24/12/13

Το θαύμα

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ

Γιώργος Ρωμανός, Νυχτερινό φως,
λάδι σε μουσαμά με ζωγραφισμένη κορνίζα, 33,5 x 27,7 εκ. 

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ

Τέλειωνε και το 1999, έφταναν τα Χριστούγεννα, κι ο πατέρας μου δεν έλεγε να έρθει, στη Σαλονίκη. Η θεία μου, αδερφή του πατέρα μου, κι εγώ νοικιάζαμε ένα σπιτάκι, δυο δωμάτια, στις Συκιές, κοντά στα κάστρα. Τα νέα από την Γιουγκοσλαβία όλο και χειρότερα. Αμερικάνοι και Ευρωπαίοι μας είχαν βομβαρδίσει τον Μάρτιο, μας κατέστρεψαν. Απ’ τον πατέρα μου κανένα νέο· από καιρό. Οι μουσουλμάνοι τον κυνηγούσαν και οι χριστιανοί τον έλεγαν προδότη, επειδή είχε παντρευτεί μουσουλμάνα. Κρυβόταν από τότε που, μέρα μεσημέρι, στη μέση του δρόμου, έκοψε με φαλτσέτα το λαιμό του Ντραγκάντσε, του Βόσνιου –Αρουραίο τον λέγανε. Κι αρχίσανε οι Βόσνιοι να κυνηγάγανε τον πατέρα μου, να τον σκοτώσουν. Ο Ντραγκάντσε ήτανε αδερφός της μάνας μου και την είχε σφάξει ο ίδιος. «Μουσουλμάνα», είπε, «να κλεφτεί με έναν Σέρβο, χριστιανό…». Έτσι άρχισε η βεντέτα. Κι ο πατέρας μου πήρε τα βουνά· εκεί τον βρήκε ο πόλεμος.
Πήγαινα πρώτη γυμνασίου. Η φιλόλογος, η κυρία Χριστίνα, με αγαπούσε. Την είχα δει να μιλάει, με τις ώρες, με τη θεία Μιλίνκα. Σίγουρα θα της έλεγε πόσο πολύ διάβαζα στο σπίτι, για να με παραδέχονται τα άλλα παιδιά στην τάξη· πόσο ήθελα να νιώσω πατρίδα μου τη Σαλονίκη. Να ανήκω κάπου. Εγώ, ο ξένος. Όλο «Αλέξανδρε» κι «Αλέξανδρε», με είχε η κυρία. Αλλά κι εγώ ήμουνα πρώτος, στα Μαθηματικά, τη Γεωγραφία, τη Ζωγραφική. Έκρυβα την καταγωγή μου απ’ όλα τα παιδιά, εκτός από το φίλο μου τον Σπύρο, σε κανέναν δεν έλεγα πως ήμουν Σέρβος. Έλληνας έλεγα, και πως πριν έρθω, ζούσα με τον πατέρα μου στη Γερμανία. Όταν δυσκόλεψαν, εκεί, τα πράγματα αναγκαστήκαμε να ’ρθουμε στην Ελλάδα, με τη θεία μου. Ο Σπύρος, ήτανε ο μόνος άνθρωπος που υπέφερε για μένα. Ένιωθε για το δικό μου Κόσοβο, όπως εγώ ένιωθα για τη Σαλονίκη του. Μας πλάνταζε κρυφός καημός, θέλαμε να ζούμε αλλού, κάπου μακριά από όλους και όλα.

Η μάνα του Σπύρου είχε στολίσει και φέτος χριστουγεννιάτικο δέντρο. Μ’ άρεζε το δέντρο. Στο σπίτι μας δεν στολίζαμε, μόνο κάτι κλαριά έφερνε ο πατέρας μου, έτσι για το καλό. Δεν ήθελε να νιώθει άσχημα η μάνα μου, η Μουσουλμάνα. Την αγαπούσε, μου ’χε πει μια φορά, σαν το χώμα της ψυχής του, σαν τη γη του. Ποτέ δεν είχα ζήσει γιορτές, όπως εδώ, στο σπίτι του Σπύρου. Μ’ άρεζε κι όταν ξετυλίγαμε τα στολίδια του δέντρου. Μαζευόμασταν όλοι. Ο Σπύρος, ο πατέρας του, η μικρή του αδερφή, η μάνα του, η θεία Μιλίνκα κι εγώ. Χαρτιά, κουτιά, μπάλες, τούφες από πριονίδια, αγγελάκια, γιρλάντες, λαμπιόνια. Κάτω από το δέντρο, μικρά αγάλματα. Το σπήλαιο, ο Χριστός, ο Ιωσήφ, βοσκοί, μάγοι, πρόβατα, γελάδες στο παχνί. Ένα άγαλμα, το πιο ωραίο, η Παναγία, με γαλάζιο φόρεμα και κόκκινη μαντίλα.
Κάποια στιγμή που είχανε φύγει όλοι και χάζευα τα αγαλματάκια, μου πέφτει κάτω η Παναγία και σπάει το ένα της χέρι. Γύψινη σκόνη στο πάτωμα. Την ξανάβαλα στη θέση της, λίγο στο πλάι, έτσι που να μη φαίνεται το σπασμένο. Έκρυψα τα τρίμματα και το γύψινο χεράκι στην τσέπη του παντελονιού μου. Πήγα στο μπάνιο και κλειδώθηκα. Απελπισμένος. Με πιάσανε τα κλάματα. Είχα σπάσει το χέρι της Παναγίας. Κάτι σαν τότε που είχα χάσει το μπροστινό μου δόντι. Δε θυμόμουν μεγαλύτερη θλίψη για να την παρομοιάσω. Γελοίος, με μια τρύπα στο χαμόγελο. Όλα τα κακά θα πέφτανε πια επάνω μου. Μπορεί να σκότωναν τον πατέρα μου. Να μην τον έβλεπα ποτέ. Κι αν πέθαινε η θεία μου θα ήμουνα για πάντα μόνος μου· σε ξένο τόπο, με ψεύτικη καταγωγή. Στην τσέπη μου, τα τρίματα και το χεράκι της Παναγίας. Αν έβρισκα μια κόλλα και το κόλλαγα; Αλλά, σίγουρα θα ήταν πιο κοντό από τ’ άλλο. Μπορεί όμως, στα παλιατζίδικα, πάνω απ’ τα λεμονάδικα, να έβρισκα ένα ίδιο αγαλματάκι και να το αντικαθιστούσα, πριν καταλάβουν οι άλλοι.
Μα αμέσως σκέφτηκα, γιατί να βάλω το μυαλό μου στο κακό. Γιατί να μην έκανα το χέρι γούρι μου; Το εντελώς δικό μου γούρι. Να με φυλάει απ’ το κακό, να κάνει θαύματα. Ναι, αυτό θα έκανα. Θα το κρατούσα κρυφά πάντοτε μαζί μου. Θα το έλεγα «το Άγιο Χέρι». Ή, καλύτερα, το «Χέρι», για να μην καταλάβει κανένας το μυστικό μου.
Είχα συνέλθει κάπως, όταν άκουσα το Σπύρο να μου γρατζουνάει την πόρτα. Σκούπισα προσεκτικά τα μάτια μου και πήγαμε στο δωμάτιό του. Είχε έναν παλιό Άτλαντα Γεωγραφίας. Του παππού του. «Εν έτει, 1910», έγραφε απ’ έξω. Χάρτες πολύχρωμοι. Διαδρομές των μεγάλων εξερευνητών. Μαζί με τον Σπύρο, κάποτε θα κάναμε μεγάλες εξερευνήσεις. Θα βρίσκαμε την πατρίδα όλων των ανθρώπων.
Την άλλη μέρα το χιόνι έπεσε πολύ και πυκνό. Πάγωσαν τα πάντα. Τα σχολεία κλειστά. Διακοπές. Η καλύτερή μας. Με τον Σπύρο, είπαμε να πάμε μέχρι την Παραλία, να τα δούμε όλα κάτασπρα. Ελπίζαμε να βλέπαμε τη θάλασσα άσπρη, παγωμένη. Θάλασσα του χιονιού. Να περπατάγαμε επάνω της, όπως στο Βόρειο Πόλο. Έτριβα στην τσέπη μου το «Χέρι» κι ευχόμουν να κάνει το θαύμα του. Να παγώσει ο Θερμαϊκός. Να γίνει ένας πάγος σκληρός, και, περπατώντας, να πάω μέχρι εκεί, όπου δεν υπάρχει ορίζοντας, σύνορα. Γιατί, στη Σαλονίκη, τις περισσότερες μέρες, αν κοιτάξεις τη θάλασσα, δεν υπάρχει γραμμή που να τη χωρίζει από τον ουρανό. Αυτό, έλεγα, κάτι θα σημαίνει. Μάλλον από εκεί θα μπω σ’ έναν άλλο τόπο. Στον δικό μου.
Απογοητεύτηκα. Η θάλασσα ήταν ίδια, υγρή, ρευστή, μόνο πιο σκοτεινή. Τα κύματα σαν βαριές κουβέρτες, που τις κουνάει ο αέρας, αλλά επειδή έχουν βραχεί, κουνιούνται μόλις και μετά βίας. Πήραμε να περπατάμε στη χιονισμένη Παραλία. Τα πάντα λευκά. Παχύ άσπρο. Μόνο οι πατημασιές μας, δυο σειρές στίγματα πίσω μας, φανέρωναν ότι είμαστε ζωντανοί. Τριγύρω, για χιλιόμετρα, ψυχή άλλη δεν υπήρχε. Ήμουνα σίγουρος πως, μέσα στην ομίχλη, αν κάποιος μας παρατηρούσε από τον Λευκοπύργο, δεν θα μας έβλεπε. Μόνο δυο αχνές φιγούρες, σχεδόν αόρατες, φαντάσματα, που πίσω τους άφηναν τα ίχνη των ποδιών τους. Πατημασιές, λίμνες μικρές από λιωμένο χιόνι.
Κοντά στο Ντεπό, εκεί όπου σκάβανε για το μέγαρο Μουσικής, υπήρχε ένα απέραντο πλάτωμα, λίμνη από παγωμένο νερό, και χιόνι παντού. Τα παιδιά που συναντήσαμε λέγανε πως είχε τρία μέτρα βάθος. Δεξιά κι αριστερά, τα μηχανήματα εκσκαφής κοκαλωμένα. Κόκκινοι δράκοι, με στόμα μισάνοιχτο. Ως και οι φλόγες που πέταγαν εκείνα τα στόματα είχαν παγώσει από το κρύο. Μερικά παιδιά κάνανε γλίστρες, πάνω στα κρύσταλλα του νερού. Ένας με ποδήλατο προσπάθησε να κάνει μια φιγούρα, κάτι σαν σούζα πάνω στον πάγο, τινάχτηκε στον αέρα, —εγώ έτριψα δυνατά το «Χέρι», μες στην τσέπη μου, για να κοκαλώσουν, παιδί και ποδήλατο, εκεί, στον αέρα—, πετάχτηκε όμως από τη σέλα, τα πόδια πίσω, σαν να μην ανήκαν στο σώμα του, το τιμόνι μπροστά, λες και το ποδήλατο ήθελε να συνεχίσει στον ουρανό, στα σύννεφα, αλλά ο αναβάτης του δεν είχε φτερά· έπεσαν και οι δυο μαζί, με γδούπο. Το γυαλί του πάγου κομμάτια. Στις γύρω όχθες κρατήρες από στρώματα χιονιού, μαραμένα φύλλα, λάσπη που κριτσάνιζε, κάτω από τα παπούτσια μας. Αυτό το χιόνι ήταν όλο γυάλινες βελόνες. Δεν ήταν να το φας, να ξεδιψάσεις. Οι βελόνες θα έσκιζαν τα ούλα σου, θα σου καρφώνονταν στο λαρύγγι. Θα πέθαινες από ασφυξία και αίμα.
«Ξέρεις πόσοι έχουν πνιγεί, σ’ αυτή την Παραλία, όποτε παγώνει;», είπε ένα άγνωστό μου παιδί. Αμέσως φαντάστηκα τα πρόσωπα των πνιγμένων να αιωρούνται στο βυθό, όπως τα φύκια. Αιωρούνταν με σώματα χωρίς κόκαλα. Τα μεγάλα φύκια και τα άλλα θαλάσσια φυτά πάντοτε μου έμοιαζαν σαν να θέλανε διαρκώς να ανεβούνε στην επιφάνεια, και κάτι να τα κρατούσε στον βυθό· σε διαρκή πνιγμό.
Κάποιος έφερε μια μπάλα. Χωριστήκαμε σε δυο ομάδες και παίζαμε εκεί που είχε λιώσει το χιόνι. Ο Σπύρος, που ήξερε ότι ήμουν γυμνασμένος, λάστιχο, με έβαλε μπροστά. Ήξερε πως και μόνο να έκανα ανάποδο ψαλίδι, οι άλλοι θα κώλωναν. Έτσι και έγινε. Κερδίζαμε. Στο δεύτερο γκολ, πλακωθήκαμε Ένας ψηλός, που έμοιαζε αρχηγός των άλλων, με μακρύ λαιμό γαλοπούλας και καρύδι κόκκινο, ήθελε καβγά. Το πρόσωπό του είχε μαραγκιάσει από το κρύο και τα μάγουλά του ήταν όλο δίπλες, σαν το μέσα του κάστανου. Ούρλιαζε πως ήμουν μπάσταρδος, κι ότι δεν ήταν κανονικό το γκολ που είχα βάλει. Δεν μ’ άρεσε που με είπε μπάσταρδο. Έκανα πίσω και κρυφά έτριψα το «Χέρι» στην τσέπη μου, να σταματήσει ο τσακωμός. Εκείνος, όμως μου όρμηξε με τις γροθιές του. Τις απέφυγα. Σβούριξαν αέρα, μια αριστερά και μια δεξιά από το πρόσωπό μου. Χρειάστηκε να του ρίξω μια αστραπιαία κουτουλιά στη μύτη. Έπεσε ξερός. Το πρόσωπό του γέμισε παγωμένα σάλια, αίμα. Καθώς έτρεχε να φύγει, κλαψουρίζοντας άφηνε κόκκινα στίγματα στο χιόνι. Κουμπιά στη σειρά, μου έμοιαζαν, σε άσπρο πουκάμισο.
Είχα τόσο καλή διάθεση πριν λίγη ώρα και τώρα όλα είχαν χαλάσει. Έβλεπα και το Σπύρο άκεφο. Πήραμε να απομακρυνόμαστε. Τότε, ακούσαμε σκυλιά να γαβγίζουν. Σκαρφάλωσα στην καμπίνα μιας μπουλντόζας και είδα να επιστρέφει εκείνος που είχα χτυπήσει με μεγάλη παρέα. Μπροστά δύο μεγάλοι κρατούσαν απ’ τα λουριά δυο άγρια σκυλιά. Μας έψαχναν. Ήτανε δέκα. Τα πρόσωπά τους κατακόκκινα. Παραμορφωμένα. Τα σκυλιά αφρίζανε. Τα δόντια τους μπορούσαν να κόψουν τα κεφάλια μας στα δύο. «Τρέχα», είπα σφυριχτά στο Σπύρο, και φύγαμε σκυφτά, βολίδα, φροντίζοντας η μπουλντόζα να μας εξαφανίζει απ’ το οπτικό τους πεδίο. Τρέξαμε ώρα πολλή, χωρίς να κοιτάμε πίσω. Φτάσαμε στη γειτονιά μας ξεπνοημένοι. Δεν το πίστευα ότι είχαμε γλιτώσει.
Μπήκαμε από την πόρτα της κουζίνας μας. Είδα σκυμμένη τη θεία Μιλίνκα να κλαίει με λυγμούς, με αναφιλητά χαράς. Δεν μπορούσε να μου μιλήσει. Μόνο μου έδωσε την κάρτα να διαβάσω. Ο πατέρας· μου έγραφε πως ζούσε. Θα ’ρχόταν σε λίγες μέρες.
Πλάνταξα από χαρά, αλλά ένιωσα μπερδεμένος. Δεν μπορεί ‘‘κάτι’’ είχε γίνει, ‘‘κάτι’’…, ‘‘κάπως’’… Όταν είχα τρίψει στην τσέπη μου το «Χέρι», για να παγώσει ο Θερμαϊκός, ή να μείνει ακίνητο στον αέρα το παιδί με το ποδήλατο, ή να σταματήσει ο καβγάς στην Παραλία, ‘‘Κάτι’’ έγινε, ‘‘κάτι’’.
Ακόμη κι αν δεν γίνονται θαύματα, σκέφτηκα, για τόσο φτηνά πράγματα, μπορεί να γίνει ένα θαύμα σε όποιο μέρος θέλει το ίδιο το θαύμα.

Το τελευταίο βιβλίο του Γιώργου Ρωμανού, Γιούντιν. Μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγκυρα

Δεν υπάρχουν σχόλια: