7/12/13

O Αρχιερέας του Άντον Τσέχοφ

«...και καλήν απολογίαν επί του φοβερού βήματος»

ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ

Στη μνήμη του πατέρα μου

Ας δηλωθεί εξαρχής: στο αριστουργηματικό, προτελευταίο, εικοσασέλιδο διήγημα του Τσέχοφ O αρχιερέας (1902) ο ήχος της φωνής του συγγραφέα, αν και φαινομενικά χαμηλός, είναι, ταυτόχρονα, ασυνήθιστα σπαρακτικός. Ο Τσέχοφ περιέλαβε σ’ αυτό πολλά από τα πάγια θέματα και τις εικόνες του, προσδίδοντάς του τα χαρακτηριστικά ενός «κειμένου καλλιτεχνικής κληρονομιάς».
Πώς στέκεται ένας άνδρας με δημόσιο αξίωμα στο κατώφλι του θανάτου, προσπαθώντας να βρει απαντήσεις σε βασικά υπαρξιακά ερωτήματα; Ο συγγραφέας, μιλώντας επ’ αυτών με έναν αυστηρό και συναρπαστικής ευστοχίας τρόπο, χωρίς αυταπάτες ή παρηγορητικά ψέματα, δεν παραδίδει μια καταθλιπτική ιστορία: η αξιοπιστία του έργου δεν οφείλεται στο συναισθηματισμό του αλλά στο ότι η ιστορία περιλαμβάνει όχι μόνο το θάνατο αλλά, εκ παραλλήλου, φάσεις του παρελθόντος· εν τέλει όλη τη ζωή του αφηγηματικού ήρωα.
Στενά συνδεδεμένο όσον αφορά το θέμα του με μια τόσο «γενική ιδέα» όπως η θρησκεία, επιβεβαιώνει τις θεμελιώδεις λογοτεχνικές αρχές του Τσέχοφ: την αλήθεια και την ομορφιά – αρετές όσο ποτέ άρρηκτα συνδεδεμένες με το δημιουργικό κόσμο του συγγραφέα. Το διήγημα άργησε να εισέλθει στον ελληνόγλωσσο τσεχοφικό πεζογραφικό κανόνα: εντοπίζω τρεις αποδόσεις του, όλες απευθείας από τα ρωσικά, από την Μίλια Ροζίδη (Οι μουζίκοι και άλλα ένδεκα διηγήματα, Διογένης, 1975), τον Γιάννη Στυλιάτη (Επιλογή από το έργο του. Τόμος Α΄. 21 νουβέλες και διηγήματα, Κέδρος, 1998) και τον Δημήτρη Τριανταφυλλίδη (Ρωσικές πασχαλινές ιστορίες, Νάρκισσος, 2005).

Ένας καλλιτέχνης απαλλαγμένος από το θρησκευτικό αίσθημα, όπως ο Τσέχοφ, θέτει στο κέντρο της αφήγησής του, η οποία καλύπτει τις τελευταίες μέρες ζωής του επισκόπου Πέτρου, θέματα πίστης στο πλαίσιο του ορθόδοξου τελετουργικού της Μεγάλης Εβδομάδας. Με αφετηρία τη σχεδόν ονειρική ακολουθία την Κυριακή των Βαϊων και κατάληξη το θάνατο του αρχιερέα που εντάσσεται στους χαρωπούς πασχαλιάτικους ήχους (αναγέννηση) της ανοιξιάτικης λιακάδας. Ο Τσέχοφ δεν περιορίζεται στα σωματικά συμπτώματα της αρρώστιας: Κοντά στον τυφοειδή πυρετό και την εντερική αιμορραγία υπάρχουν η άρνηση της οκτάχρονης Κάτιας να τρομάξει με το θάνατο και η τρυφερότητα της μάνας, συνδυασμένη με τον αμήχανο σεβασμό προς τον χαρισματικό γιο της.
Ο Τσέχοφ δεν παύει να περιγράφει αντικειμενικά, μέσα από τα μάτια ενός ερευνητή, τις τελευταίες ημέρες ενός άνδρα αληθινά πιστού. Στην περίπλοκη απεικόνιση μιας προσωπικότητας από το ιερατείο, επιλέγει ένα σχήμα λόγου δοκιμασμένο: να δει τον κόσμο «μέσα από τα μάτια του αρχιερέα Πέτρου», όπως είχε, προγενέστερα, επιτυχώς επιχειρήσει σε ιστορίες για ληστές αλόγων και μηχανικούς, τρομοκράτες και μοναχούς, αγρότες και δημόσιους υπάλληλους, δολοφόνους και νοητικά ασθενείς. Ως υποψιασμένοι αναγνώστες μπαίνουμε, όμως, στον πειρασμό να θεωρήσουμε ότι η αποστολή και το υψηλό αξίωμα του κεντρικού ήρωα δίνουν στον Τσέχοφ την ευκαιρία να απεικονίσει μια κατάσταση που ήταν κοντά στη δική του: ένας άνθρωπος από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα που φαίνεται να έχει καταφέρει όσα ονειρεύτηκε, ένας άνδρας που επιθυμούσε να γίνει δάσκαλος στη ζωή και ο οποίος μάχεται με άλυτες αντιφάσεις και γρίφους∙ ένας άνδρας που παρότι, λόγω θέσης, στέκεται «υψηλότερα» των υπολοίπων χρειάζεται την καθημερινή ανθρώπινη επαφή.
Αναφορικά με τις θρησκευτικές απόψεις του Τσέχοφ, πέρα από χρήσιμους δείκτες στα λογοτεχνικά του έργα, ας αναγνωρίσουμε ότι δέχτηκε το ορθόδοξο δόγμα ως χαρακτηριστικό της ρώσικης ζωής και, στα συγγραφικά πορτρέτα θρησκευόμενων ανθρώπων, διατήρησε μια συμπεριφορά με ανοχή και ουδετερότητα. Παρότι τονίζονται με ακρίβεια τα «ειδικά» χαρακτηριστικά του ήρωα, το διήγημα δεν είναι μια «μερικώς ειδικευμένη» ιστορία που απεικονίζει τον τρόπο ζωής του υψηλού ιερατείου. Αυτό που βρίσκεται στον πυρήνα των συναισθημάτων του αρχιερέα Πέτρου και των εμπειριών του δεν έχει να κάνει σε καμιά περίπτωση με την αποστολή του ή το υψηλό αξίωμα. Ο αρχιερέας δεν εύχεται να παραιτηθεί από την ελπίδα, δεν έχει ακόμα αποκτήσει όσα ήλπιζε στην επίγεια ζωή του. Ο Τσέχοφ δεν οδηγεί τον ήρωά του στη μετάνοια για τις επίγειες δραστηριότητές του, δεν τον καθιστά ένα με το Θεό ούτε αποποιείται τη σάρκα.
Στη δική του ζωή ο Τσέχοφ απέφυγε με σθένος την επιρροή της θρησκείας αποκτώντας μια ουδέτερη άποψη για την αναζήτηση της θρησκευτικής πίστης και των πιστών. Η αντιμετώπιση των θρησκευτικών προβλημάτων στο έργο του, καθώς και άλλων «ειδικών» προβλημάτων, δεν υποδηλώνει ούτε αποδοχή ούτε επίκριση. Ο Τσέχοφ δεν υπήρξε αδιάλλακτα αντίθετος απέναντι σε ανθρώπους με θρησκευτικές πεποιθήσεις, κατανοώντας την πίεση των κοινωνικών αιτιών που μπορεί να ωθούν τους ανθρώπους προς τη θρησκεία. Όταν απεικονίζει τους πιστούς, δεν κάνει καμιά προσπάθεια να δείξει αν οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των ηρώων του είναι σωστές ή λάθος. Απεναντίας, χρησιμοποιεί ένα διαφορετικό πλάνο κρίνοντας τους ανθρώπους όχι ως πιστούς ή μη πιστούς αλλά με βάση το χαρακτήρα, τις πεποιθήσεις και τη συμπεριφορά τους. Δεν προβαίνει σε μια φιλοσοφική αξιολόγηση των θρησκευτικών πεποιθήσεων αλλά πώς αυτές διαμορφώνονται υπό το φως των γενικών κριτηρίων ηθικής.
Για τον Τσέχοφ, ο Πέτρος είναι, κατά μείζονα λόγο, ένας άνδρας ενδεδυμένος με το φαιλόνιο που βρίσκεται υπό το βάρος ενός φορτίου το οποίο αισθάνεται πέραν των δυνάμεών του. Οτιδήποτε συνδέθηκε με την προνομιακή θέση του, οτιδήποτε τον απομακρύνει από τη ζωή του καθημερινού ανθρώπου, το θεωρεί επαχθές: δεν είναι τυχαίο ότι στο όνειρο, πριν το θάνατό του, βλέπει τον εαυτό του ως έναν απλό άνθρωπο ο οποίος απαλλάσσεται, εν τέλει, από τα δεσμά και το βάρος της εξουσίας και της φήμης και είναι ελεύθερος να κατευθυνθεί οπουδήποτε ο ίδιος θα επιλέξει. Ας μην αγνοούμε, ότι ακόμη και η μητέρα του στέκεται ντροπαλή απέναντί του.
Οι άνθρωποι βλέπουν στο πρόσωπό του μόνο τον «αρχιερέα» και όχι την ανθρώπινη υπόστασή του· συνθήκη που ο ήρωας (και ο Τσέχοφ μαζί του) θεωρεί κατάρα, έναν ακατανόητο γρίφο, έναν τραγικό παραλογισμό της ζωής. Η ιστορία του διηγήματος μοιάζει να απηχεί στοιχεία από την προσωπική ζωή του Τσέχοφ στην τελευταία περίοδο του βίου του. Η μοναξιά, το προαίσθημα ότι ο θάνατος πλησιάζει, το πλήθος ασήμαντων λεπτομερειών που διακόπτουν το δημιουργικό έργο του, οι πολλοί επισκέπτες ωστόσο κανείς με τον οποίο να μπορεί να μιλήσει ειλικρινά αποτελούν μοτίβα που συμπληρώνουν τις επιστολές που στέλνει ο συγγραφέας από τη Γιάλτα.
Ο μυθοπλαστικός αρχιερέας, καθώς ανακαλεί με ευγνωμοσύνη στη μνήμη του τα μοναδικά καλά πράγματα που του έδωσε η ζωή, συνειδητοποιεί ότι όλα εκείνα προσφέρονται στον άνθρωπο μόνο μια φορά και «ούτε θα επαναληφθούν ούτε θα συνεχιστούν» και γι’ αυτό το λόγο ο ίδιος είναι όχι μόνο αυστηρός αλλά και τρυφερός με τους ανθρώπους και με τη ζωή στο σύνολό της. Η ιστορία ενός ετοιμοθάνατου αρχιερέα δίνει αναγνωστικά ερεθίσματα για την εικόνα ενός Τσέχοφ, φτιαγμένου από ισοδύναμα μέρη σοφίας και ευαισθησίας, καθώς αγγίζει τα θεμελιώδη ερωτήματα του βίου κάθε «κοινού» άνθρωπου: τι είδους χαρές γεύεται, τι δηλητηριάζει τη ζωή του, ποια είναι η συμπεριφορά που υιοθετεί μπρος στο θάνατο.

Ο Κωνσταντίνος Κυριακός διδάσκει στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών

Γιάννης Κολιός- Ο Αρχιερέας

Δεν υπάρχουν σχόλια: