5/10/13

Με το βλέμμα στην ενότητα του κόσμου

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΤΣΟΥΠΡΟΥ,  Σε κοιτούν, διηγήματα,  εκδόσεις Γρηγόρη,  σελ. 60

Τα χρόνια της μεγάλης υποκρισίας, που ευτυχώς αποκαλύπτεται πλέον, η ελληνική πεζογραφία έμοιαζε χωρίς προσανατολισμό και οι πλέον προβεβλημένοι συγγραφείς, αχθοφόροι μύριων ενοχών, πάσχιζαν να βρουν το δρόμο προς την ατομική καταξίωση δοξολογώντας τη ζωή - κι ας ήταν βουτηγμένοι στο θάνατο. Τραγουδούσαν «για να ξεχωρίσουν απ’ τον κόσμο», αναθεμάτιζαν κάθε μεταφυσική αναφορά και είχανε για σημαία το όνειρο της μικροαστικής ευδαιμονίας. Άχρηστη γι’ αυτή τη λογοτεχνία ήταν η ψυχή, περιφρονημένη η ελπίδα για ένα κόσμο ελευθερίας από την ανάγκη. Η λήθη του θανάτου κυριαρχούσε και συνοδευόταν φυσικά από τη μεγάλη ταξική (αυτ) απάτη πως όλα τείνουν προς ένα κόσμο ευημερίας.
Δεν απαιτείται φυσικά ιδιαίτερη ευφυΐα για να αντιληφθεί κανείς πως μια τέτοια λογοτεχνία ταίριαζε στην ελληνική κοινωνία. Αυτήν ζητούσε! Ωστόσο, η διαλεκτική πορεία του κόσμου δεν σταματά. Η ύβρις κάποτε κατακρημνίζει τις αυταπάτες και τότε αξιολογικά και αισθητικά κριτήρια επανατίθενται, οι μεθοδολογικές επιλογές επανεκτιμώνται, οι συγγραφικές αρχές αναθεωρούνται. Είναι η ώρα να καθαρίσει η ήρα απ’ το στάρι. Προς αυτή την ώρα φαίνεται πως βαδίζουμε πλέον. Στην ώρα που δεν θα προσέχουμε πια αυτούς που απλώς λένε την «αλήθεια τους» αλλά αυτούς που θα τολμούν να μιλούν για την αλήθεια. Όχι φυσικά την αλήθεια της ιδιωτείας και της «κινητικότητας» –αρκετά με την μεταμοντέρνα υποκειμενικότητα– αλλά αυτήν που μας φέρνει μπροστά στα αντικειμενικά όριά μας. Κι αυτά δεν είναι άλλα από τη ζωή και το θάνατο.
Ας μιλήσουμε λοιπόν γι’ αυτά τα όρια, με οδηγό μια συλλογή διηγημάτων που ξεχώρισαν μέσα στον εκδοτικό πληθωρισμό της πεζογραφίας του καιρού μας. Με θητεία ευδόκιμη στην πανεπιστημιακή ζωή, με αξιοπρόσεκτη συνεισφορά στη θεωρία της λογοτεχνίας και υποδειγματική άσκηση της λογοτεχνικής κριτικής, η Σταυρούλα Τσούπρου εξέδωσε πριν λίγο καιρό το πρώτο βιβλίο διηγημάτων της που φέρει τον πολύσημο τίτλο «Σε κοιτούν». Η ρεαλιστική αφήγηση που την κάνουν συναρπαστική η υφολογική ποικιλία, το ονειρικό στοιχείο και η λιτότητα (μα και η ακρίβεια) στην έκφραση, η λειτουργική αφομοίωση των τεχνικών του μοντερνισμού, με τη ροή της συνείδησης και τον εσωτερικό μονόλογο να ενισχύουν και να μην υπονομεύουν την πλοκή, καθώς και η στιβαρή όσο και μετρημένη χρήση των δοκιμιακών αρετών της συγγραφέως, μας χάρισαν μερικά από τα πιο πρωτότυπα και συνθετικά διηγήματα της σύγχρονης λογοτεχνίας μας. Κι όχι μόνο αυτό. Η Τσούπρου πέτυχε να δείξει, χωρίς διδακτισμούς, τον τρόπο με τον οποίο η φιλολογική και διανοητική επάρκεια δεν γίνεται εμπόδιο για την πρωτότυπη λογοτεχνία, αλλά στα χέρια ικανού τεχνίτη μπορεί να γίνει εφαλτήριο για έργα σημαντικά.
Συνηθίζουμε να διακρίνουμε την πεζογραφία σε έργα αφηγηματικής δεινότητας και σε έργα ιδεών. Όπως, σχεδόν παρόμοια, συνηθίζουμε να στοχαζόμαστε με αντιθετικά ζεύγη: ύλη- πνεύμα, φθαρτό- άφθαρτο, αισθητό- νοητό, εφήμερο- αιώνιο. Πώς μας επιβλήθηκε αυτός ο τρόπος σκέψης; Από την πραγματικότητα και την κοινή εμπειρία που προμηθεύει τα στοιχεία για τέτοιες κρίσεις ή από δική μας ανάγκη για απλότητα και απλούστευση; Κάθε μέθοδος που σχηματοποιεί τον κόσμο και τον παριστάνει δισυπόστατο μοιάζει «ιδεαλιστική», δεν είναι ωστόσο παρά μέθοδος που διευκολύνει τον φυγόπονο νου να τιθασεύσει την ασύλληπτη αλήθεια της ζωής. Παράδειγμα αδρό η νύχτα και η μέρα. Ανάμεσά τους μεσολαβούν αμέτρητες στιγμές και καταστάσεις, από την αυγή ως το σούρουπο κι από τη νύχτα ως την επόμενη αυγή. Μήπως όμως όλα αυτά δεν είναι παρά συμβατικοί όροι που ζητούν να «παγιώσουν» μια τόσο ρευστή κατάσταση όπως είναι η ύπαρξη και ο κόσμος;
Θεωρώ (αυθαίρετα ίσως) πως η Τσούπρου είχε ακριβώς αυτή την καθοδηγητική ιδέα. Πώς δηλαδή θα δείξει, αφηγηματικά και αισθητικά και όχι διανοητικά, ότι ο δυισμός είναι η αδυναμία μας να δούμε την ενότητα και την πληρότητα της ζωής που δεν τελειώνει ποτέ αλλά ολοκληρώνεται και συνεχίζεται. Ιδωμένοι έτσι οι ήρωες της, που μοιάζει να κυριεύονται από τη νύστα του θανάτου και από τη λαχτάρα για το τίποτα ως μόνη λυτρωτική διέξοδο, δεν αρνούνται αυτή καθ’ αυτή τη ζωή αλλά τη ζωή ως ασθένεια. Κυριολεκτώ: τη ζωή ως έλλειψη σθένους. Αναζητώντας ένα νόημα που δεν βρήκανε, οι ήρωες συνειδητοποιούν την έλλειψη κάθε κανόνα και κάθε αρμονίας. Και τότε όλα, η μακρόχρονη σπατάλη δύναμης, η ματαιότητα της αγωνίας, απώλειες και ανασφάλειες, όλα ντύνονται γιορτινά στην αναμονή του θανάτου. Με τον τρόπο αυτό, το Γίγνεσθαι που δεν επιδιώκει και δεν πραγματοποιεί τίποτα, αποδεικνύεται αίφνης ως Είναι. Ο άνθρωπος ως απόλυτη αξία. Όχι όμως με την έννοια του αδηφάγου, του μηδενιστικού αστικού εγωισμού, αλλά με επίγνωση της τραγικότητας και της μοναδικότητας κάθε ανθρώπινου όντος.
Ο κόσμος καθ’ αυτός, ως ενότητα και ο κόσμος των φαινομένων κονταροχτυπιούνται στα δεκατέσσερα διηγήματα του βιβλίου. Στο «β΄ πρόσωπο» για παράδειγμα, η οργή για την ανημπόρια που φέρνουν αναπότρεπτα ο χρόνος και το γήρας, κατασιγάζουν με τον πόθο της ανυπαρξίας. Ο πόθος αυτός όμως δεν είναι παραίτηση ή φυγή. Είναι ο πόθος για μιαν έξοδο από την ανάγκη. Δεν πρόκειται συνεπώς για πεισιθάνατη εκλογή αλλά για εκλογή ζωής. Είτε χωρίς όνειρα και φιλοδοξίες είναι οι ήρωες, είτε παλεύουν για να κατακτήσουν όσα αξίζουν αλλά η αναξιοκρατία της κοινωνίας (ή μήπως της ζωής;) τους στερεί, καταλήγουν στην ίδια πάντα διαπίστωση. Πως το αναπότρεπτο τέλος, η συνείδηση του «είναι- προς- θάνατον» κάνει λιγότερο οδυνηρή ακόμη και την έλλειψη «άδειας αναπαραγωγής» (τίτλος διηγήματος).
Μένουν τα όνειρα βεβαίως. Ψευδαίσθηση; Ή μια άλλη πραγματικότητα; Ταξίδια στα νερά του Νείλου και τρίωρα απόδρασης, δεν συσκοτίζουν το γεγονός πως η μόνη λύτρωση είναι το Τέλος. «Το τίποτα θα ήταν λύση, θα ήταν ξαλάφρωμα, θα ήταν γιορτή. Γιορτή χωρίς καλεσμένους». Μάτια που σε κοιτούν εξεταστικά και άλλοτε μοιάζουν φυλακές, άλλοτε ανακριτές κι άλλοτε δέλεαρ, μπορούν ίσως προσώρας να απαλύνουν την τυραννία της φύσης και των ανθρώπων, την τρομερή τυραννία της αντικειμενικής πραγματικότητας. Καθώς όμως χώρος, χρόνος, αιτίες τούς κυκλώνουν απειλητικά, οι ήρωες των διηγημάτων αυτών νιώθουν πως στον σκληρό κόσμο που ζουν, καμιά αληθινή εξατομίκευση δεν υπάρχει, καμιά πρακτική δυνατότητα πολλαπλών επιλογών.
Περπατώντας στην προαιώνια λάσπη και εντυπώνοντας γραμμές (βλέπε διήγημα «Η πόλη του»), ξανά και ξανά, οι ήρωες του βιβλίου ανακαλύπτουν πως η πόλη, η ζωή τους, που κάποτε χτιζόταν με τόσες προσδοκίες, γίνεται όλο και πιο αφόρητη. Και πρέπει μόνοι τους να γίνουν οι από μηχανής θεοί της σωτηρίας τους. Μα αλίμονο, δεν έχουν τη δύναμη. Δηλαδή τη βούληση. «Στο δάσος» της μεγάλης αναχώρησης κάθε απόφαση είναι αδύνατη. Το τρομερό μυστικό έχει ήδη φωτιστεί: η μόνη λύτρωση από το μαρτύριο της βούλησης είναι η άρνηση της βούλησης.
Η τέχνη του λόγου της Τσούπρου ως παρόρμηση και ως μορφή, είναι μια αφήγηση της ανάγκης του σύγχρονου ανθρώπου για απαλλαγή από τα βάρη ενός κόσμου άδικου. Δεν πρόκειται ωστόσο για μια επιθυμία λήθης. Το αντίθετο. Οι ήρωες που έχουν παρατραβήξει το σχοινί και έχουν πνίξει από πείσμα κάθε επιθυμία που κάποτε ξεχείλιζε, μπορεί να παραιτούνται με ένα ρίγος αποστροφής, δεν παύουν ωστόσο να νοσταλγούν ένα κόσμο ενότητας. Δεν πρόκειται λοιπόν για ηττοπάθεια. Πρόκειται για απαιτητικότητα. Αυτή ακριβώς είναι και η ουσία του συγγραφικού ταλέντου της Στ. Τσούπρου. Η επιθυμία να φωτίσει τα πράγματα και τις αιτίες τους, για να πάει στο βάθος. Για χάρη αυτής της επιθυμίας χαλιναγώγησε το συναίσθημα αλλά και υπόταξε τη λογική. Αρνήθηκε την πρόσχαρη, ανάλαφρη αοριστία και τη λειψή τελειότητα ενός τυπικού διηγήματος. Το τρομερό παιχνίδι της φαντασίας δεν είναι προϊόν χαράς ούτε γεννά χαρά. Μπορεί ωστόσο να συνομιλήσει για τα μεγάλα. Κι όταν μιλάς με τόσην έμπνευση για τα μεγάλα, χωρίς μεγάλα λόγια, το στοίχημα έχει κερδηθεί.

Ο Κώστας Χατζηαντωνίου είναι πεζογράφος

Δεν υπάρχουν σχόλια: