ΔΙΗΓΗΜΑ
ΤΗΣ ΡΟΥΛΑΣ
ΑΛΑΒΕΡΑ
Ήταν ξημέρωμα
της Πρωτοχρονιάς του 1965/1815. Ήρθε ξανά το όνειρο που κάθε ξημέρωμα
Πρωτοχρονιάς το έβλεπε από την πρώτη χρονιά που κατάλαβε τη συνέχεια κάθε
τέλους και της κάθε αρχής. Τι συνέβη κι από πού ερχόταν αυτό το όνειρο κάθε
πρώτη μέρα τής κάθε καινούργιας χρονιάς; Της είχε γίνει εμμονή;
Το
κρυόχιονο γινόταν ένα με το τζάμι του δωματίου όπου η Βαστιανή, μιας και έλειπε
στη Βενετία ο αδελφός της ο μικρός Μικέλης, τυλιγμένη στη χοντρή μπέρτα του σπιτιού,
μια την έπαιρνε μια την άφηνε ο ύπνος. Πρωτοχρονιά, από βραδύς διάβασε η
οικογένεια, με προεξάρχοντα τον πατέρα της, τον Δημογέροντα Παναγή
Χαλκοκονδύλη, γύρω από το αναμμένο καντήλι και μπροστά από την εικόνα του Αγίου
Βασιλείου, σε ήχο Β΄ στιχ. Στόμα δικαίου
μελετήσει σοφίαν.
«Των όντων εκμελετήσας την φύσιν και πάντων
περισκοπήσας το άστατον, μόνον εύρες ακίνητον τον υπερουσίως όντα δημιουργόν
του παντός. Ώ και μάλλον προσθέμενος, των ουκ όντων τον πόθον απέρριψας.
Πρέσβευε και ημάς, του θείου πόθου τυχείν, ιεροφάντα Βασίλειε.» Κι έπειτα
έκοβε την πίττα με το φλουρί, ένα Σταυράτο, αργυρό νόμισμα του 1367, που είχε
εισαχθεί από τον Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο, μέχρι την άλωση. Το είχε η οικογένεια
από τον Λαόνικο Χαλκοκονδύλη (μνεία 1447). Κάθε πρωτοχρονιά το ίδιο παλιό
φθαρμένο ασημένιο νόμισμα, ποτέ γρόσι.
***
Ο Δημογέρων
Παναγής έβαζε την ευλογημένη -πανέξυπνη χωρίς να το επιδεικνύει- θυγατέρα του
Βαστιανή, να μελετά τους Νόμους του Μεγάλου Βασιλείου. Δεν έβγαινε να παίξει, ερχόταν
ο δάσκαλος στο σπίτι, της μάθαναν πατέρας και δάσκαλος την άλφα βήτα κι όλα τα
καλά γράμματα από τους Νόμους. Πάντα της αυστηρή και σοβαρή, με μαύρα ατίθασα σγουρά
μαλλιά, τα έκρυβε με υφάντινο μαντίλι, και κάθε Πρωτοχρονιά με μαντήλι από
μπροκάρ, και ζιπούνι βυσσινί από βελούδο, πάντα της προστατευτική με τον
Μικέλη-Μιχαήλ, τον μικρό της αδελφό. Ήταν ψηλός, ωραίος, μέχρι το τέλος της
ζωής του, το 1892, φορούσε την εθνική περιβολή. Έζησε μόνος στο σπίτι της οδού
Αδριανού, ο τελευταίος Αθηναίος Άρχοντας, όπως χαρακτηρίστηκε. Κρατούσε
αποστάσεις από τον κάθε ένα που αποδέχτηκε να μυξιάζει με τους φρακοφορεμένους
μίμους, και να γίνονται οι άφραγκοι Έλληνες, έλεγε, πιο φραγκοφορεμένοι απ’
τους Φράγκους. Ο Χρηστομάνος, στο «Δένδρο των Χαλκοκονδυλών», υποστήριζε ότι ο
Παναγής είχε και μία άλλη κόρη, τη Χριστίνα, της οποίας ο σύζυγος, ο γενναίος οπλαρχηγός
Νικόλαος Δανίλης, πέθανε μαρτυρικά με ανασκολοπισμό στα τέλη του Αγώνα.
***
Πρωτοχρονιά,
μόλις μπήκε το 1965, κατεβαίνουμε τη Χαλκοκονδύλη, απόγευμα. Νέκρα. Με πιάνει
ένα περίεργο τρέμουλο. Πώς βρέθηκε να πορεύεται κάθε Πρωτοχρονιά η Βαστιανή Χαλκοκονδύλη
μαζί μου;
Η Βαστιανή,
μπροστά μου, ντυμένη στα σκούρα καφέ, με την 824 δικαστική απόφαση του 1836
(κώδικες του Πρωτοδικείου Αθηνών), στο χέρι. Όλα μοιάζουν απόμακρα, είναι χθες
και είναι και αύριο. Είναι χθες 1965; Είναι, και σήμερα;
***
Ο Παναγής
Χαλκοκονδύλης όφειλε ένα ποσό, κατά την Δημογεροντία, στους Τούρκους. Το 1823 ο
Παναγής δεν ζούσε πια και το χρέος έφθασε στη Βαστιανή, παντρεμένη μόλις με τον
ευπαίδευτο οπλαρχηγό Ιωάννη Καρόρη, και τα πράγματα έφθασαν σε δίκη. Τα
πράγματα που γνώριζε σε βάθος η Βαστιανή και ήξερε πώς να διαχειριστεί. Είχε
κληρονομήσει από τον άνδρα της (σήμερα βέβαια θα τον ονοματίζαμε σύντροφο,
τέλος πάντων) την ιστορική κατοικία στην οδό Αδριανού, στην οποία πρέπει να πήγε
οπωσδήποτε ο Χρηστομάνος. Άτεκνη η Βαστιανή, την κληροδότησε στον αδελφό της
Μικέλη, που πάντα της σα μεγαλύτερη νοιαζόταν γι’ αυτόν, κι εκείνος με τη σειρά
του την άφησε στον ανεψιό του Σπυρίδωνα Ιωάννου Χαλκοκονδύλη.
1965/1985/ σήμερα ξημέρωμα Πρωτοχρονιά 2014/
αύριο; Πάλι πάντα τα ίδια.
***
Η Βαστιανή
έβλεπε σαν από μακριά, προχωρούσαμε, μαζί μας κατηφόριζε. Μας βίαζε, πάντα
αργοπορημένοι, μια επίσκεψή μας σε συγγενή, έναν φραγκοφορεμένο διπλωμάτη, εδώ
και πολλές γενιές, βαρετό ακόμα, προτού καν φθάσουμε στο ωραίο πλούσιο σπίτι
των νέων Αθηνών. Κάθε Πρωτοχρονιά δεχόταν επισκέψεις και ευχές.
Την επομένη
έψαξα να βρω, να προσκυνήσω, την οικογενειακή εκκλησία των Χαλκοκονδηλών, την Παναγία
Χρυσαλιώτισσα. Δεν την βρήκα. Υπάρχει έμαθα μια Παναγιά Χρυσαλινιώτισσα στη
Λευκωσία, βυζαντινή, χτισμένη από την Ελένη Παλαιολόγου - κατά πως λέγει ο
θρύλος, με προσγειώνει ως συνήθως η Δήμητρα Π.
Γείωση,
προσγείωση, ωστόσο με τη Βαστιανή Χαλκοκονδύλη τα λέμε κάθε ξημέρωμα
Πρωτοχρονιάς. Μάλλον προσεύχομαι σ’ αυτήν κι έρχεται κοντά μου, δεν ξέρω καλά, της
φιλώ το χέρι, πάντα το τραβά πίσω, πρέπει να υπάρχει μια αδιάσπαστη συνέχεια να
μην τη χάνω στα σύννεφα μιας μνήμης που δεν βίωσα, αλλά όμως έζησα και κάθε Πρωτοχρονιά
με θάλπει, άυλη, ζωντανή και τίμια, ίσως και σε μια κάπα δική της, βεβαιωμένα
δική της, από δαμάσκο, που βρέθηκε στα χέρια μου.
«Δεν ήμουν
τυχερή να καλογεράσω με τον σύζυγό μου και η θηλυγονία χτύπησε την αρρενογονία,
ο Ιωάννης και ο Φαίδων ήσαν άγαμοι, ο Αλέξανδρος δεν απέκτησε παιδιά και ο
τελευταίος, ο Κίμων, πέθανε άτεκνος το 1925. Βλέπεις οι παλιοί ήσαν περισσότερο
πολεμιστές και λόγιοι, φτωχοί, πολιτικοί σε έναν μικρό τόπο. Κοίτα μη χαθείς».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου