12/10/13

Η ζωή, το πνεύμα και η ύλη

ΑΠΟ ΤΙΣ ΦΥΣΙΚΟΜΑΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΛΑΣΚΟΥ

ERWIN SCHODINGER, Τι είναι η ζωή;, μτφρ. Βίκυ Σαμπετάη, εκδ. Τραυλός, σελ. 240

Ένας ελέφαντας στην ινδική ζούγκλα «είναι» τόσο όσο «είναι» και μια διαδικασία χημικής αντίδρασης στον πλανήτη Άρη. Η κιμωλία είναι όσο είναι και το τυρί. 
ΜΑΡΤΙΝ ΧΑΪΝΤΕΓΚΕΡ

Αν ο Χάιντεγκερ ενδιαφέρεται για ό,τι είναι κοινό στο είναι όλων των όντων, αν, ακόμη καλύτερα, τον απασχολεί εμμονικά σχεδόν το είναι σε αντίθεση με «αυτά που είναι», τα όντα δηλαδή, στην περίπτωση του Έρβιν Σρέντινγκερ ό,τι κατεξοχήν αναστατώνει την σκέψη του είναι, ακριβώς, η διαφορά των όντων.
Και στο «Τι είναι η ζωή;» έχουμε μια εξαιρετική παρουσίαση της άποψης του μεγάλου φυσικού, θεμελιωτή της κβαντομηχανικής, σχετικά με την θεμελιώδη διαφορά ανάμεσα στις καίριες διαβαθμίσεις του υπαρκτού. Ανάμεσα, δηλαδή, στο ζωντανό και το αδρανές και, ακόμη περισσότερο, με τη συνδρομή του δεύτερου δοκιμίου, που περιέχεται στο βιβλίο και έχει τίτλο «Πνεύμα και Ύλη», ανάμεσα στο συνειδητό και σε εκείνο που υπάρχει «έξω από την αντίληψη».  
Το «Τι είναι η ζωή;» αποτελεί, όμως, και μια καθοριστική συμβολή στην ίδια την επιστήμη στο μέτρο που η ανάγνωσή του επηρέασε πολλούς από τους επιστήμονες, οι οποίοι έμελλε να δημιουργήσουν τη μοριακή βιολογία. Είναι ενδεικτικό, από αυτήν την άποψη, πως η διατύπωση του Σρέντινγκερ πως «το χρωμόσωμα αποτελεί ένα κωδικοποιημένο μήνυμα» προηγήθηκε κατά μια σχεδόν δεκαετία από την ανακάλυψη του γενετικού κώδικα, με το, γνωστότατο πλέον, ακρωνύμιο DNA.

Η δραστικότητα της παρέμβασης του Σρέντινγκερ στη συζήτηση σχετικά με τον «ορισμό της ζωής» είναι, νομίζω, ισχυρά συνδεδεμένη με το γεγονός πως γίνεται από έναν κορυφαίο φυσικό. Πράγμα που είναι εμφανές στον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται το επιχείρημα από μέρους του. Αφού εξηγήσει, με πολύ σαφή τρόπο, προς έκπληξη, φαντάζομαι, των περισσότερων από τους αναγνώστες του, ακόμη κι αν είναι επιστήμονες, πως όλοι οι φυσικοί νόμοι έχουν στην πραγματικότητα στατιστικό χαρακτήρα και, έτσι, «δουλεύουν» μόνο στην περίπτωση διαδικασιών, που εμπλέκουν μεγάλους αριθμούς ατόμων, είναι σε θέση να υποστηρίξει πολύ πειστικά πως οι αισθήσεις μας λειτουργούν καλά ακριβώς στο μέτρο που δεν είναι εξαιρετικά ευαίσθητες. Αντίθετα, στην περίπτωση που μπορούσαμε να αντιληφθούμε ακόμη και τα μεμονωμένα άτομα η εικόνα του κόσμου που θα αποκτούσαμε δεν θα παρουσίαζε την παραμικρή τάξη. 
Αν είναι, όμως, έτσι, αναρωτιέται, πώς θα μπορούσαμε να συμβιβάσουμε, από την πλευρά της στατιστικής φυσικής, το γεγονός πως «η δομή του γονιδίου φαίνεται να περιλαμβάνει μόνο ένα συγκριτικά μικρό αριθμό ατόμων (της τάξης των 1000 και, ίσως, πολύ λιγότερα) και, [ταυτόχρονα], όπως κι αν έχει το πράγμα, παρουσιάζει ιδιαίτερα τακτική και σύμφωνη με τους κανόνες δραστηριότητα –με συνέχεια ή μονιμότητα που αγγίζει τα όρια του θαύματος;»(71). Διαφορετικά, πώς είναι δυνατό ένα τόσο μικρό αντικείμενο όπως το γονίδιο να παραμένει, πολλές φορές, αδιατάρακτο επί αιώνες ή και χιλιετίες, στο μέτρο που κληρονομείται απαράλλακτο,  με δεδομένη την φυσική τάση προς την αταξία λόγω της πανταχού παρούσας θερμικής κίνησης; 
Γιατί: ποιο είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ζωής; Πότε λέμε ότι ένα κομμάτι ύλης είναι ζωντανό; Σύμφωνα με τον Σρέντινγκερ, «όταν συνεχίζει να «κάνει κάτι», να κινείται, να ανταλλάσσει υλικό με το περιβάλλον του κι αυτό για πολύ μακρύτερη περίοδο απ’ ότι θα περιμέναμε να κάνει ένα άψυχο κομμάτι ύλης, κάτω από παρόμοιες συνθήκες». Αυτή η μεγάλη διάρκεια είναι, λοιπόν, θεμελιώδης σε ό,τι αφορά τη ζωή. Και γι’ αυτό, το γεγονός πως η βασική της μονάδα είναι ένα πολύ μικρό αντικείμενο, από την άποψη της στατιστικής φυσικής, αποτελεί ένα μυστήριο.
Για τον Σρέντινγκερ, η επίλυση του μυστηρίου ξεκινά με την παρατήρηση πως ένα οργανικό μόριο παρουσιάζει έντονη ομοιότητα με έναν κρύσταλλο, την πολύ σταθερή αυτή οντότητα, η οποία παράγεται σε μεγάλη κλίμακα με την περιοδική επανάληψη μιας αρχικής δομής. Η διαφορά συνίσταται στην έλλειψη, στην περίπτωση του ζωντανού μορίου, αυστηρής περιοδικότητας, πράγμα που σημαίνει πως το τελευταίο θα μπορούσε να γίνει αντιληπτό ως απεριοδικός κρύσταλλος.  Με ό,τι αυτό υποσημειώνει για τη σταθερότητα της δομής του, που, όπως ήδη ειπώθηκε, είναι αναγκαία για την υποστήριξη των διαδικασιών της ζωής.
Και στο σημείο αυτό έρχεται να συμβάλλει το κατεξοχήν αντικείμενο της επιστημονικής ενασχόλησης του Σρέντινγκερ, η κβαντική μηχανική. Η τελευταία, όπως είναι γνωστό, αποτέλεσε μια κολοσσιαία  τομή στο μέτρο που εισήγαγε ένα είδωλο του μικρόκοσμου, από το οποίο είναι εξοβελισμένες οι συνεχείς διαδικασίες και όπου, αντίθετα, επικρατούν τα «άλματα». Το ηλεκτρόνιο, π.χ,, σε αντίθεση με την κλασική εικόνα, μπορεί να «περιστρέφεται» γύρω από τον ατομικό πυρήνα όχι σε οποιαδήποτε απόσταση, όπως συμβαίνει στη νευτώνεια φυσική, αλλά σε συγκεκριμένες και σαφώς προσδιορισμένες «τροχιές» και μόνο σε αυτές. Η μετάβαση μεταξύ των τροχιών γίνεται μονομιάς και ασυνεχώς, χωρίς κάποια ενδιάμεση διαδρομή. Γιατί «ενδιάμεσα», από ενεργειακή άποψη, δεν υπάρχει καμία «θέση» για το ηλεκτρόνιο.
Αντίστοιχα σε όλες τις διαδικασίες του μικρόκοσμου η μετάβαση από μία κατάσταση στην επόμενη παρουσιάζει ασυνεχή χαρακτήρα. Αυτή η ασυνέχεια, σύμφωνα με τον Σρέντινγκερ, είναι που μπορεί να εξηγήσει τη σταθερότητα των μικρών συνόλων από άτομα, που έχουν καθοριστικό ρόλο στο φαινόμενο της ζωής.  Γιατί, στο μέτρο που η μετάβαση απαιτεί μια ορισμένη ενεργειακή προσφορά, όσο αυτή δεν υφίσταται, το οργανικό μας μόριο παραμένει σταθερό.
Η ασυνέχεια, επιπλέον, μπορεί να περιγράψει καλύτερα και το «ιερό δισκοπότηρο» της εξελικτικής θεωρίας, που αποτελούν οι μεταλλάξεις. Διαδικασίες επίσης ασυνεχείς και απροσδιόριστες, «τυχαίες» κατά μια πολύ ισχυρή έννοια του όρου.
***
Στο «Πνεύμα και Ύλη», που αποτελεί το δεύτερο μέρος του βιβλίου, έχουμε μια διανοητική περιήγηση σε κλασικά φιλοσοφικά θέματα, όπως είναι η συνείδηση («[η οποία] δεν μπορεί παρά να είναι πάντοτε στον ενικό»(120)), η μοναδικότητα του νου, η βούληση, η ελευθερία, η επιστήμη, η θρησκεία.
Ο Σρέντινγκερ, μετά από μια περιεκτική ενασχόληση με τα σχετικά γνωσιολογικά, ηθικά και θρησκευτικά ζητήματα, θα πάρει θέση και αναφορικά με τις μεγάλες κοσμοαντιλήψεις, που συγκρούονται στο πλαίσιο της νεοτερικότητας, με τον παρακάτω τρόπο:  «Ο ηθικός νόμος […] είναι, απλώς, γεγονός […] Θεωρώ την εντυπωσιακή του ύπαρξη ως ένδειξη ότι βρισκόμαστε στο ξεκίνημα μιας βιολογικής μεταβολής από μια εγωιστική σε μια αλτρουιστική γενική στάση, στην οποία ο άνθρωπος θα είναι έτοιμος να γίνει ένα κοινωνικό ον. Για ένα μοναχικό ζώο, ο εγωισμός είναι μια αρετή που τείνει να διατηρεί και να βελτιώνει τα είδη. Σε οποιοδήποτε είδος κοινωνίας γίνεται καταστρεπτική κακία. Ένα ζώο που αρχίζει να δημιουργεί κοινωνίες χωρίς ιδιαίτερα περιοριστικό εγωισμό θα εξαφανιστεί. Πολύ μεγαλύτερα φυλογενετικά είδη που σχηματίζουν κοινωνίες, όπως οι μέλισσες, τα μυρμήγκια και οι τερμίτες, έχουν εγκαταλείψει τελείως τον εγωισμό» (136). Η σαφώς προοδευτική κλίση, που καταγράφεται στο παράθεμα είναι συμβατή με το γεγονός πως βασικοί συνομιλητές του στο βιβλίο είναι μαρξιστές επιστήμονες, όπως οι Langevin και Haldane.
Σε ό,τι αφορά την οντολογική του τοποθέτηση είναι πολύ χαρακτηριστική, νομίζω, η διατύπωση: «[Δ]εχόμαστε την επί χρόνια καθιερωμένη διάκριση ανάμεσα στο υποκείμενο και στο αντικείμενο. Αν και πρέπει να την αποδεχόμαστε στην καθημερινή ζωή για «πρακτική αναφορά», οφείλουμε, πιστεύω, να την εγκαταλείψουμε στη φιλοσοφική σκέψη»(128).  Αν διατηρήσουμε τη διάκριση, είμαστε, όπως έδειξε ο Καντ, υποχρεωμένοι να δεχτούμε πως στο «πράγμα καθεαυτό» δεν θα έχουμε ποτέ την παραμικρή πρόσβαση. Θα πρέπει, συνεπώς, να αρκεστούμε στα όσα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις, τις εποπτικές μας δυνατότητες και τις κατηγορίες της νόησης χωρίς καμία περαιτέρω απαίτηση. Ο Σρέντινγκερ, όπως κάνει καθαρό στο κείμενο, δεν αρκείται. Γι’ αυτό και αρνείται τη διάκριση ανάμεσα στο υποκείμενο και στο αντικείμενο. 
Η δραστικότητα αυτής της τοποθέτησης γίνεται εμφανής αν επανέλθουμε στην αρχή, αντιπαραβάλλοντας ξανά τον Χάιντεγκερ στον Σρέντινγκερ. Ενώ ο πρώτος αποδέχεται τη δυνατότητα ενός κόσμου, που μπορεί να υφίσταται έξω από οποιαδήποτε συμπερίληψή του σε μια συνειδητή υπόσταση, σα να ήταν όλα μια παράσταση μπροστά σε άδεια καθίσματα, «λουσμένη, [ίσως], στο αρχαιοελληνικό φως», ο Σρέντινγκερ το αμφισβητεί ρωτώντας ευθέως: «Αλλά ένας κόσμος που υπήρχε επί εκατομμύρια χρόνια χωρίς να το γνωρίζει ή να το σκέφτεται κανένας νους είναι άραγε κάτι;»(178). Ο ίδιος, αν και υλιστής, με το δικό του τρόπο, θα απαντήσει «όχι, ένας τέτοιος κόσμος δεν υπήρξε ποτέ, δεν μπορεί να είναι κάτι». Και θα παραπέμψει για την καταφατική του θέση στο Σοπενχάουερ, τον Βράχμαν και τις Ουπανισάδες  που γράφτηκαν χιλιάδες χρόνια πριν, ισχυριζόμενος, στην πραγματικότητα, πως το ίδιο το υλικό του συνειδητού, το «Πνεύμα», δεν είναι κάτι «μη φυσικό». Είναι, απλώς, κάτι πολύ διαφορετικό.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: