25/1/14

Η ζωή και τα είδωλά της

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ghada Amer, Οι λέξεις που αγαπώ περισσότερο, 2012Η καρδιά, 2012 
και Τα Κορίτσια με τα Μπλε Σουτιέν, 2012, χυτό, στιλβωμένο, ανοξείδωτο ατσάλι.  
Πίνακες πίσω, Βασίλης Ζωγράφος, The Fall, 2013, λάδι σε καμβά. 
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΛΑΖΩΝΙΤΗΣ, Era povera, εκδόσεις Θεμέλιο

Μιλώντας για την αμέσως προηγούμενη συλλογή του Δημήτρη Χαλαζωνίτη (Σφαίρες, 2011), επισήμαινα, ανάμεσα στ’ άλλα, ότι ο λόγος του είναι απόρροια «μιας βαθύτατης, ιδεολογικών καταβολών, αγωνίας, η οποία, με την πάροδο του χρόνου, τείνει να πάρει ολοένα και εντονότερες, υπαρξιακών αποχρώσεων, διαστάσεις». Το ίδιο μπορώ να ισχυριστώ και για την ανά χείρας συλλογή του, όπου, ευθύς εξ αρχής, δηλώνει την πρόθεσή του να παρέμβει, με την ευθυβολία και την ορμητικότητα της σφαίρας, ανάμεσα στην από φόβο συγκατάβαση και στον ελλοχεύοντα θυμό του καταπιεζόμενου ανθρώπου («Έτσι θέλω να μπω στο σώμα σας / Σαν σφαίρα / Ευθεία, γρήγορη, ειλικρινής…»), αποδεχόμενος ανεπιφύλακτα την επίταξη των δικαιωμάτων της ποίησης, προκειμένου να τη θέσει, εκούσα άκουσα, στην υπηρεσία των αμείλικτων τρεχουσών, καθημερινών και διόλου ιδεολογικά εξωραϊσμένων, αναγκών.
Αποδεχόμενος την επίταξη των δικαιωμάτων της ποίησης, με απαρασάλευτη την πίστη του στην επουλωτική δύναμη που αποκτούν στους κόλπους της οι λέξεις (και η σιωπή),  ανάγοντάς την -την ποίηση- στο επίπεδο μιας φευγαλέας θεότητας, εν ονόματι της οποίας συνομολογείται η ενοχή του αδιάφορου για τα όσα συμβαίνουν γύρω του ανθρώπου,  απορρίπτει κάθε άλλοθι που αποσκοπεί στον απατηλό εφησυχασμό της συνείδησης. Με συνέπεια ο λόγος του να αποκτά συχνά μια, δια της πλαγίας οδού, παραινετική χροιά ή, βασισμένος στην ατομική ή στη συλλογική ιστορική μνήμη και πείρα,  αλλά και στις ζοφερές εκδοχές του παρόντος, να προβλέπει τα επικείμενα δεινά, υποκινούμενος από μιαν ανομολόγητη, πλην όμως, θερμαντική για την ψυχή του ποιητικού υποκειμένου πίστη στην αναπόφευκτη, κάποια στιγμή, εκδήλωση της σκοτεινής δύναμης του πλήθους, και από την επίσης ανομολόγητη επιθυμία μιας -έστω εν ονόματι ενός τίποτα- εξέγερσης.

Από ποίημα σε ποίημα, βρίσκεται κανείς μπροστά στην, κάθε φορά διαφορετικά, εκδηλωνόμενη προσπάθεια του ποιητή να υπερβεί το παρόν, επικαλούμενος τη βοήθεια της μνήμης, ψαύοντας ψήγματα αλλοτινού, αξεθύμαστου θυμού ή ανασύροντας κατάλοιπα παλιών ματαιώσεων. Ματαιώσεων που συντελέστηκαν σε όλα τα επίπεδα του βίου: ιδεολογικών, κοινωνικών, ιστορικών και, βέβαια, ερωτικών, με τις τελευταίες, μάλιστα, να επιβαρύνουν την ήδη βεβαρημένη ατμόσφαιρα και να επιτείνουν την, ούτως ή άλλως, διάχυτη αίσθηση του αδιεξόδου, υπενθυμίζοντας ότι η αποξένωση είναι κάτι που συντελείται κάτω από το πρόσχημα της οικειότητας. Και ότι η οδύνη, ως κατάσταση, είναι κάτι που προϋπάρχει και που, ακατάπαυστα, τελεί εν αναμονή της διαφορετικής, κάθε φορά, αφορμής ή, αλλιώς, μονίμως ελλοχεύουσα, τελεί υπό την πλήρωση μιας ανεξέλεγκτης και απροσδιόριστης αίρεσης.
Θα τολμούσα να πω ότι και σ’ αυτό το βιβλίο του Χαλαζωνίτη, όπως και στο προηγούμενο εξάλλου, ο ποιητής καταθέτει, εν θερμώ και διακριτικά διαμαρτυρόμενος, την αγωνία που τον διακατέχει ζώντας σε έναν τόπο, σε μία πόλη που δεν έχει τίποτα να του προσφέρει, που του γίνεται όλο και περισσότερο εχθρική και ανοίκεια, σκεπασμένη από «τη σκιά μιας ιδέας που δεν ζει πια». Τη μόνιμη διάθεσή του να διαμαρτυρηθεί και να εκφράσει την αγωνία του, κάποτε διακόπτουν δραματικές αποστροφές, εμποτισμένες από εκπομπές μιας καταλαγιασμένης αίσθησης ατομικής, υπαρξιακής μοναξιάς, που δεν αμβλύνεται, ούτε βολεύεται μέσα στις όποιες κοινωνικά προσδιορισμένες και επιβαλλόμενες  υποχρεώσεις, παρά την εντονότατη αίσθηση κοινωνικής ευθύνης που τον διακατέχει. Ίσως γιατί τώρα, διδαγμένος από την ιστορία και με πείρα ζωής, γνωρίζει ότι όλα τα επιβεβαιωτικά της φθαρτότητάς του «θαύματα», όπως η «επανάσταση», ο έρωτας, η ιδεολογία, ακόμα και ο θάνατος έχουν στιγμιαία διάρκεια· ότι την εκκωφαντική εμφάνισή τους ακολουθεί το κενό και ο ήχος της κατακρήμνισης των ειδώλων τους.


Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: