Η αμοιβαία και αρμονική σχέση του με τον
(συγ)γραφέα
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Ζακ Λακάν και Σαλβαντόρ Νταλί
|
Το ερώτημα, «ποιος ακριβώς μας διαβάζει;», αλλά
και το συναφές, «πώς ακριβώς μας διαβάζει;», απασχολεί όλους τους συγγραφείς,
όλους όσοι έχουν γραπτό δημόσιο λόγο. Ας μου επιτραπεί λοιπόν, μέσα στο
κατανυκτικό κλίμα των εορτών, ο προσωπικός τόνος, αφού υπάρχει πια ένα πλήθος
τεκμηρίων, τα οποία πιστοποιούν ποιός είναι ο πιο φανατικός αναγνώστης μου.
Πρόκειται για τον κ. Νάσο Βαγενά, ο
οποίος με σειρά κειμένων του τα τελευταία χρόνια, στο «Βήμα», σε λογοτεχνικά περιοδικά και σε βιβλία του, έχει αποδείξει
πως παρακολουθεί με αξιοθαύμαστη συστηματικότητα κάθε τι που γράφω.
Προσφάτως μάλιστα, αυτό το τιμητικό ενδιαφέρον
για τις απόψεις μου άγγιξε τα όρια της υπερβολής, και πρέπει να ομολογήσω πως
μου δημιούργησε μια κάποια αμηχανία. Γράφοντας ο κ. Βαγενάς την Εισαγωγή στην
ελληνική μετάφραση του βιβλίου του Τσβετάν
Τοντόροφ, «Η λογοτεχνία σε κίνδυνο», δεν έπραξε αυτό που θα έπραττε ο
καθένας μας, δηλαδή δεν κατέθεσε τις δικές του θεωρητικές απόψεις επί του βιβλίου,
απεμπολώντας έτσι την τιμή να συστήσει ο ίδιος το βιβλίο στο ελληνικό κοινό. Παραμέρισε
λοιπόν ευγενικά, και προτίμησε να ανασύρει μια συνέντευξη, εδώ στις
«Αναγνώσεις», που είχα πάρει προ επταετίας από τον Παναγιώτη Μουλλά, με αφορμή το βιβλίο τού Τοντόροφ, όταν αυτό είχε
κυκλοφορήσει στα γαλλικά. Μάλιστα, ο κ. Βαγενάς, στην Εισαγωγή του, σχολίασε
επισταμένως και ομοιοτρόπως, όχι μόνο τις απαντήσεις του Μουλλά αλλά και τις
δικές μου ερωτήσεις, επιδεικνύοντας, επιπλέον, μια δημοκρατικότητα δυσεύρετη
πια στις μέρες μας.
Έτσι, νομίζω πως δεν χωρά αμφιβολία, ότι είναι
εύλογη μια απόφαση που έχω πάρει εδώ και χρόνια: έχω πάψει να κρατώ αρχείο των
κειμένων που δημοσιεύω, αφού, όντας κάπως αμελής στα γραφειοκρατικά θέματα και
εντελώς ξένος προς τη χειροπρακτική αυτεπάρκεια, είναι σίγουρο πως όλο και κάτι
θα μου ξεφύγει, ενώ όταν ένας έγκριτος καθηγητής Θεωρίας και Κριτικής της
Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών με αποδελτιώνει τόσο συστηματικά, και τόσο
τιμητικά, έχω το κεφάλι μου ήσυχο.
Πρέπει βέβαια να ομολογήσω, ότι ο τρόπος με τον
οποίο ο κ. Βαγενάς αποκόπτει και παραθέτει αποσπάσματα κειμένων μου, με βάζει
σε ορισμένες σκέψεις και μου δημιουργεί μια κάποια ανησυχία για την επιμέλειά
του επί του νοήματος των κειμένων μου, αλλά, ακόμα κι έτσι, προέχουν άλλα
πράγματα, από το να ταξινομώ δημοσιεύματα. Ως εκ τούτου, ομολογώ πως δεν έχω αποδελτιώσει
ούτε και τα μύρια όσα δημοσιεύματα του κ. Βαγενά τα οποία ασχολούνται με το
έργο μου. Είμαι όμως σίγουρος ότι θα τα έχει ταξινομήσει και αυτά∙ άλλωστε
αρκετά περιλαμβάνονται στα βιβλία που έχει εκδώσει τα τελευταία χρόνια. Μέχρις
εδώ, λοιπόν, η σχέση μας με τον κ. Βαγενά προκύπτει αρμονική και αμοιβαία: εγώ
γράφω, απελευθερωμένος από τις έγνοιες της αρχειοθέτησης, κι εκείνος με
αποδελτιώνει και με σχολιάζει.
Όμως, παραμονές Χριστουγέννων, ένα κείμενό του
στο «Βήμα», υπό τον τίτλο «Παρανοϊκή κριτική», ήρθε να σκιάσει, ευτυχώς
φευγαλέα, την υποδειγματική σχέση μας. Στο εν λόγω κείμενο, ο κ. Βαγενάς δεν
σχολίασε απλώς κάποιο δημοσίευμά μου, αλλά επιχείρησε να περιγράψει και τη
μέθοδο με την οποία κρίνω τα λογοτεχνικά κείμενα. Προτίμησε, δε, να μην ορίσει
τη μέθοδό μου ευθέως, αλλά κατέφυγε σε μια ιδιότυπη «περιφραστική σπουδή»: κατέθεσε
την πεποίθησή του ότι ακολουθώ τη γνωστή μέθοδο του μεγάλου σουρεαλιστή
ζωγράφου Σαλβαντόρ Νταλί, η οποία μάλιστα
μέθοδος θρυλείται πως αξιοποιήθηκε θεωρητικά από τον επίσης μεγάλο, της
ψυχανάλυσης, Ζακ Λακάν.
Παρ’ ότι με συμπάθεια, και μια κάποια αμηχανία, αντιμετωπίζω
τον θαυμασμό προς το πρόσωπό μου, εκ μέρους τού πιο φανατικού
αναγνώστη/αρχειοθέτη μου, κ. Βαγενά, ομολογώ ότι μια τέτοια τιμητική συσχέτιση,
της δικιάς μου ταπεινής μεθόδου, με την «παρανοϊκοκριτική μέθοδο» του Νταλί,
δεν μπορώ να τη δεχθώ. Μάλιστα, για μια στιγμή μου πέρασε απ’ το νου η φευγαλέα
σκέψη πως αυτός ο συσχετισμός ίσως να ενέχει και κάποια υποτιμητική διάθεση.
Κάτι όμως το αναμφισβήτητο μέγεθος του Νταλί, κάτι η θρυλούμενη εμπλοκή του
Λακάν, με καθησύχασαν.
Παρ’ όλα αυτά, ένα ελάχιστο ίχνος έμενε ως σκιά,
ως «αγωνία της επίδρασης». Σπεύδω λοιπόν και ρίχνω μια ματιά στο ηλεκτρονικό
αρχείο του «Βήματος», ώστε να δω και άλλα κείμενα του κ. Βαγενά, και έτσι να
κατανοήσω πώς έφθασε -με δεδομένες τις καλές προθέσεις του, καθώς και την
επιμέλειά του- σε ένα τέτοιο συμπέρασμα, και αν όντως υπάρχει, έστω, η παραμικρή
υποψία υποτιμητικής διάθεσης.
Στέκομαι τυχερός. Βρίσκω ένα άλλο κείμενο του κ.
Βαγενά περί λογοτεχνικής θεωρίας, το οποίο αναφέρεται στο διάσημο δοκίμιο τού Ρολάν Μπαρτ, «Ο θάνατος του συγγραφέα».
Εκεί, ο κ. Βαγενάς αναμετράται, ευθαρσώς, με τον γάλλο θεωρητικό της
λογοτεχνίας, και δηλώνει, επί λέξει, πως οι θεωρητικές θέσεις που διατυπώνονται
στο εν λόγω δοκίμιο είναι «ανόητες». Συνεχίζει δε, επιχειρώντας να ερμηνεύσει,
με όρους μάλλον ψυχαναλυτικούς, πώς προέκυψαν οι εν λόγω θέσεις τού Μπαρτ, και δηλώνει,
πάλι ευθαρσώς: «οι θέσεις αυτές είναι
ανόητες [...], το κείμενο στο οποίο βρίσκονται θα πρέπει να είχε γραφεί από
έναν άνθρωπο σε κατάσταση θεωρητικής μέθης».
Εκπλήσσομαι. Πώς φθάνει σε ένα τέτοιο συμπέρασμα,
το οποίο ανατρέπει σχεδόν όλη τη θεωρία της λογοτεχνίας των τελευταίων
δεκαετιών, η οποία θεωρία βασίζεται εν πολλοίς πάνω στο εν λόγω δοκίμιο του
Μπαρτ; Μήπως αγνοώ κάποια ανατρεπτική θεωρητική τομή που ήδη έχει κάνει ο κ.
Βαγενάς στις λογοτεχνικές σπουδές; Πώς μου διέφυγε κάτι τέτοιο;
Αρχίζω να νιώθω ενοχές. Άλλωστε του οφείλω
χάριτες, για το χρόνο και τον κόπο που έχει αφιερώσει επί των κειμένων μου. Έτσι,
αποφασίζω να ασχοληθώ κι εγώ λίγο με τα κείμενά του. Διαβάζω λοιπόν και άλλο
Βαγενά, στο ηλεκτρονικό αρχείο του «Βήματος». Και τι ανακαλύπτω; Μια επίσης
ενδιαφέρουσα, επεξηγητική θεωρητική θέση του: «Ο Ρολάν Μπαρτ έλεγε, βέβαια, ότι ‘η κριτική πρέπει να παραληρεί’ [...] η άποψη αυτή μας λέει λιγότερα για την
κριτική και περισσότερα για τον ίδιο τον Ρολάν Μπαρτ».
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και αφήνω έναν στεναγμό ανακούφισης.
Και η τελευταία αμφιβολία μου, ότι ενδεχομένως η προσπάθεια του κ. Βαγενά να
ορίσει το θεωρητικό μου στίγμα ενέχει κάποιο ίχνος απαξίωσης, εξανεμίζεται. Ο
συσχετισμός της δικιάς μου κριτικής μεθόδου με την «παρανοϊκοκριτική» του Νταλί,
έγινε πάνω στο θεωρητικό υπόβαθρο μιας ερμηνείας του κ. Βαγενά για την μέθοδο
του Ρολάν Μπαρτ, την οποία την ερμηνεύει ως «παραληρηματική». Άρα, να με
τιμήσει ήθελε ο άνθρωπος, εντάσσοντας τις απόψεις μου και την κριτική μου
μέθοδο σε τέτοια συμφραζόμενα, έστω κι αν υπερέβαλε.
Τελικά, απ’ ότι φαίνεται, παρά την κρίση, δεν ζούμε σε μια
«κοινωνία ομοιωμάτων». Η πνευματική μας ζωή δεν έχει ευτελιστεί, δεν αναλώνεται
σε ασήμαντα πράγματα και φιλολογικές ανθυπολεπτομέρειες, το δε ύφος και οι
πρακτικές τού «διαμορφωτή της κοινής γνώμης» κ. Πρετεντέρη δεν ευδοκιμούν στο πνευματικό πεδίο, ούτε καν στις
φιλολογικές σελίδες του «Βήματος», των οποίων προΐσταται. Αντίθετα, εις των
ιδεών την πόλιν, ακόμα κι αν ενίοτε εμφιλοχωρούν εμπάθειες και μικρότητες, ακόμα
κι αν δεν έχει εγκαταλειφθεί ολοσχερώς η γνωστή πρακτική της κοπτοραπτικής
διαστρέβλωσης των κειμένων, ακόμα κι αν καμιά φορά οι προς σχολιασμό
παρατιθέμενες φράσεις είναι αλλοιωμένες, συνήθως ο καθείς γράφει μόνο για έργα
και πρόσωπα που τα θεωρεί σημαντικά, και γράφει ευθαρσώς, καλλιεργώντας μάλιστα
και προάγοντας τη λογοτεχνική θεωρία, υπερβαίνοντας έτσι τον ορίζοντα της
συγκυρίας, τον μίζερο ορίζοντα της κρίσης. Είναι μια παρήγορη διαπίστωση, μέσα
στο ζόφο των ημερών.
Ως εκ τούτου, οφείλω κι εγώ μια κίνηση ανταπόδοσης. Δεν είναι
σωστό ο κ. Βαγενάς να προστρέχει στα βιβλιοπωλεία και να αγοράζει τα βιβλία
μου, ώστε να γράψει γι’ αυτά στο «Βήμα», όπως έκανε με το τελευταίο μου βιβλίο,
που έχει τον τίτλο «Οι εστέτ», απ’ το οποίο μάλιστα παρέθεσε κι ένα απόσπασμα,
συμβάλλοντας έτσι στη διάδοση των ιδεών μου, ενδεχομένως δε και στην εμπορική
επιτυχία τού βιβλίου. Έτσι, δεσμεύομαι δημοσίως, ότι το επόμενο βιβλίο που θα
εκδώσω, θα το αποστείλω στον κ. Βαγενά, ως οφείλω, με την εξής ιδιόχειρη
αφιέρωση: «Στον πιο φανατικό αναγνώστη μου».
Άλλωστε, η σημασία τής σχέσης μας με τον κ. Βαγενά δεν
εξαντλείται στο φιλολογικό πεδίο αλλά έχει και εξόχως πολιτικό ενδιαφέρον. Για
παράδειγμα, στο προαναφερθέν κείμενό του στο «Βήμα», ο κ. Βαγενάς με αναγορεύει
σε «επίσημο
εκφραστή των περί λογοτεχνίας θέσεων του κόμματος της αξιωματικής
αντιπολίτευσης». Λυπάμαι, αλλά ούτε αυτή
τη φιλοφρόνηση μπορώ να τη δεχθώ, ακόμα και από κάποιον που δηλώνει, ευθαρσώς, «και αριστερός», γιατί η κουλτούρα της
αριστεράς δεν επιτρέπει τέτοιες αβρότητες. Αλλά μια τέτοια μικρή αβλεψία θα
πρέπει να τη συγχωρήσουμε στον κ. Βαγενά, γιατί, παρά τα όσα κοινά μας
συνδέουν, έχουμε και διαφορές. Αυτός, δηλώνει «και αριστερός και μνημονιακός», ενώ εγώ προφανώς δεν εμπίπτω σε
αυτή την εννοιολογική κατηγορία, ας πούμε για λόγους αισθητικούς.
Δεν πειράζει όμως, ας ανεχθούμε την, έστω ελάχιστη,
διαφορετικότητα των αναγνωστών μας, πόσω μάλλον των φανατικών, όταν αυτή είναι
ειλικρινής και πηγάζει από την αγωνία τους για το μέλλον της χώρας. Για
παράδειγμα, ο κ. Βαγενάς έχει δηλώσει προσφάτως: «Ο Πάγκαλος
έχει πει πολλά άτοπα, αλλά σε αυτό, ώς έναν βαθμό, έχει δίκιο. Μαζί την κάναμε
τη ζημιά...», σπεύδοντας μάλιστα να
συμπληρώσει: «Με τρομάζει η ανευθυνότητα του ΣΥΡΙΖΑ»...
Χρόνια μας πολλά, υγεία και μακροημέρευση, ακόμη και για όλους
εκείνους που «μαζί την έκαναν τη ζημιά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου