15/2/14

Νέες απαντήσεις στα έσχατα ερωτήματα

ΑΠΟ ΤΙΣ ΦΥΣΙΚΟΜΑΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΛΑΣΚΟΥ

Αλέξανδρος Λάιος, Όλο και λιγότερο μπλε, 2013,
απόσπασμα video από εγκατάσταση

STEVEN HAWKING και LEONARD MLODINOW, Το Μεγάλο Σχέδιο, Μετάφραση: Κώστας Σίμος, Εκδόσεις Κάτοπτρο, σελ. 250

Μια θεωρία πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο απλή, όχι όμως απλούστερη
ΑΛΜΠΕΡΤ ΑΪΝΣΤΑΪΝ

Το Μεγάλο Σχέδιο είναι ένα βιβλίο, το οποίο γράφτηκε θέτοντας πολύ μεγάλες απαιτήσεις στους συγγραφείς του. Ούτε λίγο ούτε πολύ επιχειρεί να απαντήσει σε αυτό που οι Χόκινγκ και Μλοντίνοου ονομάζουν «έσχατο ερώτημα της Ζωής, του Σύμπαντος και των Πάντων». Όπως σημειώνουν οι ίδιοι: «Αν θέλουμε να κατανοήσουμε το Σύμπαν μέχρι και τα βαθύτερα επίπεδά του, δεν αρκεί να γνωρίσουμε μόνο το πώς συμπεριφέρεται, αλλά και το γιατί.
Γιατί υπάρχει κάτι αντί για το τίποτα;
Γιατί υπάρχουμε εμείς;
Γιατί αυτό το σύνολο νόμων και όχι κάποιο άλλο;»
Αυτό το ερώτημα, λοιπόν, το ερώτημα του γιατί, επιχειρεί να απαντήσει το βιβλίο. Ένα ερώτημα κατεξοχήν φιλοσοφικό, μ’ όλο που οι συγγραφείς σε μια, θα έλεγα, ασύγγνωστα υπερβολική απόφανση, από την αρχή κιόλας του κειμένου, ισχυρίζονται πως «[η] φιλοσοφία έχει πεθάνει».
Η πεποίθησή τους αυτή θα μπορούσε να λειτουργεί εντελώς υπονομευτικά. Αλήθεια, πώς μπορεί κάποιος να διεξέρχεται δημιουργικά τα βαθύτερα φιλοσοφικά ερωτήματα, όταν, σε μια επίδειξη, θα τολμούσα να πω, αφελούς επιστημονισμού, θεωρεί πως η φιλοσοφία έχει πεθάνει; Ή, όταν, σε πολλά σημεία της πραγμάτευσής του δείχνει πόσο αυτή του η καταδικαστική απόφανση συνοδεύεται από πλημμελή σχέση με την αληθινή ιστορία της φιλοσοφίας – η παρουσίαση του Αριστοτέλη (σελ. 34) τον κάνει πραγματικά αγνώριστο, ενώ, στην περίπτωση του Επίκουρου (σελ. 31), έχουμε μια απίστευτη αναστροφή, όταν οι συγγραφείς ισχυρίζονται πως ο φιλόσοφος «αντιτάχθηκε στην ατομική θεωρία»(!!!).

Το παράδοξο είναι πως όλα αυτά τα μειονεκτήματα –κι άλλα τόσα– δεν οδηγούν, ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, σε ναυάγιο. Κάθε άλλο, μάλιστα. Η εξήγηση, νομίζω, βρίσκεται στο γεγονός πως ενώ, κατά τη γνωστή θέση του Πλάτωνα, κανείς αγεωμέτρητος δεν είναι κατάλληλος για τη φιλοσοφική σκέψη, οι «αφιλοσόφητοι» μπορεί και να τα καταφέρνουν. Θέλω να πω πως οι Χόκινγκ και Μλοντίνοου είναι τόσο σημαντικοί φυσικοί[1] και η σημερινή Φυσική είναι τόσο πολύ φιλοσοφική δραστηριότητα αφεαυτής, που, μπορούν, τελικά, να επεξεργάζονται τα «έσχατα ερωτήματα» ακόμη κι όταν δεν κατανοούν την θέση τους στη μακρά ιστορία της συστηματικής Φιλοσοφίας.  

***

Το Μεγάλο Σχέδιο είναι μια περιεκτική παρουσίαση των εξελίξεων στη σύγχρονη Φυσική στην προσπάθεια να απαντηθεί το ερώτημα του γιατί. Οι συγγραφείς του διαθέτουν το μεγάλο πλεονέκτημα πως μπορούν να εκθέτουν τον παράδοξο κόσμο της κβαντομηχανικής, των σωματιδιακών θεωριών ή της κοσμολογίας με τον σαφέστερο δυνατό τρόπο. Και μας ειδοποιούν ήδη από την αρχή πως ένα είδος Τελικής Θεωρίας βρίσκεται στα σκαριά υποσχόμενοι μια «πλήρη θεωρία του Σύμπαντος», που θα μπορέσει να απαντήσει σε όλα τα θεμελιώδη ερωτήματα.
Πρόκειται για τη περιβόητη θεωρία Μ, που συγκροτεί το μοντέλο ενός σύμπαντος το οποίο δημιουργεί τον εαυτό του.  Όπως σημειώνουν οι συγγραφείς, «[σ]ώματα όπως τα άστρα ή οι μαύρες τρύπες δεν μπορούν να εμφανιστούν από το πουθενά. Ένα ολόκληρο σύμπαν, όμως, μπορεί» (σελ. 221).
Η θεωρία Μ, λοιπόν, είναι η προτεινόμενη θεωρία αυτού του σύμπαντος που αυτοδημιουργείται, του σύμπαντος που εμφανίζεται από το πουθενά. Ενός κόσμου που δεν απαιτεί κανενός είδους θεϊκή παρέμβαση για να υπάρξει και, επομένως, κατά μια πολύ ισχυρή έννοια, παρακάμπτει, αν δεν ακυρώνει, το ερώτημα περί του κάτι και του τίποτα. Σύμφωνα με την θεωρία Μ, το σύμπαν μας είναι ένα ανάμεσα σε αμέτρητα, τα οποία στο σύνολό τους δημιουργήθηκαν από το τίποτε. Η παρουσία τους δεν προϋποθέτει τον «Ευφυή Σχεδιαστή» στο μέτρο που προκύπτουν «αυθόρμητα», με φυσικό τρόπο, σύμφωνα με τους νόμους της Φύσης. Καθένα τους έχει πολλές δυνατές ιστορίες με πολλές δυνατές εκβάσεις, οι περισσότερες κατά πολύ διαφορετικές από ό,τι έτυχε εμείς να παρατηρούμε.
Η θεωρία Μ είναι μια πολύ βελτιωμένη εκδοχή της θεωρίας χορδών, σύμφωνα με την οποία τα  ελάχιστα συστατικά, που συγκροτούν τον κόσμο, δεν είναι στοιχειώδη σωμάτια, αλλά χορδές. Όσα αντιλαμβανόμαστε και μετρούμε ως ιδιότητες των «στοιχειωδών σωματίων» δεν είναι παρά αποτελέσματα ορισμένων τύπων ταλαντώσεων αυτών των πρωταρχικών χορδών. Οι οποίες, επιπλέον, στην τωρινή εκδοχή της θεωρίας, μπορεί να μην είναι μόνο χορδές, αλλά σημειακά σωματίδια, δισδιάστατες μεμβράνες, τρισδιάστατες φούσκες και, γενικότερα, p-βράνες, που μπορούν να απλώνονται μέχρι και σε 9 διαστάσεις. Ο κόσμος της θεωρίας Μ, άλλωστε, είναι ένας κόσμος 11 χωροχρονικών διαστάσεων.
Γιατί, όμως, αν είναι έτσι τα πράγματα, εμείς είναι σαν να ζούμε σε ένα τετραδιάστατο κόσμο –με τρεις «χωρικές» και μια «χρονική» διάσταση; Η απάντηση της θεωρίας είναι απλή. Οι υπόλοιπες διαστάσεις, απλώς, περιελίσσονται στο εσωτερικό ενός ελάχιστου, για τις δικές μας αντιληπτικές δυνατότητες, χώρου, ώστε καθίστανται απολύτως «αόρατες». Και αυτό που λέγεται εδώ, αν ξεφύγουμε από την πρώτη εντύπωση, είναι εξαιρετικά απλό. Φανταστείτε μόνο ένα –προφανώς τρισδιάστατο, στην πραγματικότητα- σωλήνα ποτίσματος- που τον παρατηρείτε από μεγάλη απόσταση: η εντύπωσή σας είναι πως βλέπετε ένα μονοδιάστατο αντικείμενο, μια γεωμετρική «γραμμή» χωρίς πλάτος και ύψος.
Δεδομένου τώρα πως οι τρόποι περιέλιξης των μη εμφανιζόμενων διαστάσεων είναι μαθηματικά πολλοί και ποικίλοι, η θεωρία Μ αφήνει περιθώρια για 10500 διαφορετικούς κόσμους[2], τον καθένα με τους δικούς του νόμους.
Δεν είναι, όμως, μόνο πως είναι απειράριθμοι οι κόσμοι. Είναι, επιπλέον, πως η κβαντική θεωρία, μας αναγκάζει να σκεφτόμαστε τον κόσμο ως υπέρθεση πολλών διαφορετικών δυνατοτήτων, ως άθροισμα ιστοριών, καθεμιά με τη δική της πιθανότητα να υλοποιηθεί. Δεν μπορώ να μείνω περισσότερο σε αυτό αν και, νομίζω, πως αποτελεί ένα από τα πιο δυνατά στοιχεία του βιβλίου, κυρίως γιατί δίνει μια εξαιρετική περιγραφή της «καρδιάς» της κβαντικής θεωρίας αξονίζοντας στην ερμηνεία του περίφημου πειράματος των δύο σχισμών  από τον Φέυνμαν. 
Το δικό μας «σύμπαν» είναι ένα μέσα σε αυτήν την ασύλληπτη πληθώρα κόσμων που αναδύονται από το μηδέν.
Εντοπίζοντας, στο έκτο από τα συνολικά οκτώ κεφάλαια, την προσοχή τους στο δικό μας «σύμπαν»,  οι συγγραφείς μας δίνουν την ευκαιρία να ενημερωθούμε για τις εξελίξεις στη σύγχρονη κοσμολογία, η οποία είναι, μαζί με την κβαντομηχανική, ο κατεξοχήν «τόπος» της φιλοσοφικής αναζήτησης, ακόμη και για όσους δεν αντιλαμβάνονται πως κάνουν φιλοσοφία. Οι Χόκινγκ και Μλοντίνοου είναι, όπως είπα από την αρχή, από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις ανθρώπων που δεν ξέρουν πως λειτουργούν «αντικειμενικά» ως φιλόσοφοι, στο μέτρο που θεωρούν πως η φιλοσοφία, καλώς μάλιστα, είναι προ πολλού νεκρή. Δίνω ένα δείγμα γραφής αυτής της ασύνειδης δραστηριότητάς τους, που νομίζω δεν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμό: «Η διαπίστωση ότι ο χρόνος μπορεί να συμπεριφερθεί ως μία ακόμη διάσταση του χώρου σημαίνει ότι μπορούμε να απαλλαγούμε από το πρόβλημα της αρχής του χρόνου [ακόμη κι αν αποδεχτούμε μια πεπερασμένη ηλικία του «σύμπαντος»] με τον ίδιο τρόπο που απαλλαγήκαμε και από την ιδέα της άκρης του κόσμου μας. Ας παρομοιάσουμε την Αρχή του Σύμπαντος με το Νότιο Πόλο της Γης και την αύξηση του γεωγραφικού πλάτους με τη ροή του χρόνου. Κινούμενοι προς βορρά, οι κύκλοι του γεωγραφικού πλάτους, που θα αντιστοιχούν στο μέγεθος του Σύμπαντος, θα διαστέλλονται. Το Σύμπαν έχει ως σημείο αφετηρίας το Νότιο Πόλο, αλλά ο Νότιος Πόλος μοιάζει με οποιοδήποτε άλλο σημείο. Το ερώτημα τι συνέβαινε πριν από την απαρχή του Σύμπαντος είναι άνευ νοήματος, καθώς δεν υπάρχει τίποτε νοτιότερα του Νότιου Πόλου.  Σύμφωνα με την οπτική αυτή, ο χωροχρόνος δεν έχει άκρες, δεν έχει όρια: οι ίδιοι νόμοι της Φύσης που ισχύουν για τον Νότιο Πόλο ισχύουν και για τα άλλα μέρη. Κατά έναν ανάλογο τρόπο, αν συνδυάσουμε τη γενική θεωρία της σχετικότητας με την κβαντική θεωρία, το ερώτημα τι συνέβαινε πριν από την απαρχή του Σύμπαντος δεν έχει νόημα».

***

Είναι γνωστό στους φίλους της επιστημονικής φαντασίας πως ο Ντάγκλας Άνταμς, στο εμβληματικό Γυρίστε το Γαλαξία με ωτοστόπ, στο έσχατο ερώτημα της Ζωής, του Σύμπαντος και των Πάντων δίνει την απάντηση «42». Οι Χόκινγκ και Μλοντίνοου ισχυρίζονται πως η θεωρία Μ, με όλες τις βελτιώσεις που επιδέχεται, αποτελεί μια πολύ καλύτερη απάντηση.

[1] Με την ευκαιρία, θα ήθελα να επισημάνω πόσο εσφαλμένη, κατά τη γνώμη μου, είναι η επιλογή, στον τίτλο του βιβλίου, το όνομα του σταρ Χόκινγκ να γράφεται με διπλάσιου μεγέθους γράμματα από αυτό του Μλοντίνοου. Δεν ξέρω αν αυτό έχει εμπορικό αποτέλεσμα –δεν νομίζω– αλλά σίγουρα είναι αντιαισθητικό.
[2] 106 σημαίνει 1000000, δηλαδή το 1 ακολουθούμενο από 6 μηδενικά. 10500 σημαίνει 100000…0, όπου τα ακολουθούντα το 1 μηδενικά είναι 500!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια: