
του.
«Νομίζω» γράφει ο συγγραφέας «ότι κάτι έσπασε στο Αιξ, ότι η εγχείριση άλλαξε τον τρόπο που
αντιλαμβάνομαι την πραγματικότητα. Εξακολουθώ να την κοιτάζω προσεχτικά, αλλά
όπως επισκέπτεται κανείς μια έκθεση …. Ταυτόχρονα η πραγματικότητα έγινε πιο
απόμακρη. Ενώ την παρατηρώ συνειδητοποιώ την απόσταση μου με χωρίζει από
αυτήν».
Δεν αντιλαμβάνομαι τόσο μέσα από το μυθιστόρημα αυτή τη μεταβολή, όμως η
ενότητα του χρόνου και η μείξη του παρελθόντος και του παρόντος χρόνου είναι
εξόφθαλμη. Συμβαίνει, πιστεύω, στους ανθρώπους όσο περνούν τα χρόνια, η
διάκριση παρελθόν-παρόν να ξεθωριάζει και το παρελθόν να ζει κολλημένο στο
παρόν, να εισχωρεί μέσα του χωρίς περιορισμούς. Αυτή η διάσταση του χρόνου
σμιλεύεται πολλαπλά στον «Μικρό Έλληνα». Στο τρίτο σύμπαν του ξενοδοχείου, όπου
γράφεται το βιβλίο, φαντασία και πραγματικότητα συνυπάρχουν συγκεχυμένα,
ακριβώς όπως συγχέονται οι χρόνοι. Το παρακάτω απόσπασμα είναι
χαρακτηριστικό
«Το δωμάτιο που νοικιάζω στο ξενοδοχείο
Περέβ βρίσκεται στον πέμπτο όροφο, όπως η γκαρσονιέρα μου της οδού Ζυζ, και
έχει τον αριθμό 52. Σήμερα το πρωί, ανοίγοντας τα μάτια μου, αντίκρισα με
κατάπληξη στην προέκταση του κρεβατιού ένα θεόρατο χοντρό κουνέλι, όχι
λιγότερο παχύ από την καμαριέρα που μου φέρνει το πρωινό μου.
— Κουνηθείτε, μου είπε, η βασίλισσα δεν
ανέχεται να περιμένει. Είναι ικανή να μας κόψει το κεφάλι αν δεν παρουσιαστούμε
μπροστά της την ώρα που μας υπέδειξε.
— Μα δεν μπορώ να κάνω γρήγορα,
διαμαρτυρήθηκα. Τα τραύματά μου δεν έχουν ακόμη επουλωθεί εντελώς. Χρειάζομαι
μισή ώρα για να κάνω ένα ντους και είκοσι λεπτά για να χτενιστώ.
— Είκοσι λεπτά για να χτενιστείτε; σάστισε.
Μα έχετε ελάχιστα μαλλιά.
— Ναι, αλλά δεν έχω χτένι. Είμαι
αναγκασμένος να τα τακτοποιώ με το χέρι μου. Περνάω τα δάχτυλά μου μέσα στα
μαλλιά μου, αν με καταλαβαίνετε».
Αυτός
είναι ο συγγραφέας στη χώρα των θαυμάτων, συχνά αυτοσαρκαζόμενος, εκτιθέμενος
και υποσκάπτων τη σοβαροφάνεια. Σε κάποια σημεία του βιβλίου μπορούμε να
γελάσουμε αυθόρμητα και δυνατά.
Το
τέταρτο σύμπαν είναι το καβούκι του, μια γκαρσονιέρα τόσο μικρή ώστε τίποτα και
κανείς να μην τον αποσπά από την εσωτερική του ζωή, δηλαδή την τέχνη της
γραφής. Αυτή η συνθήκη λέγεται και μοναξιά. Γράφει «θα μεταφερθώ σ’ ένα χώρο που δεν ανήκει σε κανένα τόπο, που στερείται
διεύθυνσης, που επιπλέει στην επιφάνεια του χρόνου - όπως ο κήπος της
Καλλιθέας».
Ο Βασίλης Αλεξάκης έχει δύο πατρίδες, την Ελλάδα και
τη Γαλλία, ενωμένες σε μία, την παιδική του ηλικία. «Ο Μικρός Έλληνας» είναι,
επίσης, ο Μικρός Ήρωας των παιδικών χρόνων : ο ατρόμητος Γιώργος Θαλάσσης, που
13 χρονών μπήκε στην Αντίσταση και πολέμησε τους Γερμανούς μαζί με την
αγαπημένη του Κατερίνα, και τον αχόρταγο Σπίθα. Οι μέρες που ζούμε είναι χλωμές
και αντιηρωϊκές. Η Κατερίνα έχει μεταναστεύσει στη Γερμανία, δεν έχει πια
δυνατή μνήμη και ο Σπίθας έγινε εργολάβος. Ο Γιώργος Θαλάσσης, όμως, διατρέχει
τον χρόνο και θα συναντήσουμε την αύρα του στα νέα παιδιά των δρόμων και τους
«αγανακτισμένους» της πλατείας Συντάγματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου