6/7/13

Εικόνες ποιητικές

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΤΡΟΥΜΠΑ

ΝΙΚΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ, Στίχοι στο Καβαλέτο. Ζωγραφική και ποιήματα, εκδ. Τέχνης Οίστρος, σελ. 300

Έργο του Νίκου Οικονομίδη
Ποιήματα προορισμένα, εκμεταλλευόμενα την κρυπτικότητά τους, να λειτουργούν πολυεπίπεδα, σε
ποιο βαθμό είναι διατεθειμένα να υποκύψουν στην «ερμηνεία» ενός ζωγράφου και να ενσαρκωθούν, αποκτώντας οπτική αποτύπωση; Ασχέτως της καταδεκτικότητάς τους να ξεδιπλώσουν πτυχές του είναι τους, ο ζωγράφος Νίκος Οικονομίδης τα υιοθετεί και τα οδηγεί στοργικά σ’ έναν νέο κόσμο, σεβόμενος την ελευθερία και την αναπνοή τους, χωρίς να προξενεί ασφυξία περιχαρακώνοντάς τα. Βαρβέρης, Δαββέτας, Ελευθερίου, Κοντός, Κουτσούνης, Μαρκόπουλος, Νιάρχος, Πασχάλης και Φωστιέρης εμπιστεύονται ποιήματά τους στο καβαλέτο του Οικονομίδη, συνδημιουργώντας το πολύτιμο λεύκωμα «Στίχοι στο Καβαλέτο».
Το άπλωμα των ποιημάτων στον ζωγραφικό καμβά ίσως απειλεί να εγκλωβίσει την άυλη σκέψη σε δύο διαστάσεις. Τούτο όμως δεν συμβαίνει διόλου με τις «αναγνώσεις» του Οικονομίδη. Η αποτύπωση στη δισδιάστατη επιφάνεια συνυπάρχει με τη διάθεση του τελικού ζωγραφικού αποτελέσματος να ξεκολλήσει απ’ τον καμβά, να σηκωθεί, να γίνει τρισδιάστατο. Κι η τάση αυτή δεν σχετίζεται με ζωγραφικές τεχνικές απόδοσης των τριών διαστάσεων, όπως της προοπτικής· κάθε άλλο. Σχετίζεται με τη θεματολογία των πινάκων, μα και με τα ζωγραφικά υλικά του Οικονομίδη, που καθιστούν το έργο του ανάγλυφο. Την ίδια λειτουργία υπηρετεί και η απόδοση του ζωγραφικού θέματος σε περισσότερους  από έναν καμβάδες, που στέκονται συμπληρωματικά ο ένας πλάι στον άλλο και γεμίζουν τον χώρο. Αν για τον χαρακτηρισμό πολλών καλλιτεχνημάτων του Οικονομίδη επιστρατευόταν ο όρος «τρίγλυφα», δεν θα ’πρεπε να προσλαμβάνεται σε καμία περίπτωση μεταφορικά: κυριολεκτεί απολύτως.

Οι ανάγλυφες αποτυπώσεις του Οικονομίδη δεν επιτυγχάνονται μόνο χάρη στα «τρίγλυφά» του, μα και χάρη στα υλικά που χρησιμοποιεί. Κομμάτια χαρτί τίθενται το ένα πάνω στο άλλο προσδίδοντας όγκο στο ζωγραφικό έργο, υπηρετώντας ταυτόχρονα και το περιεχόμενο των οπτικοποιημένων ποιημάτων. Τα αλλεπάλληλα επιθέματα του Οικονομίδη στον πίνακα που εμπνέεται από το ποίημα «Υποψίες περί τα όργανα της τάξεως» του Γιάννη Βαρβέρη, συνθέτουν συμβολικά τη μηχανή των συνεργαζόμενων ζωτικών οργάνων του ανθρώπινου οργανισμού. Αλλού το «κυματιστό» γκοφρέ χαρτόνι αξιοποιείται προς μια ευρηματική αποτύπωση υδάτινων –και όχι μόνο– αντανακλάσεων. Ακόμη και οι ζωγραφικές επιλογές του Οικονομίδη συμβάλλουν στην εντύπωση του ανάγλυφου έργου. Ο καπνός του βαποριού, καθώς αποκολλείται από το σχεδιαστικό του πλαίσιο, δραπετεύει προς την τρίτη διάσταση του ύψους.
Η εικαστική αποτύπωση της ποιητικής αίσθησης, μέσα από την αφαίρεση με την οποία επιχειρείται, κατορθώνει, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, να κρατιέται κοντά στην ποιητική πρόθεση, εφόσον δεν περιορίζει την πολυσημία των ποιημάτων. Οι συχνά απροσδιόριστες μορφές του Οικονομίδη υπηρετούν την πολυεπίπεδη εκπομπή μηνυμάτων. Ανακαλούν όμως και μια παιδικότητα, μια αθωότητα, θυμίζοντας παιδικές ζωγραφιές που αδυνατούν να αποτυπώσουν με ακρίβεια το θέμα τους, και το θολώνουν σαν να κυλιούνται στις λάσπες κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού.
Οι ποιητικοί προβληματισμοί ενσαρκώνονται μέσω ποικίλων ιδεών αποτύπωσης. Η πνιγηρή πόλη αναλύεται στις ασαφείς μορφές και τις γκρίζες κλίμακες της ασφάλτου και του νέφους. Ο μαραζωμένος ψυχισμός περιφέρεται, θαρρείς, στον ασπρόμαυρο εφιάλτη παλιάς κινηματογραφικής ταινίας τρόμου. Το δελτίο εξαφάνισης επιχειρεί να χαρτογραφήσει την απώλεια σε παράλληλες γραμμές, οριζόντιες και κάθετες, οι οποίες θυμίζουν γεωγραφικούς μεσημβρινούς και παραλλήλους, ταγμένους στην απόπειρα του εντοπισμού.
Το φιλοσοφικό υπόβαθρο του Οικονομίδη δεν εξαντλείται στη συνομιλία με τα έργα των ποιητών του. Οι ζωγραφικοί πρόγονοι είναι παρόντες, μα όχι στην απλή στείρα μίμηση των τεχνικών τους, παρά σε ουσιώδη διάλογο. Οι κυβιστικές επιδράσεις, κυρίως από τον Πικάσο, στοχεύουν στην ανάδειξη θεμάτων μέσα από τον χωρισμό του πίνακα σε τομείς. Ο άντρας που ατενίζει τον ορίζοντα στεκόμενος στο μεταίχμιο του εσωτερικού και του εξωτερικού χώρου ενός σπιτιού (Μάνος Ελευθερίου, «Σε λυπήθηκαν τα πράγματα»), τοποθετημένος ο μισός πίσω από τον εξωτερικό τοίχο της οικίας κι ο άλλος μισός μπροστά του, σχολιάζει τη μεταιχμιακή ύπαρξη, μοιάζοντας να κατάγεται από πίνακες του Μαγκρίτ που φιλοσοφούν επί υπαρξιακών πιθανοτήτων. Διάφανη αποτυπώνεται η ανθρώπινη μορφή κι όταν, σε φασματική κατάσταση, ορίζει ως προορισμό της τον Αχέροντα.
Οι ζωγραφικές ενσαρκώσεις του Οικονομίδη όμως δεν επιθυμούν να περιχαρακώσουν ούτε τη ματιά του θεατή τους ούτε τα ποιήματα. Αν μέχρι ενός σημείου υλοποιούν τις ποιητικές ιδέες, από το ίδιο σημείο κι εξής τις προεκτείνουν. «Η μνήμη φωτογραφίζει ασπρόμαυρα» (Αντώνης Φωστιέρης), μα ο ζωγράφος έγχρωμα. Το χέρι που καλείται να κόψει το φρούτο (Γιάννης Κοντός, «Τα φρούτα και ο άνθρωπος») μπορεί και ν’ απλωθεί σαν σκιάχτρο προστατευτικό της καλλιέργειας. Η σχέση ποιήματος-ζωγραφικού πίνακα μεταστρέφεται. Το ποίημα παύει να είναι η αφορμή για τον πίνακα. Ο πίνακας παρέχει πλέον την αφορμή για νέα ποιήματα. Η εξαΰλωση της ζωγραφικής σε ιδέα συνιστά την εξέλιξη της τέχνης του Οικονομίδη σε αναστάσιμη.


Ο Γιάννης Στρούμπας είναι φιλόλογος

Δεν υπάρχουν σχόλια: