ΤΗΣ ΜΑΓΙΑΣ ΣΤΑΓΚΑΛΗ
ΡΟΜΠΕΡΤ ΒΑΛΖΕΡ, Γιάκομπ φον Γκούντεν, ...Αυτό το όνειρο που
ονομάζουμε ανθρώπινη ζωή..., μτφρ. Βασίλης Πατέρας, εκδόσεις Ροές, σελ. 252
Είναι τόσο όμορφα παράμερα
Ρόμπερτ Βάλζερ
“Αν είχε εκατό χιλιάδες
αναγνώστες, ο κόσμος θα ήταν καλύτερος ...” είπε ο Χέρμαν Έσσε για τον Ρόμπερτ
Βάλζερ, συγγραφέα τον οποίο θαύμαζε ο Κάφκα, ο Μπένγιαμιν, ο Μούζιλ, ενώ το
ευρύτερο κοινό της εποχής του, στις αρχές του 1900, αγνόησε το έργο του, το
οποίο εκδόθηκε ολοκληρωμένο πολλές δεκαετίες αργότερα. Στις μέρες μας το ανά
χείρας βιβλίο έχει χαρακτηρισθεί «ένα από τα 100 σημαντικότερα μυθιστορήματα
του 20ού αιώνα».
Ο Ρόμπερτ Βάλζερ (1878-1956)
γεννήθηκε στη Μπιλ της Ελβετίας. Σε ηλικία δεκαεπτά ετών, μετά από μια τριετία
τραπεζικών σπουδών εγκαταλείπει τη γενέτειρά του και αρχίζει μια ζωή
περιπλάνησης. Τα φτωχικά, απρόσωπα δωμάτια και τα ταπεινά επαγγέλματα υπαλλήλου
διαδέχονται το ένα το άλλο. Μόνο σταθερό σημείο στη ζωή του, το γράψιμο και οι μακρινοί
περίπατοι τους οποίους ανάγει σε τρόπο ζωής.
Το 1898 αρχίζουν οι δημοσιεύσεις ποιημάτων του
σε εφημερίδες, και έξι χρόνια αργότερα η έκδοση των βιβλίων του. Ο Βάλζερ άφησε
πίσω του τρία μυθιστορήματα, διακόσια ποιήματα και περισσότερα από χίλια πεζά.
Την περίοδο 1924-1933 επινοεί μια μικροσκοπική γραφή, τα μικρογράμματα. Η γραφική του ύλη είναι μολύβι και ό,τι χαρτάκι
πέσει στα χέρια του, αποδείξεις, διαφημιστικά, κάρτες επισκεπτηρίου... Αυτό που
θεωρήθηκε για πολλά χρόνια ως μια προσωπική κωδικοποιημένη γλώσσα, αποδείχθηκε μια
συντομογραφία μεσαιωνικής προέλευσης με γοτθικούς χαρακτήρες. Τα μικρογράμματα
έφεραν στο φως, μεταξύ ποιημάτων, μικρών δραμάτων και διαλόγων, και το
μυθιστόρημα Ο Ληστής.
Την περίοδο που ζούσε στη
Βέρνη εκδηλώνεται η ψυχική διαταραχή, η οποία το 1929 θα τον οδηγήσει, με δική
του επιθυμία, στο ψυχιατρείο, και στη συνέχεια, το 1933, παρά τη θέληση του, σε
νευρολογική κλινική, όπου θα παραμείνει για είκοσι τρία χρόνια, έως το τέλος
της ζωής του. Την περίοδο του δεύτερου εγκλεισμού του θα εγκαταλείψει οριστικά
τη γραφή. Στο φίλο του εκδότη Καρλ Ζέελινγκ που τον επισκέπτεται και τον
συνοδεύει στους περιπάτους του, εκμυστηρεύεται, με την μελαγχολική ειρωνεία που
διέπει και το έργο του: “Δεν βρίσκομαι εδώ για να γράφω αλλά για να τρελαθώ”.
Το ανά χείρας βιβλίο εκδίδεται
το 1909. Ο ήρωάς του, ο νεαρός Γιάκομπ φον Γκούντεν, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας,
εγκαταλείπει την πατρική εστία για να πορευθεί περήφανα στη ζωή με τις δικές
του δυνάμεις και ως πρίγκιπας, οικειοθελώς έκπτωτος, εγγράφεται σε μια σχολή
υπηρετών.
Το κείμενο έχει φόρμα
ρεαλιστικού μυθιστορήματος μαθητείας με τη μορφή ημερολογίου. Πρόσωπα του έργου
εκτός από τον νεαρό οικότροφο φον Γκούντεν, είναι οι συμμαθητές του, με τον
Κράους να ξεχωρίζει ανάμεσά τους, ο αυταρχικός διευθυντής του ινστιτούτου και η
αδελφή του, νεαρή δασκάλα ιδιαίτερα αγαπητή στους μαθητές. Από τις πρώτες
γραμμές του κειμένου, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι εισέρχεται στον κόσμο
ενός ανορθόδοξου σχολείου και πολύ γρήγορα αποκαλύπτεται ότι η ρεαλιστική φόρμα
περικλείει ένα αλλόκοτο ονειρικό οικοδόμημα. Ένα μυθιστόρημα μαθητείας στο
οποίο η κατά παράδοση αφύπνιση του ήρωα αντιστρέφεται σε εφησυχασμό και σπουδή
στην ασημαντότητα.
Οι μαθητές περιφέρονται ή
στέκονται ακίνητοι στις μεγάλες μισοφωτισμένες αίθουσες και τους σιωπηλούς
διαδρόμους του ιδρύματος. Μοναδικό τους μάθημα η αποστήθιση αυστηρών κανόνων.
Οι παιδαγωγοί, με εξαίρεση την αδελφή του διευθυντή, μια πνοή ζεστασιάς και
τρυφερότητας, έχουν εγκαταλείψει τα καθήκοντα τους και είναι πάντα
μισοκοιμισμένοι. Ημιθανείς, παραδομένοι στον ανεξήγητο ύπνο τους μέσα στο ήσυχο
μισοσκότεινο κτίριο, αποτελούν ίσως το πιο χαρακτηριστικό σύμβολο αυτού του
οίκου παρακμής και απροσδιοριστίας.
Η επιρροή από την παράδοση
των παραμυθιών είναι εμφανής. Ο Γιάκομπ είναι ο μεταμφιεσμένος πρίγκιπας που
πρέπει να περάσει δοκιμασίες, το παράξενο ίδρυμα ένας άλλος μαγεμένος πύργος,
υπάρχει ο τρομακτικός διευθυντής – κακός γίγαντας και η δασκάλα με το λευκό
ραβδί, η καλή νεράιδα του παραμυθιού, που αδυνατεί όμως να σώσει οποιονδήποτε
και κυρίως τον εαυτό της.
Η ωρίμανση του νεαρού ήρωα,
όπως απαιτείται από το μυθιστόρημα μαθητείας, συντελείται μέσω της απομάγευσης του
κόσμου. Ο μύθος του διευθυντή-τέρατος καταρρέει και ο Γιάκομπ βλέπει έναν
στερημένο άνθρωπο με καταπιεσμένη ζωτικότητα, ο οποίος είναι μάλλον
ομοφυλόφιλος. Η παρουσία του Γιάκομπ τον απελευθερώνει και στο τέλος του
προτείνει να φύγουν μαζί στην έρημο σε μια δονκιχωτική έξοδο. Η αιθέρια
δασκάλα, χωρίς την αίγλη της μαγείας αποδεικνύεται μια ευαίσθητη και
απογοητευμένη γυναίκα χωρίς διεξόδους, όσο για τους δαιδαλώδεις διαδρόμους και
τα μυστικά διαμερίσματα που ονειρεύεται ο Γιάκομπ πίσω από την κλειστή πόρτα
της διευθυντικής κατοικίας δεν είναι τίποτα περισσότερο από δυο άχαρα και
μίζερα δωμάτια.
Κεντρικός άξονας του βιβλίου
είναι ο γρίφος της σχέσης του ήρωα με την έννοια της τυφλής υπακοής. Ο νεαρός
Γιάκομπ υμνεί την υποταγή, αντικείμενο του μοναδικού, καθημερινού μαθήματος που
επαναλαμβάνεται μονότονα, με οδηγό ένα και μόνο βιβλίο, και την ίδια στιγμή εμπαίζει την εξουσία, παραβιάζει τους κανόνες
και απολαμβάνει την ασέβεια. Κλειδί, ίσως, του γρίφου η σχέση του με τον
Κράους. Υπόδειγμα μαθητή και πρότυπο ταπεινότητας για τον ήρωα. Η προσωπικότητα
του συνίσταται στο «ιδανικό» του μη προσώπου, της μη σκέψης. Στο απολιθωμένο
σύμπαν του Ινστιτούτου, μέσα στη μονότονη επανάληψη της ίδιας μέρας, οι
ασφυκτικοί κανόνες που έχουν προβλέψει για όλα, διατηρούν και συγχρόνως
αποκαλύπτουν την απάτη της κατ’ επίφαση τάξης ενός κόσμου ρευστού και
ασυνάρτητου. Ο Κράους ως κραυγαλέο δείγμα νομοταγούς, στέρεης περσόνας
αποδεικνύει μέσω του υποδόριου σαρκασμού του Βάλζερ ότι αυτή ακριβώς η συνθήκη
της μη σκέψης (ο Γιάκομπ αποκαλεί συχνά τον αγαπητό του Κράους, ηλίθιο)
αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση της τάξης. Ο Κόσμος παραμένει στη θέση του,
σε μια λογική ακολουθία όσο το Κάτι θεωρείται αυτονόητο και κανείς δεν
αναρωτιέται για το Τίποτα. Αντιθέτως ο Γιάκομπ στοχάζεται το Τίποτα και μέσω
της στρατηγικής της παραίτησης (Ενρίκε
Βίλα Μάτας) επιλέγει την ευλογία του μηδενός και την ποίηση της ήττας, έτσι η ασημαντότητα
ορίζεται ως πεδίο απελευθέρωσης από το βάρος της ματαιοδοξίας και τις
καταπιεστικές φόρμες και επιταγές επιτυχίας του πολιτισμού.
Η διαρκής αυτοαναίρεση του
ήρωα και η υπονόμευση των άλλων μέσω της ειρωνείας υποδεικνύουν το σκοτεινό
υπόβαθρο της βαλζερικής σκέψης. Την ημέρα που ο νεαρός μαθητευόμενος περνάει
την πόρτα του Ινστιτούτου είναι σαν να ανοίγει μια πόρτα στο εσωτερικό του
Κόσμου και ταυτόχρονα πέρα από τον Κόσμο. Πίσω από τον ανάλαφρο τόνο της
ημερολογιακής αφήγησης διαφαίνεται η αγωνία που προκαλεί η επίγνωση μιας
χαοτικής πραγματικότητας χωρίς εσωτερική συνοχή.
Ίσως ο Βάλτερ Μπένγιαμιν
είναι εκείνος που περίγραψε με τον καλύτερο τρόπο το ανέμελο ύφος του Ελβετού
συγγραφέα: […] Γιατί τα αναφιλητά είναι η
μελωδία της φλυαρίας του Βάλζερ…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου