26/5/13

Καβαφικά επιτύμβια

Η υφαρπαγή της δύναμης του θανάτου
Μια νύχτα 

ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΗΛΙΑ

 Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα,
που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου
Κ. Π. Καβάφης

Στους τάφους που έστησε η ποιητική φαντασία και η διάθεση του Καβάφη, συναντά κανείς τόσο την οδύνη για την ευθραυστότητα και την απώλεια της ζωντανής ομορφιάς όσο και την αγωνία για μια αιώνια διάσωση της μνήμης της ζωής και για υπέρβαση του θανάτου. Κάθε προσπάθεια για διάσωση της μνήμης κρύβει συγχρόνως μέσα της μία από τις πιο σπαραχτικές επιθυμίες: εκείνη που αφορά στην ανάσταση του παρελθόντος, στη δυνατότητα επιστροφής και περιδιάβασης στις εκτάσεις του βιωμένου χρόνου και χώρου, με όρους όμως ισχύος και ικανότητας αλλαγών, δημιουργίας και γόνιμης υποδοχής των απολαύσεων που συνδέονται τόσο με το ψυχικό-πνευματικό όσο και με το σωματικό-αισθησιακό πεδίο. Ο Καβάφης, με συγκράτηση, έλεγχο, οικονομία, με δύναμη και καρτερικότητα, δημιουργεί το επιτάφιο ποίημα —το οποίο, εν τέλει, θα έχει το βάρος και την καθαρότητα επιτύμβιας στήλης μαρμάρου— και συμπυκνώνει, με τον δικό του, προσωπικό τρόπο, την ανωτέρω προβληματική.


Η συγκίνηση του πένθους και η επιθυμία κατίσχυσης πάνω στην απώλεια δεν θ’ ακολουθήσουν τον δρόμο μιας, εν δυνάμει, λυτρωτικής αντιπαράθεσης προς το απρόβλεπτο και πεπερασμένο του βίου μέσω ενός λόγου που, θα μπορούσαμε να πούμε, προσιδιάζει περισσότερο στη ζωή, δηλαδή ενός λόγου θρηνητικά, έστω, ζωηρού, πλούσιου σε συναισθηματικές δονήσεις, ανατρεπτικού της νεκρικής ακινησίας. Αντιθέτως, ο Καβάφης δείχνει να αποδέχεται τη δύναμη του θανάτου, ν’ ακολουθεί τον τελευταίο στην επικράτειά του, να επιχειρεί και να αφήνεται στην εξοικείωση μαζί του. Είναι σαν μια προσπάθεια προσεταιρισμού.
Αυτό ίσως συμβαίνει για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι ο «έγκλειστος ποιητής»1 έχει, από νωρίς, βιώσει πλήθος απωλειών και, πλέον, δραματικά αποστερηθεί ένα μέρος της ζωντανής πραγματικότητας, επομένως έχει αισθανθεί την πνοή του θανάτου και οδηγηθεί σε μια πένθιμη συμφιλίωση, σ’ ένα σκοτεινό και ισχυρό καταφύγιο απ’ το οποίο αρνείται την πιο άμεση φανέρωση. Ο άλλος είναι πως με κρυφή, εσωτερική γνώση και δαιμονική ικανότητα καλεί «φιλικά» και διοχετεύει το νεκρικό στοιχείο στον χώρο της τέχνης του, προκειμένου να το εκφράσει, να το μορφοποιήσει, να το ελέγξει και, τελικά, να το προδώσει και να εκδικηθεί — από τη μεριά της ζωής. Ο Καβάφης, κατά κάποιον τρόπο και ως έναν βαθμό, μπορεί όντως να είναι, όμως συγχρόνως υποδύεται τον κυριευμένο και πτωχευμένο από τον θάνατο, υιοθετώντας τον βαρύ βηματισμό και τον σχεδόν ατάραχο τόνο, αποφεύγοντας τις εξάρσεις και περιορίζοντας την έκφραση των συγκινήσεων. Αφήνει την επικράτεια της ακινησίας να τον αγγίξει, αφήνει τη φωνή του να εγκολπωθεί ένα μέρος απ’ το σκοτάδι της νεκρότητας, κι ύστερα επιτρέπει να ελευθερωθούν εκλάμψεις ζωής, αισθήσεις και καταπνιγμένες συγκινήσεις, οι οποίες επιβιώνουν της ερήμωσης σαν άνθη που μεγαλώνουν σε παγωμένη γη.
«Η κίνηση της φθοράς είναι η μόνη σχεδόν πραγματικά ανθρώπινη κίνηση για τον Καβάφη[...] Οι άνθρωποι του Καβάφη είναι αγιάτρευτοι∙ “είναι η καρδιά τους —σαν νεκρός— θαμένη”... νεκροί και νεκροθάφτες».2 «Ο ποιητής αισθάνεται, ολοένα και περισσότερο, πως κάτι πεθαίνει ολόγυρά του, πως είναι αυτός ο ίδιος που πεθαίνει».3 «Η ιδέα του τάφου τον κατατρέχει».4 Φτιάχνει, όμως, το λαμπρό νεκροταφείο όπου κοιμίζει την ομορφιά μέχρι αυτή ν’ αναστηθεί απ’ τη συγκίνηση της ανάγνωσης, συγκίνηση που επιτείνεται ακριβώς από το αίσθημα ότι η φωνή τού ποιητή φαίνεται να έχει υποδεχθεί τον θάνατο, εν μέρει να μη θέλει και εν μέρει να μη μπορεί να διεκδικήσει τον πιο ισχυρό παλμό της ζωής. Είναι αυτή η αίσθηση απουσίας και αδυναμίας που κάνει τον αναγνώστη να νιώθει πιο έντονα τη σημασία του ωραίου και ζωντανού. Η αγωνία της ομορφιάς για επιβίωση, ευγενής και πένθιμη, ζητάει από εκείνον τη συμμετοχή του, αναμένει το ρίγος που θα τη διαφυλάττει αιωνίως στο ποίημα και θα την εμψυχώνει στην πραγματική ζωή. Συγχρόνως, υπάρχει πάντα η αίσθηση ότι ο Καβάφης έχει τον έλεγχο του υλικού του και ότι μπορεί να δώσει μορφή και σε αυτά ακριβώς τα ελλείμματα, στα κενά της ζωής. Είναι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ισχυρός εν τη αδυναμία του. «Χάσαμεν όμως το πιο τίμιο — την μορφή του», γράφει για τον νεκρό Ευρίωνα.5 Επιθυμία και στόχος: να κερδηθεί, πάση θυσία, ξανά. Η θυσία θα υπάρχει ως φλόγα του ποιήματος∙ καίει, αλλά και αναγεννά, ταυτόχρονα, τη ζωή.
Με δυσκολία διαβάζω    στην πέτρα την αρχαία.
«Κύ[ρι]ε Ιησού Χριστέ».    Ένα «Ψυ[χ]ήν» διακρίνω.
«Εν τω μη[νί] Αθύρ»    «Ο Λεύκιο[ς] ε[κοιμ]ήθη».
[…]
Μετά έχει τρεις γραμμές    πολύ ακρωτηριασμένες∙
μα κάτι λέξεις βγάζω —    σαν «δ[ά]κρυα ημών», «οδύνην»,
κατόπιν πάλι «δάκρυα»,    και «[ημ]ίν τοις [φ]ίλοις πένθος»6.
Σε αυτό το εξαιρετικό ποίημα, ο Καβάφης είναι ταυτόχρονα ο δημιουργός και ο αναγνώστης, ο πενθών και ο θριαμβευτής, ο διστακτικός των συγκινήσεων και ο πλήρης αυτών, ο ζωντανός και ο νεκρός. Πλάθει τις λέξεις, φθείρει τα γράμματά τους, ακρωτηριάζει τις γραμμές κι έπειτα τις διαβάζει. Κινείται ανάμεσα στο απώτατο, αρχαίο παρελθόν (της εγχάραξης των λέξεων στην πέτρα), στο πιο πρόσφατο παρελθόν (της ανάγνωσης των ακρωτηριασμένων γραμμών από τον άγνωστο διαβάτη-αφηγητή), και στο αιώνιο παρόν, το οποίο είναι το παρόν του ποιητή αλλά και του αναγνώστη, ξαναγεννιέται, δηλαδή, με την ανάγνωση του ποιήματος και δέχεται, έτσι, μέσα του ένα πλήθος ζωντανών και νεκρών. Ο ίδιος έχει προσκαλέσει «φιλικά» τον θάνατο στην επικράτεια της ποίησης, έχει μιμηθεί τους τρόπους του υιοθετώντας, συν τοις άλλοις, πνεύμα ουδετερότητας και σχετικής αδιαφορίας, και, τέλος, έχει υφαρπάξει και εκμεταλλευτεί τη δύναμή του. Ατάραχος τόνος, απόσταση από το γεγονός, κλίμα λησμοσύνης, λιτότητα αρχαίου επιτύμβιου επιγράμματος. Ο Καβάφης παριστάνει τον ανυποψίαστο. Γράφει: Ένα «Ψυ[χ]ήν» διακρίνω, βάζοντας τον αφηγητή να αναφέρεται στη λέξη «ψυχή» σαν η τελευταία να πρόκειται για κάτι απλό και συνηθισμένο. Με τον ίδιο τρόπο συνεχίζει και απαριθμεί «κάτι λέξεις», όπως «δάκρυα», «οδύνη», «πένθος». Ανοίγει, έτσι, με ψυχραιμία ήρεμου τεχνίτη, το κανάλι των δακρύων και το στρέφει —χωρίς, υποτίθεται, ιδιαίτερη γνώση και μόχθο— στις ρίζες της νεότητας και της χαμένης ομορφιάς. Ο αναγνώστης καλείται και αφήνεται να συνδράμει με το δικό του συναίσθημα και τις δικές του εικόνες. Χρειάζεται τόνωση ζωής ο αφηγητής. Αμέσως μετά:
Με φαίνεται που ο Λεύκιος    μεγάλως θ’ αγαπήθη.
Εν τω μηνί Αθύρ    ο Λεύκιος εκοιμήθη.
Ολοκληρώνεται το ποίημα με τον ποιητή να έχει παγιδεύσει τον θάνατο. Η δύναμη του τελευταίου έχει μετατραπεί σε δύναμη ζωής, ο δισταγμός του αφηγητή σε ανυπολόγιστης έντασης κατάφαση και αγωνία υπέρ μιας αισθησιακής ζωντάνιας και ποιότητας αισθητικής και συναισθηματικής. Η Αθώρ εδώ, παρά το αντίθετο της θεματολογίας, διακρίνεται, κατά πρώτο λόγο, ως η θεά του έρωτα αλλά και της μητρότητας: ο Καβάφης έχει στήσει έναν τάφο ανθεκτικό και ζωογόνο σαν αρχέτυπο σώμα μητέρας.
«Πρώτη φορά κατάλαβα πως το ακίνητο και δίχως κλάματα βλέμμα της[…] είχε σταθεί πάνω σ’ αυτή την ακατανόητη αντίφαση της ανάμνησης και της ανυπαρξίας»7, γράφει ο Μαρσέλ Προυστ.8 Ο Καβάφης, όμοια με τον μεγάλο γάλλο συγγραφέα, θα πονέσει πάνω στη βάση αυτής της ακατανόητης αντίφασης και όμοια θα προσπαθήσει να την επιλύσει μέσω της τέχνης. Σε αντίθεση όμως με εκείνον, συχνά θα χρησιμοποιήσει ακριβώς αυτό το «ακίνητο και δίχως κλάματα βλέμμα», το οποίο συγχρόνως προειδοποιεί, αλλά και καλεί τις διαλεχτές εικόνες και συγκινήσεις να μην ξεχνούν... Πάντα να το γεμίζουν.

1. Βύρων Λεοντάρης, Καβάφης ο έγκλειστος, εκδόσεις Έρασμος, 1997
2. Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, πρώτος τόμος, εκδόσεις Ίκαρος, 2003, σελ. 415
3. Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, «Ο Καβάφης, ποιητής του κλειστού χώρου» (Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1994, σελ.197)
4. Νικόλαος Κάλας, «Παρατηρήσεις επάνω στο καβαφικό έργο» (ό.π, σελ. 98)
5. «Ευρίωνος τάφος», Κ.Π. Καβάφη, Τα ποιήματα, τόμος Α’, εκδόσεις Ίκαρος, 1991, σελ. 48
6. «Εν τω μηνί Αθύρ», ό.π, σελ. 82
7. Μαρσέλ Προυστ, Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, τέταρτος τόμος, εκδόσεις Εστία, 2001, σελ. 145
8. «Ο θάνατος της γιαγιάς! Τι αριστούργημα!». Έτσι χαρακτήρισε ο Καβάφης —σύμφωνα με τον Ι. Α. Σαρεγιάννη— το αντίστοιχο απόσπασμα της ενότητας «Η μεριά του Γκερμάντ», από το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο (Ι. Α. Σαρεγιάννης, Σχόλια στον Καβάφη, εκδόσεις Ίκαρος, 2005, σελ. 36)

Ο Αλέξανδρος Μηλιάς (Αθήνα, 1982) είναι ποιητής

Δεν υπάρχουν σχόλια: