21/4/13

Ο κριτικός Αλέξης Ζήρας

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Και πάντα εδαπανούσαμε τον έρωτα, την ήβη.
Έμοιαζε το ενδεχόμενο σα μια μεθυστική
άβυσσος
(Από την πρώτη γραφή του ποιήματος «Ωχρά σπειροχαίτη», του Κ. Γ. Καρυωτάκη)

Είναι νομίζω κοινή παραδοχή, πως ο Αλέξης Ζήρας συνιστά την πλέον συστηματική και χαρακτηριστική κριτική γραφή της Μεταπολίτευσης. Η ιστορία της ποίησης και της πεζογραφίας αυτής της περιόδου δεν μπορεί να νοηθεί και να εξετασθεί χωρίς να τον περιλαμβάνει, ως βασικό παράγοντα του λογοτεχνικού γίγνεσθαι.
Και αυτό, γιατί κινήθηκε ταυτιζόμενος με την κύρια φορά, με το κύριο ρεύμα της λογοτεχνίας αυτής της εποχής. Δεν συνέργησε στην εισαγωγή της πλημμυρίδας της παραλογοτεχνίας εντός του λογοτεχνικού πεδίου, που συνέβη ακριβώς αυτά τα χρόνια, αλλά και δεν ταυτίστηκε, σχεδόν δεν συνομίλησε, με τις αισθητικά προωθημένες εκφράσεις της ποίησης και της πεζογραφίας που υπερέβαιναν τον ορίζοντα της εποχής του.

Μετρημένος, σοβαρός, έγκυρος, έκανε σκοπό του την εμπέδωση εκείνου του τύπου κριτικού που συμπορεύεται μετέχοντας, κάνοντας βέβαια λογοτεχνική κριτική, και όχι λογοτεχνίζουσα ή δημοσιογραφική. Με αυτή την έννοια, το κριτικό του έργο υπόκειται στη λογοτεχνία της εποχής, στην ποιότητά της, στον ορίζοντα προσδοκιών της.
Το θεωρητικό του στίγμα διαμορφώθηκε με βάση την αφετηρία και τις σταθερές της Νέας Κριτικής, όπως αυτές εξελίχθηκαν μέσα στο χρόνο, και διηθήθηκαν, στη περίπτωση του Ζήρα, κυρίως μέσα από γαλλικά συμφραζόμενα, κι αυτό το στίγμα του παρέμεινε μέχρι σήμερα, αφού οι επόμενες προσλήψεις το εμπλούτισαν βέβαια, αλλά δεν το ανέτρεψαν. Πεδίο της κριτικής τού Ζήρα παραμένει η κειμενική πραγματικότητα του κρινόμενου έργου. Άλλες παράμετροι, έξω από τον χώρο της τυπικής λογοτεχνικής θεωρίας, αλλά πάντως συγγενικές και συμβατές με αυτήν, συχνά χρησιμοποιούνται στα κείμενά του, όχι για λαϊκίσει, όπως άλλοι, όχι για να ξεχειλώσει τον πυρήνα τής κριτικής στόχευσης, ακυρώνοντάς την μέσα από την ασύστολη κοινωνιολόγηση περί της «θεματικής», αλλά για να διευρύνει το πλαίσιο αναφοράς, τόσο του κρινόμενου έργου όσο και της ίδιας της λειτουργίας της κριτικής. 
Έτσι, η λογοτεχνία με την οποία ταυτίστηκε ο Ζήρας, είναι εκείνη που αναπτύχθηκε κάτω από τη βαριά σκιά της κύριας κοίτης τού καθ’ ημάς μοντερνισμού. Είναι λοιπόν ένας κατεστημένος κριτικός; Αλλά τι σημαίνει αυτό; «Τι θα πει κεκυρωμένος;» (όπως το έθεσε ο Τάκης Σινόπουλος). Το σίγουρο είναι πως θα πρέπει να αναγνωρίσουμε στον Ζήρα ότι, αν και πολύ εύκολα θα μπορούσε, δεν έγινε καθεστωτικός, όπως τόσοι και τόσοι, με έργο μάλιστα μηδαμινό έναντι του δικού του (ή και ανύπαρκτο). Αντίστοιχα, αν και είναι σαφές πως το ιδεολογικό του στίγμα, που εκφράζεται ήπια και στο κριτικό του έργο, είναι αριστερόστροφο, κανείς δεν θα μπορούσε να πει ότι άσκησε αριστερή κριτική.
Το κρίσιμο στοιχείο είναι, όμως, ότι ως κριτικός του κύριου ρεύματος της λογοτεχνίας μας υπόκειται σε αυτού του ρεύματος την πορεία και τις τύχες. Και η διαδρομή τού καθ’ ημάς μοντερνισμού είναι μια ακολουθία καθόδου, από την ένδοξη κορύφωση του 1930 μέχρι σήμερα. Ανάλογη είναι, εντός του λογοτεχνικού πεδίου, και η καμπύλη του ειδικού βάρους της συνάδουσας κριτικής, παρ’ ότι την ίδια στιγμή το κοινωνικό της βάρος έφθανε στο ζενίθ, μαζί άλλωστε με το κοινωνικό βάρος της όλης μοντερνιστικής λογοτεχνίας.
Αυτή η ταυτόχρονη διαδικασία, έκπτωσης από τη μια αλλά κοινωνικής αναγνώρισης από την άλλη, είχε ως αποτέλεσμα, τα παρακμιακά λογοτεχνικά φαινόμενα των τελευταίων ετών να επιπίπτουν με διαθέσεις κανιβαλισμού επί της εν γένει κριτικής, ακόμα και επ’ αυτής στην οποία οφείλουν την όποια λογοτεχνική τους υπόσταση, διεκδικώντας κοινωνική καταξίωση. Εν ολίγοις, ο Ζήρας τα τελευταία χρόνια έχω τη βεβαιότητα ότι ως κριτικός βιώνει την απόλυτη ματαίωση, όχι μόνο σε σχέση με τη λογοτεχνία στην οποία επένδυσε όλη την κριτική του ενέργεια, αλλά και σε σχέση με την έκπτωση του ρόλου τού κριτικού, αφού εκείνοι που κυριολεκτικά τους έκανε «νοματαίους», μεταθέτουν την ευθύνη, για την παροιμιώδη ραθυμία τους και ατελεσφορία τους, στην κριτική που δεν αναγνώρισε την υποτιθέμενη μεγαλοφυΐα τους.
Αυτή η περιγραφή που κάνω παραπέμπει σε έναν αενάως παρατεινόμενο, υπερφίαλο και μικροαστικό μεταρομαντισμό, ο οποίος δεν ανεκόπη με την τομή του Καρυωτάκη, όπως κάποτε ήλπισε ο Βύρων Λεοντάρης, αλλά κυκλοφορεί νυχθημερόν, με την αφέλεια αλλά χωρίς τη χάρη του ναΐφ, στην οδό Σόλωνος και τις πέριξ ατραπούς. Ο Ζήρας αντιστάθηκε σε αυτό το κλίμα, με όλα τα μέσα. Επιχειρώντας να διασώσει το ρόλο και την έννοια του «συμπορευόμενου» κριτικού, κάνοντας συνεχώς μικρές και μεγάλες υποχωρήσεις, φθάνοντας συχνά στο όριο της αυτοακύρωσής του, άλλοτε αντιδρώντας έντονα, μερικές φορές σχεδόν σπασμωδικά, όμως δεν κατάφερε να αποτρέψει την κατίσχυση αυτού του φαινομένου, δεν κατάφερε να το διαχειριστεί. Ο έλλογη κριτική ματιά του τελικά δεν ευδοκίμησε, ούτε άντεξε πάντα, στο περιβάλλον του ογκούμενου διακοσμητικού λυρισμού και των δημοσίων (μικρο)σχέσεων. Η ήρεμη εννοιολόγηση των πραγμάτων που επιχειρούσε ήταν παράταιρη με την παρατεινόμενη και αναπαραγόμενη ηθογραφική ευκολία στην πεζογραφία, και την επίσης μπαγιάτικη αμφισβητησιακή μανιέρα στην ποίηση, καθώς και με τη συνακόλουθη απαίτηση κοινωνικής καταξίωσης μιας αναιμικής λογοτεχνικότητας, απαίτηση την οποία οι φορείς της προέβαλλαν, και την προβάλλουν ακόμη, με τέτοια ένταση, που αγγίζει ή και ξεπερνά τα όρια της γελοιότητας.
Συχνά, η κριτική ματιά του Ζήρα στρέφεται σε προηγούμενες εποχές, αποδεικνύοντας το γραμματολογικό βάθος που διαθέτει, χωρίς και πάλι να χάνεται στο γραμματολογικό αχανές, που κι αυτό το είδαμε να υποκαθιστά την κριτική ευθύνη και να «διασκεδάζει» την απουσία αισθητικών κριτηρίων. Αντίθετα, ο Ζήρας στρέφεται σε επιλεγμένες, ενεργές περιοχές, π.χ. στον μεσοπολεμικό συμβολισμό, με τις τόσες μεταπολεμικές επιβιώσεις του, έστω κι αν αυτό το κάνει ως διέξοδο απ’ τον ζόφο του παρόντος, του παρόντος της δικιάς του εποχής. Όταν λοιπόν στρέφεται σε εκείνες τις περιοχές, απαλλαγμένος αρκετά από τις δεσμεύσεις και τις απαιτήσεις της συγχρονίας, αποτυπώνεται εναργέστερα η κριτική του δυνατότητα, διαπιστώνεται η γνώση και εποπτεία του επί της ιστορίας της λογοτεχνίας μας, δηλαδή επί του σώματος πάνω στο οποίο εγγράφονται τα νέα έργα. Το ίδιο συμβαίνει κι όταν μιλά για την ξένη λογοτεχνία -πάντα του μοντερνιστικού κανόνα και με τα ως άνω εργαλεία-, αφού είναι ο μόνος που έχει καταγράψει στο ενεργητικό του συστηματικές προσεγγίσεις σημαντικών λογοτεχνικών μεγεθών, αρχής γενομένης από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, όταν ακόμα δεν είχε διογκωθεί η δημοσιοϋπαλληλική φλυαρία της πανεπιστημιακής φιλολογίας, ιδίως η ονομαζόμενη «συγκριτική», και το βάρος του ανοίγματος της ελληνικής λογοτεχνίας σε ευρύτερους ορίζοντες το σήκωναν, κι αυτό, οι συγχρονικοί κριτικοί.
Αν ορίζαμε τους προγόνους του Ζήρα, όσον αφορά τη μεθοδολογία και το ύφος του θα έπρεπε να σημειώσουμε την καθοριστική επίδραση του Βάσου Βαρίκα, και εν μέτρω του Αιμίλιου Χουρμούζιου, ενώ όσον αφορά την ανάλωσή του στις μυλόπετρες της συγχρονίας θα έπρεπε να αναφερθούμε στον Κλέωνα Παράσχο. Γενεαλογικά, τη σκυτάλη την παίρνει από τον δογματικό ιδεολόγο Δημήτρη Ραυτόπουλο, τον εντυπωσιολόγο Αλέξανδρο Αργυρίου και τον περιοριστικά λογοτεχνικό Αλέξανδρο Κοτζιά. Όλους αυτούς όμως τους υπερβαίνει.
Έτσι, ως σημείο αναφοράς, για να αποτιμήσουμε την κριτική διαδρομή του Ζήρα, θα πρέπει να θέσουμε την ιδρυτική στιγμή της μοντερνιστικής συγχρονικής κριτικής, δηλαδή τον Ανδρέα Καραντώνη. Δεν είναι σχήμα λόγου, ούτε εύσχημη γραμματολογική υπεκφυγή, αλλά ανάγκη να επισημάνουμε και να αποδεχθούμε το μέτρο των πραγμάτων. Κατά τη γνώμη μου, τα μεγέθη είναι ισότιμα, γιατί ισότιμες είναι οι δύο ιστορικές στιγμές, με τις οποίες ταυτίζονται και προνομιακά τις συνοψίζουν.
Με αυτή την έννοια, ο Αλέξης Ζήρας εκφράζει μια δεύτερη άνθιση της μοντερνιστικής κριτικής, και κλείνει τον κύκλο της ευρύτερης, κοινωνικής αποδοχής της. Ταυτόχρονα, εντός του λογοτεχνικού πεδίου, αίροντας και αμαρτίες άλλων, προηγηθέντων αλλά και συγχρόνων του, εκφράζει τη στιγμή της ματαίωσης εκείνης της εκδοχής της κριτικής που κυριάρχησε, δηλαδή της «συμπορευόμενης» μοντερνιστικής λογοτεχνικής κριτικής, την έκπτωση του ρόλου της και την ακύρωση της λειτουργίας της.
Ήδη όμως έχουμε περάσει στην επόμενη εποχή, που χαρακτηρίζεται από τη διαλογικότητα, την ετερότητα και τη θεωρία, έστω κι αν πρέπει να σημειώσουμε ότι η κρίση του μοντερνισμού συνιστά μια μεγάλη διάρκεια.

***

Οι διαφορές μας με τον Αλέξη Ζήρα είναι εμφανείς, προφανείς για τους παροικούντες, και μάλλον χαώδεις. Αυτό άλλωστε διαπιστώνεται από τα κείμενά μας, από τις επιλογές μας, από τις θεωρητικές μας ορίζουσες, από τις αμοιβαίες σιωπές μας. Παρ’ ότι, βέβαια, η δικιά μου κειμενογραφία είναι επιλεκτική και περιορισμένη, ενώ αυτή του Ζήρα πολλαπλάσια, διεκδικώντας μάλιστα την πλήρη χαρτογράφηση του λογοτεχνικού πεδίου. Παρ’ ότι, επιπλέον, η δικιά μου εκτίμηση προς τον Ζήρα έχει εκφραστεί επανειλημμένα σε θεσμικό επίπεδο. Επίσης, μία τουλάχιστον φορά έχουμε αντιπαρατεθεί δημοσίως, και μάλλον μετωπικά, επί ενός θέματος όπου δεν ήταν και τόσο αυτονόητες οι διαφορές μας, δηλαδή επί της ποίησης της ήττας. Οι διαδρομές μας λοιπόν είναι απολύτως ασύμπτωτες, χωρίς μάλιστα να έχουμε τηρήσει μεταξύ μας τα προσχήματα, και ο καθένας καταλαβαίνει πολύ καλά τι εννοώ. Δηλαδή ευτυχώς, αφού δεν έχουμε υποστεί αμοιβαίως τη φθορά της συμβατικότητας. Έτσι, την πρόσκληση να συμμετάσχω σε αυτή την εκδήλωση προς τιμήν του, την εκλαμβάνω ως διάθεση δημόσιου διαλόγου1.
Θεωρώ λοιπόν πως η σύνολη διαδρομή, το παράδειγμα του Αλέξη Ζήρα, δεν είναι παράδειγμα προς επανάληψη, αλλά προς σοβαρή μελέτη και, ει δυνατόν, προς αποφυγήν. Γιατί αποτυπώνει, μέσα από την ποιότητα και την αντιπροσωπευτικότητά του, δηλαδή με τον πλέον έγκυρο τρόπο, τα αιτούμενα, αλλά, όπως μπορούμε όλοι να δούμε σήμερα, και τα αδιέξοδα μιας ολόκληρης εποχής. Όχι μόνο τα λογοτεχνικά, αλλά και τα ευρύτερα πολιτισμικά-κοινωνικά. Αυτό δεν είναι ψόγος αλλά ιστορικό δεδομένο, και δεν το λέω θριαμβολογώντας αλλά με βαθιά λύπη. Άλλωστε, με βάση αυτή την παραδοχή πορεύομαι από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκα στην κριτική κονίστρα. Αυτό από μόνο του νομίζω πως περιποιεί κάποια τιμή στον Ζήρα – τουλάχιστον εγώ έτσι το βλέπω και έτσι θα το αντιμετώπιζα.
Η βασική μου αντίρρηση, λοιπόν, συνοψίζεται στο εξής: η κριτική δεν οφείλει να υπόκειται στη λογοτεχνία την οποία κρίνει, πόσο μάλλον όταν αυτή είναι η «λογοτεχνία εποχής». Η κριτική χρειάζεται να έχει το δικό της, κατάδικό της αισθητικό πρόσωπο και πρόταγμα, διαλεγόμενη συνεχώς με τις ιδέες του καιρού της∙ χρειάζεται τη σαφή απόσταση απ’ ό,τι η κοινωνία, αλλά και η λογοτεχνική συντεχνία –αυτό είναι το κρίσιμο-, αναγνωρίζει ως λογοτεχνία και λογοτεχνικότητα. Χρειάζεται συνολικό και σχεδόν εξ αρχής κατατεθειμένο κριτικό σχήμα -όσο κι αν αυτό θα «στεναχωρεί» κάποιους-, χρειάζεται σαφείς και δεσμευτικές θεωρητικές αναφορές –έστω κι αν οι θεωρίες έρχονται και παρέρχονται, αλλά πάντως η θεωρητική συζήτηση προχωρά συνεχώς-, χρειάζεται να συνθέτει τη δικιά της αφήγηση, αφήγηση «μη προβλέψιμη», και ενδεχομένως ανοίκεια -με τα μέτρα και τις απαιτήσεις της συγκυρίας-, αφού ο ρόλος τής κριτικής δεν είναι να «μεσολαβεί», όπως λένε, ανάμεσα στα βιβλία και τους αναγνώστες, αλλά να φτιάχνει «εικόνες», κριτικά και ερμηνευτικά σχήματα μέσα στη μακρά διάρκεια, να προσφέρει νέους τρόπους θέασης και βίωσης του λογοτεχνικού/αισθητικού γεγονότος.  
Επιπλέον, η λογοτεχνική συνθήκη, για να υπάρξει, όχι ως έκφραση «της εποχής» αλλά ως συνθήκη μέσα στην ιστορική προοπτική, θα πρέπει να είναι ουσιωδώς πολυφωνική, να διαπερνάται από λόγους διακριτούς, το δε παραγόμενο αποτέλεσμα, όταν έχει νόημα και ουσία, όταν προάγει τη λογοτεχνία, παράγεται μόνο από τις ηλεκτρικές εκκενώσεις μεταξύ αυτών των διαφορετικών λόγων. Τούτη είναι η ενεργός δύναμη που κινεί τη λογοτεχνική συνθήκη. Γι’ αυτό μιλάω έτσι, εδώ, για τον Ζήρα, «εφαρμόζοντας» την άποψή μου επί της μεθόδου της κριτικής. Πώς αλλιώς θα μπορούσα να τιμήσω τον Ζήρα; Ομοφωνώντας; Δηλαδή διά της συγκατάνευσης, εν τέλει συγκατάβασης; Όχι βέβαια. Μόνο καταθέτοντας έναν διαφορετικό λόγο, δημιουργώντας, κατά το δυνατόν, τη συνθήκη της ηλεκτρικής εκκένωσης. Αυτή άλλωστε είναι η παρακαταθήκη τού κατά τη γνώμη μου κορυφαίου θεωρητικού, και εν αυτώ κριτικού της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα, του Μιχαήλ Μπαχτίν, το έργο του οποίου, όταν «ανακαλύφθηκε» στην Γαλλία κατά τη δεκαετία του 1960, δηλαδή με 30 χρόνια «καθυστέρηση», άλλαξε το τοπίο των λογοτεχνικών σπουδών και πυροδότησε τη συνακόλουθη έκρηξη της «θεωρίας».
Κάποιος θα μπορούσε να παρατηρήσει, ότι ακόμα και ο Μπαχτίν μεσολαβεί κατά κάποιο τρόπο ανάμεσα στον αναγνώστη και το λογοτεχνικό έργο. Δεν είναι έτσι, και δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Γιατί πρώτα απ’ όλα «μεσολαβεί» ανάμεσα στον συγγραφέα Ντοστογιέφσκι και το έργο του∙ ανάμεσα στα «στόρι» των μυθιστορημάτων τού Ντοστογιέφσκι και τους χαρακτήρες τους∙ ανάμεσα στον συγγραφέα-χαρακτήρα Ντοστογιέφσκι και τους χαρακτήρες των μυθιστορημάτων του∙ ανάμεσα στον αναγνώστη και, εν ταυτώ, στον Ντοστογιέφσκι, τα μυθιστορήματά του και τους χαρακτήρες τους∙ και, ακόμη, ανάμεσα σε αυτούς τους χαρακτήρες... Και το κάνει, σεβόμενος το γεγονός πως όλα τούτα αποτελούν αυτόνομα στοιχεία, ασυμβίβαστα μεταξύ τους, συνιστούν αυτόνομες συνειδήσεις και διακριτά, ισότιμα πεδία, διαφορετικούς κόσμους, που όμως συνυπάρχουν στην ενότητα του πολυφωνικού μυθιστορήματος. Μέσα απ’ όλα αυτά, ο Μπαχτίν μας προσφέρει ένα κορυφαίο παράδειγμα, κι ένα βασικό κριτήριο, για τον χαρακτήρα της λογοτεχνικής κριτικής: την ανοικείωση, δηλαδή τη δυνατότητά της να ανατρέπει την καθιερωμένη αντίληψη του αναγνώστη, ενδεχομένως και του συγγραφέα, για την ίδια τη λογοτεχνία και τη γλώσσα της, για την ίδια την κριτική και τη γλώσσα της.
Βεβαίως, όπως έξοχα το ανέλυσε ο Μπαχτίν, η παραδεδομένη αντίληψη για τη λογοτεχνία, άρα και για την κριτική, θα συνεχίσει να κυριαρχεί, γιατί αντιστοιχεί σε βασικές δομές τής ιστορικά, και εν ταυτώ εξουσιαστικά, προσδιορισμένης ανθρώπινης συνείδησης. Ακόμα και αν, όπως στην περίπτωσή μας, σήμερα, εδώ, στη χώρα μας, μέσα στην κρίση του μοντερνισμού, η κριτική βουλιάζει και εκπίπτει στην περιπτωσιολογία, αγκαλιά με την παρακμιακή μακαριότητα της λογοτεχνίας με την οποία συμπορεύεται. Η οποία λογοτεχνία, με τη σειρά της, αργοπεθαίνει άδοξα και μίζερα, χωρίς να μπορεί να παραγάγει κανένα έργο και νόημα, ούτε καν με τον «θάνατό της», δηλαδή με τη συνειδητοποίηση της ανεπάρκειάς της, η οποία τουλάχιστον θα έδινε το έναυσμα για νέες μορφές και λογοτεχνικές αναζητήσεις.
Δεν ανέφερα τον Μιχαήλ Μπαχτίν ως ένα περίβλεπτο, πλην όμως απόμακρο παράδειγμα λογοτεχνικής κριτικής, αλλά και γιατί μας υπενθυμίζει πως ακριβώς αυτά τα χρόνια που ασκεί την κριτική ο Ζήρας, συνέβη στη λογοτεχνία μας μια σχεδόν αδιανόητη συμπύκνωση τού ιστορικού της χρόνου. Στην πεζογραφία ξαναπιάστηκε, επιτέλους, το «χαμένο νήμα» της Πάπισσας Ιωάννας του Ροΐδη, μέσα από το ρεύμα της μεταμυθοπλασίας, όπου η πολυφωνικότητα αποτελεί τη δεσπόζουσα, και χαρακτηρίζει αυτές τις πεζογραφικές συνθέσεις, τις ειδολογικές υπερβάσεις τους, την ανομοιογένεια των υλικών τους. Ενώ στην ποίηση, με εξέχον παράδειγμα το έργο του Ηλία Λάγιου, φωτίστηκε, και ενεργοποιήθηκε εκ νέου, ως καλλιτεχνική στάση, εκείνη η αενάως μεταιχμιακή, αενάως ιδρυτική, αενάως αναστοχαστική στιγμή που συνιστά το έργο του Διονύσιου Σολωμού, όχι απλά ως έργο διαρκώς εν προόδω, αλλά ως έργο διαρκώς ημιτελές, ανοιχτό, ειδολογικά πολυφωνικό. Τόσο στην πεζογραφία όσο και στην ποίηση, σαρώθηκαν διά συνοπτικών διαδικασιών η παροιμιώδης μορφολογική μιζέρια και ο συνακόλουθος, παγιωμένος αισθητικός συντηρητισμός, ανοίγοντας τη λογοτεχνία μας αποφασιστικά και (για πρώτη φορά μετά τον Ροΐδη) απολύτως ισότιμα, στα ρεύματα και τις ιδέες του καιρού της, καταργώντας επιτέλους μια «εθνική παθολογία», δηλαδή τη μεταπρατική σχέση της «μετεκκένωσης». Με αυτή τη διαδικασία, με αυτή τη λογοτεχνία δεν συνομίλησε ο Ζήρας, επιλέγοντας να κινηθεί μέσα στην κύρια κοίτη τού μοντερνισμού. Εδώ εντοπίζω και το αδιέξοδό του. Δεν πιστεύω ότι δεν μπορούσε να συνομιλήσει με αυτή την έκκεντρη και προωθημένη λογοτεχνία, πόσο μάλλον ότι δεν καταλάβαινε. Ο δρόμος όμως που επέλεξε δεν του το επέτρεπε. Όχι μόνο στον Ζήρα αλλά σε κανέναν, εάν επέλεγε τον ίδιο δρόμο και ρόλο.
Ας δεχθούμε όμως αυτή την επιλογή ως δεδομένο, και ας δούμε τα αποτελέσματά της μέσα στο πεδίο όπου κινήθηκε ο Ζήρας, παίρνοντας για παράδειγμα τη λογοτεχνική κριτική κατά την περίοδο του μεταπολέμου, δηλαδή, ας προβάλλουμε τη διαδρομή του σ’ ένα φόντο γνωστό σε όλους. Προτείνω, λοιπόν, να βάλουμε, δίπλα στις χιλιάδες τυπωμένες σελίδες του Αλέξανδρου Αργυρίου, τις μόλις μερικές δεκάδες σελίδες κριτικών κειμένων του Βύρωνα Λεοντάρη. Τι περισσεύει; Μα μόνο οι σελίδες του Λεοντάρη, και τίποτα άλλο. Αν μάλιστα προσθέσουμε και τα δοκίμιά του για την ποίηση, τότε η σύγκριση δεν νοείται. Όμως, ο Λεοντάρης ως συγχρονικός κριτικός σιώπησε, και μάλιστα πολύ νωρίς. Ναι, έτσι είναι. Για την ακρίβεια, όταν σιώπησε, μόλις είχε τολμήσει να μιλήσει για ποίηση της ήττας, με δείγμα δύο ποιητικές συλλογές που είχαν εκδοθεί τότε, και ακολούθησε τόσο μεγάλος θόρυβος που ο αχός του ακόμα κρατεί. Επιπλέον, όμως, είναι βέβαιο πως αν, παρ’ όλα αυτά, ο Λεοντάρης συνέχιζε να γράφει κριτικές και να καταθέτει κριτικά σχήματα, σύντομα θα αναγκαζόταν να σταματήσει, απλούστατα γιατί μάλλον δεν θα εύρισκε έντυπο να τα δημοσιεύσει. Ναι, όντως, αυτό θα συνέβαινε. Αλλά, ταυτόχρονα με τον κριτικό Λεοντάρη σιώπησε, ή μάλλον προσάραξε στα αβαθή, και σχεδόν ολόκληρη η μεταπολεμική ποίηση.
Αντίστοιχα, το πού έφθασε, δηλαδή δεν έφθασε, όχι η «γενιά» αλλά η «ομάδα ποιητών του ’70» (έτσι πλέον αποκαλεί ο Ζήρας του ομήλικούς του ποιητές), καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από το μέχρι πού η λογοτεχνική συνθήκη, και πιο συγκεκριμένα η λογοτεχνική συντεχνία, «επέτρεπε» να φθάσει ο Ζήρας.
Να το πω ευθέως: οι προϋποθέσεις τού Ζήρα δεν αντιστοιχούσαν σε αυτές του Αργυρίου, αλλά παρέπεμπαν σε εκείνες του Λεοντάρη. Τι κατάφερε όμως τελικά; Πώς απολογίζουμε την προσπάθειά του να παραμείνει σε κεντρικό ρόλο, μέσα στο λογοτεχνικό πεδίο, μέσα στην κύρια κοίτη του, μέσα στη λογοτεχνική συντεχνία; Και γι’ αυτόν έκλεισαν αρκετές, μάλλον οι περισσότερες πόρτες, ο δε διαθέσιμος χρόνος του μειώνεται, δηλαδή ξοδεύτηκε η δυνατότητά του να λειτουργήσει ως κριτικός με τον τρόπο που σίγουρα μπορούσε. Μια ματιά, στον πολυσήμαντο αλλά χαρακτηριστικά άνισο κατάλογο των βιβλίων του, το δείχνει καθαρά. Εκεί φαίνονται οι δυνατότητες, το εύρος και η εποπτεία, για τα οποία έκανα λόγο, αλλά και η μη «εφαρμογή» τους, μέχρι στιγμής, σε κριτικές συνθέσεις επί της σύγχρονης λογοτεχνίας. Με αυτή την έννοια θεωρώ πως εκφράζει τη σημαντικότερη, αλλά και τραγικά ματαιωμένη κριτική δυνατότητα της Μεταπολίτευσης. Αναλώθηκε, κατά τη γνώμη μου ματαίως, υπερασπιζόμενος το κύριο ρεύμα, τη δεσπόζουσα αντίληψη και τη μονολογικά (ομοφωνικά) κυρίαρχη πραγματικότητα της λογοτεχνίας της εποχής του. Έτσι, το «ενδεχόμενο» απειλεί πια να καταστεί γεγονός.
Όμως, ο Αλέξης Ζήρας παραμένει ενεργός και ακμαίος∙ τώρα μάλιστα είναι η στιγμή των συμπερασμάτων και της διαύγασης. Δεν μπορώ να διανοηθώ καμιά υπόδειξη προς αυτόν, όμως με ειλικρινή χαρά θα έβλεπα την απεμπλοκή του απ’ όσα τον κατέτρεξαν όλα αυτά τα χρόνια.

1Το κείμενο διαβάστηκε σε εκδήλωση προς τιμήν του Αλέξη Ζήρα, την προηγούμενη Δευτέρα, στο Public.

Δεν υπάρχουν σχόλια: