5/10/13

Προκλήσεις και Αποκρίσεις

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΝΩΛΗ

Φιλοσοφία και Επιστήμες στον Εικοστό Αιώνα, επιμ. Αριστείδης Μπαλτάς & Κώστας Στεργιόπουλος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 534

«Οι μεγάλες επιστημονικές ρήξεις και καινοτομίες προκαλούν τη φιλοσοφία»: η θέση αυτή, ρητά διατυπωμένη στον Πρόλογο της παρούσας έκδοσης από τους επιμελητές της, συνιστά τη μία εκ των δύο κατευθυντηρίων γραμμών, επί των οποίων αρθρώνεται ο θεωρητικός λόγος των εργασιών που συγκροτούν το περιεχόμενό της. Η δεύτερη αφορά στην ιδέα ότι «η διάκριση ανάμεσα σε “αναλυτική” και “ηπειρωτική” φιλοσοφική παράδοση δεν υποδηλώνει σε επίπεδο αρχής καμία διαφορά φιλοσοφικής ποιότητας και δεν θέτει κανένα ζήτημα καθολικής φιλοσοφικής υπεροχής». Και οι δύο μαζί μπορούν να ειδωθούν ως ο λογικός πυρήνας της σειράς των μαθημάτων που ο Αριστείδης Μπαλτάς διδάσκει, αδιαλείπτως, εδώ κι αρκετά χρόνια, στα πλαίσια του μεταπτυχιακού σεμιναρίου του διαπανεπιστημιακού (ΕΚΠΑ /ΕΜΠ) ΠΜΣ της Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης και της Τεχ-νολογίας. Η παρούσα έκδοση αποτελεί σε μεγάλο βαθμό συγγραφικό απότοκο της θεωρητικής πορείας που διανύθηκε, κατά τρόπο συλλογικό, από τους φορείς του σεμιναρίου.

Τα δεκαπέντε κεφάλαια που απαρτίζουν τον τόμο συντίθενται από τα μερικώς αναθεωρημένα κείμενα των εργασιών που εκπόνησαν μαθητές του σεμιναρίου (η πρώτη γενιά φιλοσόφων και ιστορικών της επιστήμης που μορφώθηκε από δασκάλους της ημεδαπής) περί τα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν το σεμινάριο άρχισε να σταθεροποιεί τη μορφή και την ύλη του. Οι εργασίες αυτές συντάχθηκαν με την παρότρυνση και υπό την εποπτεία του διδάσκοντος με σκοπό να αποτελέσουν, υπό τη μορφή σημειώσεων, διδακτικό βοήθημα του σεμιναρίου. Όπως αποκαλύπτει ο Πρόλογος του βιβλίου, η όλη δραστηριότητα συνιστούσε ένα διδακτικό πείραμα, το οποίο αποσκοπούσε στη δοκιμή της ιδέας ότι μεταπτυχιακοί φοιτητές και φοιτήτριες είναι ικανοί να συγγράψουν, υπό την κατάλληλη καθοδήγηση, έγκυρες εργασίες για διδακτικούς σκοπούς. Πείραμα που κατέστη τελικώς επιτυχημένο στο βαθμό που το σώμα αυτών των σημειώσεων αποτελούσε μέχρι πρότινος το κύριο διδακτικό βοήθημα του σεμιναρίου.
Λόγω του ισχυρού δεσμού ανάμεσα στην παρούσα έκδοση και στο σεμινάριο, η κατά το δυνατόν σφαιρικότερη κατανόηση και έγκυρη αποτίμηση της πρώτης προϋποθέτει μια κάποιου είδους προβολή της στον ορίζοντα του δευτέρου. Μια τέτοιου τύπου προβολή θα καθιστούσε επίσης δυνατή την περαιτέρω διασάφηση των θέσεων που οι επιμελητές της επικαλούναι, ήδη από τον Πρόλογο, ως θεωρητικούς τους οδηγούς. Υπό αυτή την έννοια είναι σκόπιμο να επισημανθεί η διπλή όψη της δομής του σεμιναρίου, σύστοιχη της πρόθε-σης που αφορά στην άρση της αντίθεσης αναλυτικό /ηπειρωτικό, στο επίπεδο των φιλοσοφικών παραδόσεων, και της ανάδειξης δυνατοτήτων θεωρητικής συνομιλίας μεταξύ των δύο πόλων. Η διπλή αυτή όψη αντανακλάται στην οργάνωση της ύλης του σεμιναρίου σε δύο διαδοχικά ακαδημαϊκά εξάμηνα, στο πλαίσιο των οποίων εξετάζονται ξεχωριστά τα δύο φιλοσοφικά ρεύματα και οι ιστορικο-θεωρητικοί όροι συγκρότησής τους. Η παρούσα έκδοση συντονίζεται με τις διαλέξεις του χειμερινού εξαμήνου, των οποίων η προβληματική αφορά στην αναλυτική παράδοση.
Η πρωτοτυπία της όλης προσέγγισης έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι δεν περιορίζεται σε μια στενά συστηματική παρουσίαση των καθαρά θεωρητικών χαρακτηριστικών της συγκεκριμένης παράδοσης. Χωρίς να εκβάλλει σε μια χαλαρή περιοδολογική αφήγηση ιστορίας των ιδεών, επιχειρείται η κατανόηση των νέων φιλοσοφικών όρων και εννοιών μέσα από το πρίσμα των σχέσεων φιλοσοφίας και επιστήμης και την ανάδειξη των έντονων πολιτικο-κοινωνικών και πολιτισμικών τους διαστάσεων, στην κατεύθυνση που υποδεικνύει η θέση ότι, η επιστημονική καινοτομία προκαλεί και η φιλοσοφία αποκρίνεται αναδιοργανώνοντας, με την προσίδια συστηματική της αυστηρότητα, το νέο γνωσιακό τοπίο. Μολονότι το σχήμα μοιάζει λειτουργικό στην εφαρμογή του σε οποιοδήποτε τμήμα του ιστορικού φάσματος της ανθρώπινης σκέψης, το ενδιαφέρον εδώ εστιάζεται, όπως μαρτυρά ο τίτλος της έκδοσης, που είναι ταυτόχρονα και τίτλος του σεμιναρίου, στον 20ο αιώνα. Ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας των επιστημονικών επιτευγμάτων στο χώρο των μαθηματικών και της φυσικής στις αρχές του αιώνα και η ανάγκη της φιλοσοφικής τους κατανόησης, οδήγησαν στη συγκρότηση του κλάδου της φιλοσοφίας της επιστήμης, ως αυτόνομου πεδίου φιλοσοφικής έρευνας στο πλαίσιο της αναλυτικής παράδοσης.
Σημείο εκκίνησης αποτελεί το γνωσιολογικό μέρος της καντιανής φιλοσοφίας, όπως αυτό αναπτύσσεται στην Κριτική του Καθαρού Λόγου. Το σχήμα του Καντ, ως λύση, σύμφωνα με τον ίδιο, της γνωσιολογικής διαμάχης που διεξήχθη ανάμεσα στον ορθολογισμό και στον εμπειρισμό κατά τους πρώτους αιώνες της νεωτερικότητας, συνιστά την ολοκληρωμένη απάντηση της φιλοσοφίας στο ερώτημα που της έθεσε η Επιστημονική Επανάσταση του 16ου & 17ου αιώνα, το περιεχόμενο της οποίας συμπυκνώνει, κατά τρόπο μοναδικό, το έργο του Νεύτωνα. Η καντιανή οργάνωση των συνθηκών δυνατότητας της εμπειρίας και η σύστοιχή της δυνατότητα παραγωγής a priori συνθετικών κρίσεων, εκ μέρους του γνωσιολογικού-υπερβατολογικού υποκειμένου, παρέχουν το έδαφος για την μεταφυσική θεμελίωση της νέας επιστήμης. Έτσι, η καθαρή εποπτεία του χώρου αποτελεί στην ουσία τη μεταφυσική βάση των αξιωμάτων της ευκλείδειας γεωμετρίας κι εκείνη του χρόνου (ως διακριτότητα στιγμών) της αριθμητικής, ενώ οι νόμοι του Νεύτωνα δύνανται να λάβουν τη μορφή a priori συνθετικών κρίσεων μέσω μιας ορισμένης συνάρθρωσης των καθαρών εποπτειών της αισθητικότητας και των a priori κατηγοριών της διάνοιας.
Εν συνεχεία παρουσιάζεται ο τρόπος που οι εξελίξεις στα μαθηματικά, περί τα τέλη του 19ου αιώνα, και κυρίως στη φυσική, στις αρχές του 20ου, υπονόμευσαν την καντιανή θεώρηση δημιουργώντας το αίτημα της θεωρητικής αναδιάταξης στην κατεύθυνση της εκ νέου γνωσιολογικής σταθεροποίησης. Οι μη ευκλείδειες γεωμετρίες, η αριθμοποίηση της ανάλυσης με την εισαγωγή της έννοιας του ορίου και η θεωρία συνόλων του Κάντορ, απ’ την πλευρά των μαθηματικών, σε συνδυασμό με τις θεωρίες σχετικότητας (ειδική και γενική) του Αϊνστάιν και την κβαντική μηχανική, από την μεριά της φυσικής, τίναξαν κυριολεκτικά στον αέρα κάθε έννοια καθαρής εποπτείας και έθεσαν υπό αμφισβήτηση την απριορικότητα λογικών κατηγοριών, όπως αυτή της αιτιότητας. Η νέα πρόκληση προς τη φιλοσοφία εκδηλώθηκε, αρχικά, ως κρίση θεμελίων στο πεδίο των μαθηματικών. Η απόπειρα άρθρωσης απαντήσεων από τη μεριά των φιλοσόφων και των μαθηματικών πήρε τη μορφή τριών διακριτών ισχυρών τάσεων (ιντουισιονισμός, φορμαλισμός, λογικισμός) κάθε μια εκ των οποίων επιχείρησε, ανεπιτυχώς όπως τελικά αποδείχθηκε, να σώσει ορισμένες όψεις της καντιανής θεώρησης, αναδιαρθρώνοντας κάποιες άλλες.
Παρά την αδυναμία άρθρωσης οριστικής απάντησης, οι προσπάθειες στο πεδίο της μαθηματικής θεμελίωσης, εκτός του ότι συνεισέφεραν καθοριστικά στην περαιτέρω ανάπτυξη της μαθηματικής επιστήμης, δημιούργησαν τους όρους για την ανάδυση της αναλυτικής φιλοσοφικής παράδοσης, στο πλαίσιο της οποίας κατέστη δυνατή η ανάπτυξη μιας νέας ισχυρής επιστημολογίας. Οι όροι της μετάβασης στη νέα φιλοσοφική κατάσταση εντοπίζονται, σύμφωνα με την παρούσα αφήγηση, στο έργο των Φρέγκε και Ράσελ και τη σύστοιχη με αυτό ανάπτυξη της νέας συμβολικής λογικής. Ο Φρέγκε στο πλαίσιο της προσπάθειας του για τη θεμελίωση της αριθμητικής στη Λογική (λογικισμός), ανέπτυξε μια ριζικά νέου τύπου μαθηματική λογική, η οποία αναδείχθηκε σε ισχυρό φιλοσοφικό εργαλείο για την ανάλυση της φυσικής γλώσσας. Το ύστερο έργο του Φρέγκε αλλά και οι φιλοσοφικές έρευνες του Ράσελ προσανατολίζονται σε αυτή ακριβώς την κατεύθυνση.
Ακολουθώντας τους Φρέγκε και Ράσελ στην στροφή προς τη γλώσσα ο νεαρός Βιτγκενστάιν επιχείρησε να δείξει ότι όλα τα φιλοσοφικά προβλήματα συνιστούν γλωσσικού τύπου ασάφειες, η άρση των οποίων καθίσταται δυνατή μέσω της γλωσσικής ανάλυσης. Οι ριζοσπαστικές ιδέες του Βιτγκενστάιν αναφορικά με τη Λογική, τη γλώσσα και τη φιλοσοφία ως δραστηριότητα διασάφησης συνθέτουν το περιεχόμενο της Λογικο-Φιλοσοφικής Πραγματείας (Tractatus Logico-Philosophicus), η οποία δημοσιευμένη το 1921 συνιστά κείμενο σταθμό για την αναλυτική παράδοση αλλά και για ολόκληρη τη δυτική φιλοσοφία. Οι ιδέες του Tractatus συνδυασμένες με θέσεις κι απόψεις του κλασικού εμπειρισμού των Χιουμ και Μιλλ και με καταλύτη τις εξελίξεις στη φυσική (σχετικότητα/κβαντομηχανική), θα οδηγήσουν στην ανάδυση του φιλοσοφικού κινήματος του Λογικού Εμπειρισμού-Θετικισμού. Κεντρικό αίτημα των φορέων του εν λόγω κινήματος, το οποίο είχε ως γεωγραφικό του κέντρο τη Βιέννη του μεσοπολέμου, υπήρξε η θεμελίωση μιας επιστημονικής φιλοσοφίας ικανής να εκτοπίσει κάθε έννοια μεταφυσικής ως στερούμενη νοήματος. Η επαληθευσιοκρατική αρχή, η οποία εντοπίζεται στον πυρήνα της λογικο-εμπειριστικής τοποθέτησης συνιστά απόπειρα θεωρητικής πραγμάτωσης του εν λόγω αιτήματος.
Η θεωρητική εμβέλεια του λογικο-εμπειριστικού κινήματος αντανακλάται στο γεγονός ότι η ανάπτυξή του συμπίπτει με την ανάδειξη της φιλοσοφίας της επιστήμης σε αυτόνομο φιλοσοφικό κλάδο. Η παρούσα προσέγγιση εμμένει στην ανάδειξη του θεωρητικού πλουραλισμού, του συλλογικού χαρακτήρα, του ριζοσπαστισμού και της διάρκειας της συγκεκριμένης θεωρητικής κίνησης επιχειρώντας, ως ένα βαθμό, κάποιου είδους αποκατάσταση της απαξίωσης που υπέστησαν οι ιδέες αυτές κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, η οποί-α είχε ως κύρια αιτία τον άτεγκτο αντι-μεταφυσικό τους ορίζοντα. Παράλληλα με την ανάδειξη των καθαρά θεωρητικών χαρακτηριστικών του κινήματος, διερευνώνται οι ιστορικοί και κοινωνικοί παράγοντες που συνέβαλλαν στην ανάπτυξή του. Τονίζονται τόσο ο ρόλος που έπαιξε αναφορικά με τη γέννηση του κινήματος το γενικότερο επαναστατικό κλίμα, το οποίο διαπερνούσε κάθε περιοχή του χώρου των κοινωνικών πρακτικών στη μεσοπολεμική Ευρώπη, όσο κι εκείνος της μετανάστευσης των φορέων του κατά τη διάρκεια του πολέμου σε ότι έχει να κάνει με τη διάδοση των νέων ιδεών στα αμερικάνικα πανεπιστήμια και τη συνακόλουθη αναβάθμισή τους σε κυρίαρχη επιστημονική ιδεολογία.
Οι όροι υπέρβασης του λογικο-εμπειριστικού κινήματος, μέσω μιας εκ νέου θεωρητικής στροφής, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, αυτή τη φορά προς την ιστορία, περιγράφονται ως αντιφάσεις αναδυόμενες στο πεδίο της πολύμορφης και πλουραλιστικής συζήτησης που διεξήχθη στους κόλπους του, με τη συστηματικότητα, την πειθαρχία και την πολυφωνία που εξασφάλιζαν οι θεσμοί που τη φιλοξενούσαν (πανεπιστημιακά τμήματα, συνέδρια, περιοδικά κοκ.). Οι βασικοί κόμβοι υπονόμευσης του όλου προγράμματος εντοπίζονται στην ποπεριανή κριτική ενάντια στη δυνατότητα ορθολογικής συναγωγής επαγωγικών γενικεύσεων, στις θέσεις του Κουάιν αναφορικά με τον ολιστικό χαρακτήρα των θεωρητικών συστημάτων και την αδυναμία εμπειρικού ελέγχου στο επίπεδο της μεμονωμένης πρότασης και στις απόψεις που αναδύονται στο φιλοσοφικό προσκήνιο τη δεκαετία του ’50 σχετικά με τον θεωρητικό εμποτισμό (theory laden) της παρατήρησης. Ένας επιπλέον παράγοντας, εξωτερικός του Λογικού Εμπειρισμού, ο οποίος συνέβαλλε καταλυτικά στο άνοιγμα του ιστορικιστικού ορίζοντα, εντοπίζεται στο έργο του ύστερου Βιτγκενστάιν. Πράγμα που αποδεικνύουν, εν μέρει, οι ρητές αναφορές σε αυτό εκ μέρους των πρωταγωνιστών της νέας φιλοσοφίας και κυρίως του Κουν.
Η ιστορικιστική στροφή κατανοείται, στο πλαίσιο της παρούσας αφήγησης, ως η δεύτερη μεγάλη τροπή του κλάδου της φιλοσοφίας της επιστήμης, η οποία διατηρεί τα συλλογικά χαρακτηριστικά της λογικο-εμπειριστικής περιόδου αλλά και τη θεωρητική αισιοδοξία αναφορικά με τη δυνατότητα διατύπωσης μιας συνολικής φιλοσοφικής ερμηνείας του επιστημονικού φαινομένου. Μελετάται, κυρίως, στη βάση της παρουσίασης των θέσεων και των απόψεων του Κουν, έτσι όπως αυτές αναπτύσσονται στη Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων (1962), σε συνδυασμό με τις συνεισφορές των Λάκατος και Φεγιεράμπεντ, οι οποίες επιχειρούν την ανάπτυξη των κουνιανών απόψεων προς δύο ριζικά αντίθετες κατευθύνσεις. Παράλληλα, επισημαίνεται ο συγκροτητικός, για τη διαμόρφωση του ρεύματος, ρόλος των νέων μεθοδολογικών τάσεων της επιστημονικής ιστοριογραφίας της δεκαετίας του ’50, οι οποίες οδήγησαν σε ένα είδος ενοποίησης των δύο κλάδων. Ενοποίηση που έλαβε τη θεσμική της μορφή μέσω των προγραμμάτων Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης, τα οποία άρχισαν να αποτελούν διδακτική και ερευνητική υποχρέωση για όλο και περισσότερα πανεπιστήμια. Διερευνώνται, επίσης, οι θεωρητικές συνέπειες και οι σχετικιστικές συνδηλώσεις της κουνιανής θέσης περί ασυμμετρίας των Παραδειγμάτων, καθώς και η επανανομιμοποίηση ερωτημάτων μεταφυσικής υφής που ενθαρρύνουν τη συνο-μιλία των πρωτοπόρων του νέου ρεύματος, οι οποίοι εξακολουθούν να προέρχονται από τις επιστήμες, με ιδέες και απόψεις του χώρου της παραδοσιακής φιλοσοφίας.
Το ερώτημα της φιλοσοφικής υποστήριξης της ιστορικιστικής θεώρησης από συνεισφορές εξωτερικές ως προς την καθαυτό φιλοσοφία της επιστήμης, εξετάζεται στην ενότητα του βιβλίου που αφιερώνεται στο έργο φιλοσόφων όπως ο Σέλαρς, ο Ντέιβιντσον, ο Μακ-Ντάουελ αλλά κι αυτός ακόμη ο ύστερος Βιτγκενστάιν. Η κοινή συνισταμένη αυτών των θεωρήσεων εντοπίζεται στην προτεραιότητα της έννοιας έναντι της εμπειρίας, έτσι όπως για παράδειγμα τη συναντάμε στον ψυχολογικό νομιναλισμό του Σέλαρς ή στην κατά Μακ-Ντάουελ απεραντοσύνη του εννοιακού. Ωστόσο, παρά τη φιλοσοφική υποστήριξη από τέτοιου είδους προσεγγίσεις, η ιστορικιστική θεώρηση δεν κατάφερε να υπερβεί το γρίφο της ασυμμετρίας και τη συνακόλουθη σχετικιστική απειλή. Η κατάρρευση της όλης προσπάθειας περί τα τέλη της δεκαετίας του ’70, σηματοδοτούν το τέλος της αισιόδοξης περιόδου του κλάδου. Οι ολιστικές προσεγγίσεις της επιστήμης εγκαταλείπονται κι η συζήτηση μετατοπίζεται, σταδιακά, σε γνωσιολογικά ζητήματα που αφορούν στενά στους επιμέρους επιστημονικούς κλάδους ή σε παραδοσιακότερα προβλήματα όπως αυτό του ρεαλισμού.
Η κατάσταση αυτή θέτει το πρόταγμα μιας νέας στροφής, μέσω της οποίας ο κλάδος θα επιστρέψει στα μεγάλα ερωτήματα και τις συνακόλουθες μεγάλες αφηγήσεις. Σύμφωνα με την άποψη των επιμελητών, όπως αυτή διατυπώνεται στο κείμενο της Εισαγωγής, το οποίο σκιαγραφεί την ιστορική πορεία των πραγμάτων, μια τέτοια στροφή ίσως να αφορά την απόπειρα κάποιου μακράς πνοής συνθετικού εγχειρήματος, το οποίο θα στρέφει το βλέμμα προς τη μεγάλη φιλοσοφία. Προϋπόθεση ενός τέτοιου εγχειρήματος αποτελεί η βαθιά και απροκατάληπτη γνώση του φιλοσοφικού παρελθόντος, η οποία κάνει δυνατή τη θεωρητική ανασυγκρότησή του από τη σημερινή πλεονεκτική σκοπιά. Μέσω μιας τέτοιας ανασυγκρότησης ίσως γίνει κατορθωτό να έρθουν στο προσκήνιο πτυχές και δυνατότητες που περιμένουν λανθάνουσες και βουβές το κάλεσμα της Ιστορίας. Συνεισφορές σαν αυτή της παρούσας έκδοσης συμβάλλουν προς μια τέτοια κατεύθυνση, αφού μας συστήνουν με το θεωρητικό μας παρελθόν με τη ζωντάνια και την αυστηρότητα που απαιτούν αυτού του είδους οι συστάσεις.     
     

Ο Γιάννης Μανώλης είναι μεταπτυχιακός φοιτητής του διαπανεπιστημιακού ΠΜΣ Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης και της Τεχνολογίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: