7/12/13

Ο Τσέχοφ και η κοινωνική επανάσταση

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ

ΑΝΤΟΝ ΠΑΥΛΟΒΙΤΣ ΤΣΕΧΟΦ, Η ζωή μου (Η ζωή ενός επαρχιώτη)[i]

Αφηγματολογικά, αυτό το μικρό μυθιστόρημα, του Τσέχοφ, προσφέρεται ως υποδειγματικό διδακτικό υλικό, σχετικό με την «Τέχνη του συγγραφέα», για πολλούς λόγους. Ένας είναι ο μύθος του, η πολιτική σύγκρουση των γενεών μέσα σε κλίμα κοινωνικής παρακμής – υλικό διαιώνιο, ανεξάντλητο. Κλίμα που, ως αλληγορία, ταιριάζει στην σημερινή, εν προόδω ολιγαρχική, Ευρώπη∙ κι αυτός ήταν ένας ακόμη λόγος που το επιλέξαμε για επαν–ανάγνωση.
Αλλά, πριν από τον μύθο, την ιστορία, και τον συσχετισμό τους με το σήμερα, ας δούμε στο έργο τα αφηγηματολογικά κριτήρια της αρτιότητάς του. Η γλώσσα, όπως μας την μετέφερε η μεταφράστρια, Νάνσυ Κουβαράκου, είναι απολύτως οργανική∙ τα πρόσωπα–χαρακτήρες πειστικά, αφού, ο συγγραφέας τα υποβάλει σε περίτεχνη αφηγηματική διαδικασία με: κλιμάκωση, κορύφωση (στα αδιέξοδά τους), αποκλιμάκωση και, τέλος, σε έμμεση ή άρρητη κάθαρση –η οποία αποτελεί προσφιλή τρόπο του Τσέχοφ, στο να «κλείνει» έτσι πολλές μυθοπλασίες του.
Σημειώνουμε, ότι ακριβώς επειδή τα πρόσωπα–χαρακτήρες παρουσιάζονται με τον τρόπο που προαναφέραμε, (καθώς και άλλα στοιχεία μορφής, περιεχομένου, δομής, όπως ο χωρισμός του κειμένου σε είκοσι αριθμημένα κεφάλαια κλιμακούμενης πλοκής, κ.λπ.), το έργο ανταποκρίνεται στον ορισμό «μικρό μυθιστόρημα» και όχι στον ασαφέστατο εκείνον της νουβέλας ή του μεγάλου διηγήματος.

Διάφανα είναι και τα στοιχεία των αφηγηματικών επιπέδων, των θέσεων του αφη­γητή, τα μεταδιηγητικά πρόσωπα, οι ακριβέστατες εστιάσεις, ο χειρισμός των φωνών, η πλοκή, με την τσεχοφική «θεατρικότητα», καθώς και η συνολική διαχείριση του χώρου (με τα επιμέρους αριστουργηματικά «σκηνικά»), και του χρόνου.
Ειδικότερα, το θέμα της διαχείρισης του αφηγηματικού χρόνου αποτελεί καίριο ζήτημα, συνολικά στο έργο του Τσέχοφ. Π.χ., η χρονική διαχείριση στο, Η κυρία με το σκυλάκι, οδηγεί σε έναν καταιγιστικό ρυθμό, μέσα από εναλλασσόμενες εικόνες, σκηνές, γεγονότα, ψυχολογικές καταστάσεις, κ.λπ. Αντίθετα, στο, Η ζωή μου, υπάρχουν διαφορετικοί χειρισμοί, σε χρόνο και ρυθμό, μέσα από συμπυκνώσεις, επιταχύνσεις και χρονικά άλματα, τα οποία επηρεάζουν την εξέλιξη προσώπων–χαρα­κτήρων. Έτσι, με συμπιεσμένες ή αφαιρετικά παρουσιαζόμενες τις αντιδράσεις τους στο χρόνο, τα πρόσωπα γίνονται αδρότερα, πιο καταγγελτικά, άλλοτε άκαμπτα ή και ανελέητα, ως προς το μεταφερόμενο κοινωνικό μήνυμα. Με δεδομένο, ότι οι χαρακτήρες παράγουν πλοκή, ευνόητο είναι πως κάθε –χρονική– μεταβολή σε αυτούς επηρεάζει το συνολικό μήνυμα του έργου.
Ο συγγραφέας επεμβαίνει δραστικά στην ιστορία και με προοικονομίες, προσημάνσεις, αλλά και πρόδρομες αφηγήσεις, οι οποίες στο, Η ζωή μου, είναι κοφτές, στακάτες, σχεδόν «αξιωματικές». Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχουν κάποιες βίαιες αφηγηματικές στροφές, σε μια ροή με πολλά –εξίσου βίαια– ψυχολογικά στοιχεία που καθορίζουν την τελική έκβαση.
Γιάννης Κολιός-
Άντον Τσέχωφ, Η Ζωή μου
Σε αυτό το έργο, αλλά και γενικότερα, στον Τσέχοφ, υπάρχουν κατάλοιπα ενός ιδιότυπου ρομαντισμού, ως αντανάκλαση, θα λέγαμε, του τυπικού Ρομαντισμού που συναντάμε σε παλιότερα έργα, π.χ., του Πούσκιν. Ο άνθρωπος του Τσέχοφ θέλγεται κι αυτός από τη φύση, συμμετέχει σ’ αυτήν, αλλά με το δικό του τρόπο, διαφορετικό από το διονυσιακό ιδεώδες του Ρομαντισμού, των αρχών του 19ου αι. Παράλληλα, μια ηφαιστειώδης ψυχική ανησυχία τον κάνει να επαναστατεί διαρκώς, απέναντι στον κόσμο, την κοινωνία, και να βρίσκεται σε συνεχή ψυχική βάσανο, αν όχι ανισορροπία. Έτσι, ο τσεχοφικός ρομαντισμός, που έχει τον δικό του λυρισμό, αναδεικνύει ανήσυχα πρόσωπα–χαρακτήρες, στοχαστικούς ερωτευμένους, διάχυτη μελαγχολία, μοιραίες –έως και «στιγματισμένες»– αντιδράσεις, αίσθημα βουβής απελπισίας μπροστά στη μη υπέρβαση, ενώ συχνότατα καιροφυλακτεί το ανολοκλήρωτο.
Σχετικά με τους τρόπους Προσέγγισης ενός έργου, ο Τέρι Ήγκλετον (Terry Eagleton)[ii], κ.ά., θεωρούν, ότι τον 19ου αι., ο συγγραφέας είναι «κυρίαρχος» του έργου του. Την εποχή του Τσέχοφ, και στην πράξη, το ζήτημα είχε ιδιαίτερη σημασία. Ο βιογραφισμός, όπως ονομάστηκε εκ των υστέρων, αντανακλούσε έντονα στον συγγραφέα, με αποτέλεσμα να ταυτίζονται οι μυθοπλασίες του, τόσο με τη ζωή του όσο και με τις προσωπικές του απόψεις για τον κόσμο. Κι αυτό έκανε δύσκολη τη ζωή και το έργο οποιουδήποτε κατέκρινε με την πένα του θεσμούς και κοινωνικές δομές.
Ο Τσέχοφ, συχνότατα κάνει μεγεθυσμένες «προβολές» ή ιδεαλιστικές αντιστροφές της ζωής του, μέσα στα έργα του, τις ενσωματώνει στα μυθοπλασμένα του πρόσωπα και τις καταστάσεις που διαπλέκει γύρω τους. Με αυτή την έννοια συγκρούεται με τον κοινωνικό περίγυρο, τον καταγγείλει. Σε όλο του το έργο η κοινωνία, κρινόμενη ανελέητα, είναι παρούσα με όλες τις εκφάνσεις της. Στο ξεχωριστό διήγημά του, Η Ευτυχία, η ακροτελεύτια φράση του: «Τα πρόβατα, σκέπτονταν κι αυτά…», εισάγει τη σαρκαστική υπόνοια, ότι, τα πρόβατα σκέφτονται, ενώ οι άνθρωποι; Στο, Ο θάλα­μος αρ.6, καταδεικνύεται ένα σύστημα που καταξιώνει τους χαφιέδες και αποδο­κιμάζει τους άξιους. Εδώ, οι άνθρωποι εμφανίζονται χωρίς βούληση, μεταξύ ψυχα­σθένειας και αποδεκτής «πραγματικότητας», ενώ τους περιτριγυρίζουν ανθρωπο–φύ­λακες κτήνη. «Η ζωή είναι μία δυσάρεστη παγίδα», γράφει ο Τσέχοφ, και οι οπτικές γωνίες που χρησιμοποιεί το αποδεικνύουν.
Στο, Η ζωή μου, αποτυπώνεται μια κοινωνία από την οποία η δική μας, σημερινή κοινωνία της Κρίσης, τίποτε δεν έχει να ζηλέψει. Ο πρωταγωνιστής, του Τσέχοφ, Μισαήλ Πολόζνιεφ, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας ολιγαρχών, σπάει κάθε κοι­νωνική σύμβαση και επιλέγει να ζήσει ως χειρώνακτας εργάτης. Μετράει τη ζωή του με την ημερήσια εργασία του, κερδίζει το ψωμί του από μέρα σε μέρα, μόνο με τα έργα των χεριών του. Έτσι, αμφισβητεί θεμελιακά προνόμια της πλουτοκρατικής κοινωνίας. Σε έναν από τους πολλούς καβγάδες, με τον αριστοκράτη αρχιτέκτονα πατέρα του, που έχει καισαρική νοοτροπία και αντιλήψεις, ο Μισαήλ, του λέει: «Αυτό που ονομάζετε θέση στην κοινωνία αποτελεί προνόμιο του κεφαλαίου και της μόρφωσης. Εκείνοι που δεν έχουν ούτε πλούτο ούτε μόρφωση κερδίζουν κάθε μέρα το ψωμί τους με χειρωνακτική δουλειά, και δεν καταλαβαίνω γιατί εγώ αποτελώ εξαίρεση».
Στην ουσία, ο Τσέχοφ, είναι ο ευαίσθητος δέκτης, ο προάγγελος παγκόσμια κατά­λυτικών γεγονότων που θα ερχόνταν 21 χρόνια μετά, από το 1896, όταν δημοσιεύθηκε λογοκριμένο αυτό το, ίσως, πιο πολιτικοποιημένο έργο του. Υπήρχε, και τότε, μια γενικευμένη κρίση αξιών, οι ρυθμοί αστικοποίησης είχαν επιταχυνθεί και επαναπροσ­διοριζόταν η εκβιομηχάνιση. Ταυτόχρονα, η ολοκλήρωση στην διάσπαση της φεου­δαρχικής κοινωνίας είχε ως αποτέλεσμα μια σειρά ραγδαίων εξελίξεων σε οικονομικό, κοινωνικό, πολιτισμικό επίπεδο. Οι έντονες οικονομικές ανακατατάξεις οδήγησαν σε σημαντική πτώση του βιοτικού επιπέδου, έως και του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού. Επακολούθησαν κοινωνικές εκρήξεις, επαναστατικά κινήματα, με κορύφωση τη Ρωσική επανάσταση, το 1917.
Ο Τσέχοφ, σ’ αυτό το έργο του, τα βάζει με όλους και όλα, θεούς και δαίμονες, καλούς και κακούς, φτωχούς ή πλούσιους μουζίκους, αριστοκράτες και μη. Δοκι­μάζει τις αντοχές του θεσμού της οικογένειας, παίρνει θέση στο θέμα της ανύπαντρης μητέρας. Και, δεν εξαιρεί κανέναν από την κριτική του, ούτε καν τον, ευδιάκριτο μέσα από τις γραμμές, εαυτό του.
Ένα στοιχείο άξιο προσοχής είναι και ο φαινόμενος «μισογυνισμός» του. Γιατί, θα πρέπει να εξεταστεί μέσα από το πρίσμα της γενικότερης κοινωνικής κριτικής, που ασκεί σε άντρες και γυναίκες, δηλαδή, σε όλους! Είναι προφανές ότι τους θέλει πλάσματα ενός νέου, δικαιότερου, κόσμου. Και, οι γυναίκες, ως «κατώτερα κοινωνικά όντα» μιας αυταρχικής εποχής, εμφανίζουν και τα περισσότερα σημάδια αδυναμίας στον αγώνα, για μια καλύτερη θέση στην κοινωνία. Όμως, η αδελφή του Μισαήλ, είναι αυτή που θα περάσει τον Γολγοθά του καίσαρα–πατέρα (τους), την αρχικά απορριπτική στάση του αδερφού της, την κοινωνική απομόνωση, και θα ζήσει τον ελεύθερο –χωρίς γάμο– έρωτά της, θα γεννήσει ένα παιδί, αλλά τελικά η ίδια θα πεθάνει –προφανώς, ως συγγραφικό σύμβολο θυσίας στον αγώνα (της) για χειραφέτηση. 
Όσον αφορά την κριτική απέναντι στον απλό λαό, έχουμε τον Στεπάν Πέτροβιτς –μουζίκος κι αυτός, βυρσοδέψης–, να λέει: «Είναι οι μουζίκοι άνθρωποι; Δεν είναι άνθρωποι, αλλά αγρίμια, αγύρτες, με το συμπάθιο. Τι ζωή κάνει ο μουζίκος; Μονάχα τρώει και πίνει. Το μόνο που τον νοιάζει είναι να βρίσκει πιο φτηνά τρόφιμα και να μπεκρουλιάζει στην ταβέρνα σαν ηλίθιος ... Κακομαθημένος είναι και αστοιχείω­τος, κυρία μου, δεν είναι η φτώχεια ... κι αν βρει χρήματα... θ’ ανοίξει καπηλειό και... θ’ αρχίσει να κλέβει τον κόσμο.»
Υπάρχει ακόμη και η Μάσα, η γυναίκα του Μισαήλ. Η οποία διεκδικεί και βρίσκει τη χειραφέτησή της μέσα από τον γάμο τους (που εκείνη προκάλεσε), το διαζύγιο (που του ζήτησε κι εκείνος της έδωσε), και τη φυγή–ταξίδι της στην Αμερική. Και είναι αυτή που λέει, στον Μισαήλ: «Χρειάζονται άλλες μέθοδοι αγώνα, ισχυρές, τολμηρές, γρήγορες. Αν κάποιος θέλει πραγματικά να είναι χρήσιμος, πρέπει να βγει απ’ τον στενό κύκλο της συνηθισμένης κοινωνικής εργασίας και να προσπαθήσει να επηρεάσει τις μάζες! Αυτό, που χρειάζεται πρώτα απ’ όλα είναι μια ηχηρή ενεργητική προπαγάνδα
Λίγο πριν το τέλος του μυθιστορήματος, ο Μισαήλ, λέει, για τους κατοίκους της πόλης του, τα εξής, που τα θεωρούμε ανατριχιαστική αλληγορία για τις σημερινές κοινωνίες: «δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί ζούσαν αυτοί ... οι άνθρωποι, γιατί διάβαζαν το ευαγγέλιο, γιατί προσεύχονταν, γιατί διάβαζαν βιβλία και περιοδικά. Τι καλό τούς είχαν κάνει όλα όσα είχαν ειπωθεί και γραφτεί ως τώρα, αν εξακολου­θούσαν να διακατέχονται απ’ το ίδιο πνευματικό σκοτάδι και μίσος για την ελευθερία, σαν να ζούσαν εκατό ή τριακόσια χρόνια πριν; Ένας εργολάβος περνάει όλη του τη ζωή χτίζοντας σπίτια στην πόλη και πάντα, μέχρι να πεθάνει, λέει ‘γκαρελί’ αντί ‘γκαλερί’. Αυτοί ... οι άνθρωποι διαβάζουν κι ακούνε για την αλήθεια, για την δικαιοσύνη, για το έλεος, για την ελευθερία, γενιές ολόκληρες, κι όμως απ’ το πρωί ως το βράδυ, μέχρι να πεθάνουν, λένε ψέματα, βασανίζουν ο ένας τον άλλον και φοβούνται και μισούν την ελευθερία σαν θανάσιμο εχθρό.»
Στο 20ό, τελευταίο, κεφάλαιο του μυθιστορήματος, ο Μισαήλ, λέει: «...αυτά που πέρασα δεν ήταν μάταια...», και αφήνει, έτσι, ένα μισάνοιχτο παράθυρο σε ένα καλύτερο αύριο, μετά τη δοκιμασία.
Ας ελπίσουμε, ότι όλα όσα συμβαίνουν στις μέρες μας, με την Κρίση να μαστίζει την Ευρώπη, δεν θα οδηγήσουν σε μια εφιαλτική εγκαθίδρυση του πιο απάνθρωπου ολιγαρχικού παρελθόντος. Δεν θα πισωγυρίσουμε «...εκατό ή τριακόσια χρόνια πριν», όπως λέει ο Μισαήλ (...Τσέχοφ). Και, ότι ο οικονομικός, ο τραπεζικός, αλλά και ο γραφειοκρατικός «καισαρισμός» –όπως τον εννοούσε ο Γκράμσ[iii]– θα συγκρουστεί και θα νικηθεί από μια δημοκρατία σε διαρκή πρόοδο, με όλο και πιο ανθρώπινο πρόσωπο.

Ο Γιώργος Ρωμανός είναι πεζογράφος


[i] Άντον Τσέχοφ, Το βασίλειο των γυναικών και άλλα διηγήματα, μετάφραση Νάνσυ Κουβαράκου, εκδόσεις Ροές, 2007.
[ii] Τέρι Ήγκλετον, Εισαγωγή στη θεωρία της λογοτεχνίας, μετφρ Μιχάλης Μαυρώνας, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα, 1989.
[iii] α. Αντώνιο Γκράμσι: Γράμματα από τη φυλακή, Αθήνα, εκδόσεις Ηριδανός, 1972, β. Ιστορικός υλισμός Τετράδια της φυλακής, εκδόσεις Οδυσσέας, 1973.

Δεν υπάρχουν σχόλια: