21/4/13

Ανοιξιάτικος θρήνος

ΤΟΥ ΒΑΚΗ ΛΟΪΖΙΔΗ

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΚΟΓΚΟΣ, Χιονισμένος λύχνος, εκδόσεις Μανδραγόρας, σελ. 62

«Οι ασύρματοι στον κήπο απ’ τα τριζόνια
σφυροκοπούν ειδήσεις οργισμένες
απ’ τον εμφύλιο πόλεμο των στιγμών
που ’ναι αιώνιος.»

Κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Μανδραγόρας, η τρίτη ποιητική συλλογή του Κωστή Παπακόγκου (1936), με τίτλο «Χιονισμένος λύχνος». Είχαν προηγηθεί, απ’ τον ίδιο εκδοτικό οίκο, τα ΄΄Γκρεμόχορτα’’, 2008 και η ‘‘Ιθάκη’’, 2010. Οι εν λόγω συλλογές κυκλοφόρησαν πρώτα στα σουηδικά και απέσπασαν πολύ καλές κριτικές από τους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών στην Σουηδία. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Παπακόγκος έφυγε από την Ελλάδα λόγω της δικτατορίας. Ζει μόνιμα στη Σουηδία από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 και  ασχολείται αποκλειστικά με τη λογοτεχνία.

Η συλλογή «Χιονισμένος λύχνος» χωρίζεται σε τέσσερεις ενότητες.  Η  πρώτη ενότητα αποτελείται από 20 ποιήματα με έντονα βιωματικό χαρακτήρα στα οποία ο ποιητής συνομιλεί με την ιστορία μέσα από προσωπικές μνήμες, σπάζοντας τα όρια μεταξύ ατομικού και συλλογικού.

Η φωνή της μνήμης στα ποιήματα του Παπακόγκου είναι τόσο καθαρή και δυνατή που οδηγεί τον αναγνώστη σε αμηχανία. Φτάνει αβίαστα στο παρόν. Γίνεται κομμάτι του  για να εκφράσει μια συλλογική αγωνία για έναν κόσμο στον οποίο  η ελευθερία σε  κάθε μορφή της κινδυνεύει. «Και το λάλημα του αηδονιού έσταζε αίμα/ στον ιδρωμένο ορίζοντα/ όταν ο θάνατος γεννούσε την καινούρια μέρα.»

Ο ποιητής δεν τσεκάρει τα θέματα της ιστορίας, ούτε προσπαθεί να πρωτοτυπήσει αιφνίδια αξιοποιώντας τα. Θέλει μονάχα μέσα από τα βιώματά του να κοινωνήσει την αγωνία του για τούτο τον κόσμο. Ο ποιητής Παπακόγκος ταπεινός στη χαρά, όμοια και στον πόνο, με «ψυχή κατάρτι» αρθρώνει την αγωνία του με σοφία και απλότητα.

Απαλλαγμένος από κάθε τι περιττό, με λιτά εκφραστικά μέσα  και πειθαρχία κάνει τη δική του κατάθεση με μουσικότητα και ρυθμό που κερδίζει τον αναγνώστη. Ίσως η έντονη μουσικότητα που χαρακτηρίζει τα ποιήματά του να αποκαλύπτει μια βαθύτερη συνομιλία με το δημοτικό τραγούδι.

Η δεύτερη ενότητα αποτελείται από 18 τρίστιχα ποιήματα στο ίδιο ύφος και φόρμα όπως τα ποιήματα της συλλογής ‘‘Γκρεμόχορτα’’ που αποτελεί σημαντικό σταθμό στην ποιητική πορεία του Παπακόγκου. «Υφαίνει η νύχτα, ξεϋφαίνει η μέρα·/ είναι σαΐτα και σφυρίζει/ η ανάσα των νεκρών στον αέρα.»

Η τρίτη ενότητα αποτελείται από 20 ποιήματα μικρής φόρμας που τα διακρίνει έντονος φιλοσοφικός στοχασμός και υπαρξιακή αγωνία. Γναθολογία « Σ’ αυτό τον κόσμο δεν έζησα, είπε·/ δεύτερος κόσμος δεν υπάρχει. Μάλλον/ ανήκω στη γριά αιωνιότητα:/ είμαι το πεσμένο της δόντι στο χώμα.»

Ο Παπακόγκος δεν χάνει το χιούμορ του ακόμα κι όταν μιλά για το θάνατο. Όταν τον απασχολεί το θέμα αυτό δεν επιτρέπει στον εαυτό του οποιαδήποτε φιλολογία. Αντικρίζει το θάνατο ως φυσική συνέχεια της ζωής και σαρκάζει την τόση αγωνία μας για την κατάχτηση της αιωνιότητας. «…Και στα χαμηλά φώτα της ψυχής/ ο έρωτας κι ο θάνατος/ παιδάκια που χαϊδεύονται απαλά/ μες στο βαθύ τους ύπνο.»

Η ιδιαιτερότητα που χαρακτηρίζει τις πηγές   έμπνευσής του και ο τρόπος που κτίζει το ποίημα, μας ξαφνιάζει. Στο ποίημα Προς Κορινθίους(σελ. 44)  γράφει: «Ο γκρίζος βράχος σύννεφο/ απολιθωμένο στη δύση./ Και στο σύννεφο πάνω η κατσίκα/ με το άσπρο γένι/ αναμασάει τ’ αγκάθια που κατάπιε/ πριν από δυο χιλιάδες χρόνια.»

Ο Παπακόγκος δεν μπορεί ν’ αποκοιμίσει την «αναμαλλιασμένη» του συνείδηση που τον οδηγεί στην ποιητική πράξη. Στο ποίημα που φέρει τον τίτλο Αγρυπνία(σελ. 47)  γράφει. «Ώρες χτυπιόμασταν στο σκοτάδι/ ν’ αποκοιμίσουμε/ την αναμαλλιασμένη μας συνείδηση,/ τη στριμμένη μας μοναχοκόρη/ Ώρες της τάζαμε μαντζούνια κι άλλα / πανάκριβα ζαχαρωτά· ώσπου/ στα μάτια μας γράφονταν ο ορίζοντας/ λαμπρός κι απατηλός όπως πάντα.»

Η δραστικότητα των μυθολογικών στοιχείων στα ποιήματά του έχει να κάνει με τον τρόπο που τα αξιοποιεί, επιστρατεύοντας με τρόπο μοναδικό  το χιούμορ. «Τα κυπαρίσσια στέκουν στην Αργολίδα/ θεόρατες χτένες πλάι στους αγρούς/ να ξεψειριάζουν τον άνεμο, λέει,/ με τα ματωμένα γένια του Αγαμέμνονα-/ τον άνεμο, με τις φονικές αστραπές/ στους βόστρυχους της Κλυταιμνήστρας.» (Ιφιγένεια, σελ. 15). Το χιούμορ σε συνδυασμό με την ιδιαιτερότητα της εικονοποιίας του είναι κάτι που ξεχωρίζει  στην ποίηση   του. «Μισάνοιχτο το παραθύρι, ευωδίαξε/ ξανθιά ρετσίνα ο ύπνος του·/  κι ο τζίτζικας της ελιάς / ιδροκοπώντας/ να τηγανίζει ψάρια όλο το μεσημέρι.» (Συκάμινο, σελ. 53)

Στην ποίησή του διακρίνει κανείς έναν αποκαλυπτικό διάλογο με τη φύση. Έναν διάλογο που δεν παραπέμπει σε βουκολικό ποιητή. Αντιλαμβάνεται τη συνομιλία με τη φύση ως αναπόσπαστο στοιχείο της ανθρώπινης ισορροπίας. Ο διάλογος με τη φύση λειτουργεί ως μέσο που του διασφαλίζει μια εναλλακτική οπτική των πραγμάτων. «Το ποτάμι που κατέβαινε απ’ τις Μυκήνες/ με όλο το ασήμι και τη λάμψη του/ ήταν πουκάμισο φιδιού πάνω στα βράχια.»

Στην τελευταία ενότητα δημοσιεύει το ποίημα Ανοιξιάτικος θρήνος που έχει ως θέμα τη δολοφονία του Ούλοφ Πάλμε. Στο ποίημα αυτό μετουσιώνει ποιητικά τον οικουμενικό σπαραγμό που προκάλεσε η απώλεια του Πάλμε  «..και η σφαίρα βρήκε τη βασιλόφλεβα/ της ειρήνης του κόσμου.[…] Η σφαίρα βρήκε τη βασιλόφλεβα/κι άδειασε απ’ το στήθος σου/ στο πεζοδρόμιο το λίγο φως του κόσμου.»

Η ποίηση δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να θολώνει τα νερά. Ο Παπακόγκος με τόση φυσικότητα, και προπάντων καθαρά, κοινωνεί την αγωνία του δυναμωμένος από τους αγώνες για την ελευθερία και τις ανατροπές της ζωής.

Δυστυχώς οι ποιητές που ζουν εκτός Ελλάδας μένουν πολλές φορές ξεχασμένοι στην Ελλάδα. Το γεγονός ότι η ελληνική ποίηση δεν εξαντλείται στα γεωγραφικά όρια του ελληνικού κράτους είναι πολύ σημαντικό. Ο Παπακόγκος αποτελεί σίγουρα μια πολύ αξιόλογη  περίπτωση ανάμεσα στους μεταπολεμικούς ποιητές μας.


Ο Βάκης Λοϊζίδης είναι ποιητής



Δεν υπάρχουν σχόλια: