ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΜΑΣΤΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ
Γιάννης
Κολιός, «Στο συνέδριο της Β΄ Διεθνούς»
|
Το
«πολωνικό εθνικό ζήτημα» αποτέλεσε, χωρίς αμφιβολία, ένα από τα πιο σύνθετα
προβλήματα στις ευρωπαϊκές σχέσεις του 19ου αιώνα και συνετέλεσε
ώστε το πολωνικό εθνικο-απελευθερωτικό κίνημα να αποτελέσει έναν αποφασιστικό
παράγοντα στις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Η Πολωνία, εξαιτίας μιας σειράς ιστορικών
παραγόντων, δεν υπήρξε ως ανεξάρτητο κράτος, από τα τέλη του 18ου
αιώνα μέχρι και την υπογραφή της συνθήκης των Βερσαλλιών στα 1919. Οι πολωνικές
επαρχίες, μέχρι και τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ήταν διαμοιρασμένες κατά βάση
στην τσαρική Ρωσία και κατά δεύτερο λόγο στην Πρωσία και την Αυστρία. Ο Τσαρλς
Τίλυ αναφέρει ότι «ο τριμερής διαμελισμός
μεταξύ Αυστρίας, Πρωσίας και Ρωσίας δεν άφησε κάποιο τμήμα πολωνικού εδάφους
ανεξάρτητο. Η Πολωνία εξαφανίστηκε από τη χάρτη, και παρέμεινε στη συνείδηση
του κόσμου ως ένα σύνολο διοικητικών υποδιαιρέσεων εν μέσω ισχυρών και
προσφάτως διευρυμένων αυτοκρατοριών, οι οποίες και κράτησαν το πολωνικό έθνος
υπό το ζυγό τους επί ένα και πλέον αιώνα».[1]
Ο Μαρξ, στα
1872, είχε ήδη επισημάνει την ιδιαιτερότητα του πολωνικού ζητήματος για το
εργατικό κίνημα: «Η σημερινή αλλαγή της
κατάστασης στην Κεντρική Ευρώπη κάνει μια δημοκρατική Πολωνία πιο αναγκαία από
ποτέ, γιατί δίχως αυτήν η Γερμανία θα είναι ένας προχωρημένος προμαχώνας της
Ιεράς Συμμαχίας∙ με αυτήν θα είναι σύμμαχος της δημοκρατικής Γαλλίας. Το κίνημα
της εργατικής τάξης θα είναι διαρκώς διασπασμένο, παραλυμένο και τροχοπεδημένο
μέχρις ότου αυτό το μεγάλο ζήτημα θα έχει λυθεί».
Το εθνικό ζήτημα επηρέασε και το εργατικό και
σοσιαλιστικό κίνημα στην Πολωνία, που για μια ολόκληρη περίοδο ήταν άμεσα
επηρεασμένο από τις δημοκρατικές επαναστατικές παραδόσεις. Στα 1893 ιδρύθηκε το
Πολωνικό Σοσιαλιστικό κόμμα (PPS). Από
την ίδρυσή του, όμως, το κόμμα αυτό, ως αποτέλεσμα και των πολιτικών δυνάμεων
που το σχημάτισαν, διαμόρφωσε μια ισχυρή πατριωτική πτέρυγα, η οποία,
υποκύπτοντας στις πιέσεις της εθνικής μεγαλορωσικής καταπίεσης, περιόριζε τους
στόχους του πολωνικού εργατικού κινήματος στα στενά πλαίσια του αγώνα για
εθνική ανεξαρτησία.
Η
πολιτική της ανερχόμενης δεξιάς, πατριωτικής τάσης, προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό,
την αντίδραση της αριστεράς τάσης του κόμματος που εκπροσωπούσαν Ρ.
Λούξεμπουργκ, ο Λέο Γιόγκιχες, ο Α. Βάρσκι, ο Τζ. Κάρσκι (Μαρχλέφσκι) κλπ, οι
οποίοι καταδικάζοντας τη στενά εθνική πολιτική της δεξιάς πτέρυγας, υποστήριζαν
το σοσιαλιστικό χαρακτήρα του αγώνα. Από την άλλη, όμως, η αριστερή αυτή τάση
υποτίμησε, στο εθνικό ζήτημα, το αίτημα της αυτοδιάθεσης. Για την αριστερή
πτέρυγα το αίτημα «για αποκατάσταση του πολωνικού κράτους» μέσα σε αστικά
πλαίσια, δεν ήταν παρά μια «ουτοπία». Η Ρ. Λούξεμπουργκ, μάλιστα, σε ένα άρθρο
της στη γερμανική επιθεώρηση Die
Neue Zeit
(Η Νέα Εποχή) θα
υποστήριζε ότι η εθνική ανεξαρτησία της Πολωνίας αφορούσε την πολωνική αστική
τάξη, αντίληψη που προκάλεσε όπως ήταν φυσικό την αντίδραση του Κάουτσκυ,
υποστηρικτή της ανεξαρτησίας της Πολωνίας.
Τον
Ιούλιο του 1893, η αριστερά του πολωνικού σοσιαλισμού, Ρ. Λούξεμπουργκ, Λέο
Γιόγκιχες, Α. Βάρσκι, Τζ. Κάρσκι (Μαρχλέφσκι), κυκλοφόρησαν στο Παρίσι την
εφημερίδα Εργατική Υπόθεση (Sprawa Robotnicza), η οποία υποστήριζε
αντιεθνικιστικές, σοσιαλιστικές θέσεις. Ο Peter Nettl, σε μια
βιογραφία της Ρόζας, αναφερόμενος στους στόχους της εφημερίδας σημειώνει ότι «Η έμφαση ήταν στην πάλη κατά του
καπιταλισμού, στην αλληλεγγύη με τις ρωσικές εργατικές τάξεις στον αγώνα τους
κατά της τσαρικής απολυταρχίας, και στον διεθνή χαρακτήρα όλων των εργατικών
κινημάτων συμπεριλαμβανομένου του Πολωνικού».[2]
Η
σύγκρουση ανάμεσα στις δύο τάσεις του πολωνικού σοσιαλισμού αποδείχτηκε, όπως
άλλωστε και κάθε εσωκομματική διαμάχη, σκληρή και χωρίς όρους. Στο συνέδριο της
Διεθνούς στη Ζυρίχη, στα 1893, οι εσωκομματικές αντιθέσεις εκδηλώθηκαν
ιδιαίτερα έντονα, με αποτέλεσμα την απόρριψη του πληρεξουσίου της Ρόζας
Λούξεμπουργκ που εμφανίσθηκε ως εκπρόσωπος της συντακτικής ομάδας της (Sprawa Robotnicza με το ψευδώνυμο Κρουσζύνσκα (Kruszynska). Ο Π. Φρέλιχ -σε μια βιογραφία
της Ρ. Λούξεμπουργκ- αναφερόμενος στο συνέδριο αυτό της Διεθνούς, σημειώνει ότι
«Οι αντίπαλοι (της Ρόζας Λούξεμπουργκ)
εξαπολύουν εναντίον της και προ παντός εναντίον του Βάρσκι, συντάκτη της εφημερίδας,
μυστηριώδεις υπαινιγμούς. Μια ατμόσφαιρα
γεμάτη ψέμματα, πνιγηρή και έξαλλη δημιουργείται».[3]
Στο
συνέδριο, τόσο ο Ένγκελς όσο και ο Πλεχάνωφ υποστήριξαν την πατριωτική πτέρυγα.
Ο Ένγκελς ήταν δύσπιστος εκείνη την περίοδο απέναντι σε μια τάση που απέρριπτε
την ανεξαρτησία της Πολωνίας. Ο Ριαζάνωφ ανέφερε αργότερα ότι η Ρ. Λούξεμπουργκ
ήταν «εντελώς απομονωμένη» και πως
στη Ζυρίχη «είχε παρακληθεί να
εγκαταλείψει το συνέδριο. Υπέστη αυτή την προσβολή μπροστά σε όλη τη Διεθνή,
παρόντος αυτού του Ένγκελς ακόμα».[4] Η απόρριψη του πληρεξουσίου της Ρόζας
Λούξεμπουργκ στο συνέδριο της Ζυρίχης και η απαράδεκτη στάση των δεξιών ηγετών
απέναντι σε στελέχη της αριστεράς προκάλεσαν μια σοβαρή κρίση μέσα στις γραμμές
του πολωνικού σοσιαλιστικού κόμματος (PPS). Η δεξιά
πτέρυγα του κόμματος έφθασε στα άκρα. Κατηγόρησε, μάλιστα, τον Μ. Κάσπρτσακ ως
πράκτορα της αστυνομίας!
Τον Μάρτιο
του 1894, τα αριστερά στελέχη
εγκατέλειψαν το ΠΣΚ, και, σε μια μυστική συνδιάσκεψη που οργάνωσαν στην
Βαρσοβία, ίδρυσαν το «Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα του Βασιλείου της Πολωνίας». Το
νεαρό κόμμα πάνω στο επίδικο θέμα
υιοθέτησε τις απόψεις της Ρ. Λούξεμπουργκ. Η πατριωτική ηγεσία του ΠΣΚ, την
αμέσως επόμενη περίοδο, συνέχισε αμείωτη τις επιθέσεις ενάντια στο
Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Στο συνέδριο της Διεθνούς στο Λονδίνο στα 1896
κατηγόρησαν για μια ακόμα φορά τόσο τον Βάρσκι όσο και την Ρ. Λούξεμπουργκ. Ο
Ντασζύνσκι του ΠΣΚ έφθασε, μάλιστα, στα άκρα, υποστηρίζοντας, αν και χωρίς
επιτυχία, τον αποκλεισμό τους, με το επιχείρημα ότι «Δεν μπορούμε να γίνεται το κίνημα μας θύμα αχρείων όπως η Ρόζα
Λούξεμπουργκ, ο Ούρμπαχ κλπ. Θα αγωνιστούμε με όλα τα μέσα εναντίον αυτού του
αίσχους που λερώνει το κίνημά μας, θα τους αποκαλύψουμε και θα νικήσουμε. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τον διεθνή μας
στρατό από αυτή την αισχρή συμμορία των δημοσιογραφίσκων που θέλει να
καταστρέψει το απελευθερωτικό μας κίνημα»! [5]
Οι απόψεις
της Ρόζας και των Πολωνών συντρόφων της για το εθνικό ζήτημα έγιναν αργότερα
αντικείμενο κριτικής από τον Λένιν και άλλα στελέχη της μαρξιστικής αριστεράς.
Ο Λένιν σε ένα άρθρο του στην Πράβντα
ανέλυσε τους λόγους για τους οποίους οι αριστεροί του πολωνικού σοσιαλισμού
απαρνήθηκαν το αίτημα της εθνικής αποκατάστασης της Πολωνίας: «Η ιδιομορφία της θέσης τους στο εθνικό
ζήτημα υπαγορεύτηκε από την ιδιαίτερη θέση στην Πολωνία, η τσαρική καταπίεση
έθρεψε τα εθνικιστικά πάθη των αστικών και μικροαστικών στρωμάτων της Πολωνίας.
Οι Πολωνοί σοσιαλδημοκράτες υποχρεώθηκαν να διεξάγουν απεγνωσμένα πάλη ενάντια
σε εκείνους τους ‘σοσιαλιστές’ (ΠΠΣ), που ήταν έτοιμοι να πάνε και για
ευρωπαϊκό πόλεμο χάρη της απελευθέρωσης της Πολωνίας, και μόνον αυτοί, οι
Πολωνοί σοσιαλδημοκράτες, καλλιεργώντας τα αισθήματα διεθνούς αλληλεγγύης
ανάμεσα στους Πολωνούς εργάτες, τούς οδηγούσαν στην προσέγγιση με τους εργάτες της
Ρωσίας. Ωστόσο, η προσπάθειά τους να επιβάλουν την άρνηση του δικαιώματος
αυτοδιάθεσης στους σοσιαλιστές των καταπιεσμένων εθνών είναι πάρα πολύ
λαθεμένη». Ο Μ. Λεβί, σε μια ανάλυσή του στο New Left
Rewiew (1976) εύστοχα εκτίμησε ότι η μονόπλευρη θέση της Ρ.
Λούξεμπουργκ πάνω στο εθνικό ζήτημα «ήταν σε τελευταία ανάλυση ιδεολογικό
παραπροϊόν της ακατάπαυτης και σκληρής ιδεολογικής πάλης του SDKPiL ενάντια στο PPS».[6]
Παρά τις
απόψεις αυτές, το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα -όπως άλλωστε και η Ρόζα Λούξεμπουργκ-
όχι μόνον είχε μια σημαντική συμμετοχή στη μεγάλη ρωσική επανάσταση του 1905
αλλά και κράτησε μια διεθνιστική θέση την περίοδο της μεγάλης δοκιμασίας, όταν
ξέσπασε, τον Αύγουστο του 1914, ο παγκόσμιος πόλεμος. Ο Λένιν είχε δίκιο να
υποστηρίζει ότι «Στην Πολωνική
Σοσιαλδημοκρατία ανήκει η τεράστια ιστορική υπηρεσία, ότι δημιούργησε για πρώτη
φορά ένα πραγματικά μαρξιστικό, πραγματικά προλεταριακό κόμμα στην Πολωνία».
[1]Charles Tilly: Οι ευρωπαϊκές
επαναστάσεις 1492-1992, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, σελ. 385.
[2]Peter Nettl: Roxa Luxemburg, εκδόσεις Oxford University
Press, σελ. 45)
[3]Πάουλ Φρέλιχ: Ρόζα
Λούξεμπουργκ, εκδόσεις Ύψιλον, σελ. 62
[4]Ριαζάνωφ: Μαρξ-Ένγκελς,
εκδόσεις Αναγνωστίδη, σελ. 272.
[5]Π. Φρέλιχ, όπ.π., σελ. 64.
[6]Μ. Λεβί (M. Lowy), στο βιβλίο Το εθνικό
ζήτημα από τον Μαρξ μέχρι σήμερα, εκδόσεις Στάχυ, σελ. 62.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου