21/4/13

Τόποι Σκηνής

Το «παρόν» του ελληνικού θεάτρου (Ι)

ΤΗΣ ΕΥΗΣ ΠΡΟΥΣΑΛΗ

«Ένας καλλιτέχνης πρέπει να κατέχει το επίπεδο που έχει κατακτήσει η εποχή του»
Adorno

Εντός της κοινωνίας υπάρχουν τόποι πραγματικοί, τόποι λειτουργικοί, τόποι που όλες οι «θέσεις που μπορεί κανείς να βρει στο εσωτερικό μιας κουλτούρας αντιπροσωπεύονται, αμφισβητούνται και ανατρέπονται». Πρόκειται, για τις ετεροτοπίες του Φουκώ. Το θέατρο είναι μία απ’ αυτές τις ετεροτοπίες. Από την καταγωγική του σύλληψη το θέατρο αμφισβητεί, αντιστέκεται και υποσκάπτει τις κατεστημένες βεβαιότητες, μ’ έναν τρόπο άμεσο και εποπτικό. Ίσως γι’ αυτό είναι η τέχνη με τη μεγαλύτερη απήχηση ανά τους αιώνες.
Η σύγχρονη θεατρική τέχνη, σε παγκόσμιο επίπεδο, επιδεικνύει ουσιαστικά επιτεύγματα σημαντικότατων δημιουργών -κυρίως σκηνοθετών- μορφικά ρηξικέλευθα και με ανατρεπτικές θεματικές. Σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις οι θεατρικές παραστάσεις προκαλούν και κοινωνική αναταραχή -πολιτικές και θρησκευτικές αντιδράσεις-, γεγονός που αποδεικνύει την ισχυρή ακόμη παρεμβατική ικανότητα της θεατρικής τέχνης. Καταξιωμένοι αλλά και νεώτεροι δημιουργοί, με τις ομάδες τους, συνεχίζουν να δίνουν τη μάχη τους στις θεατρικές επάλξεις. Οι παραστάσεις τους ταξιδεύουν ταχύτατα, ιδιαίτερα εντός Ευρώπης, μέσα από τα φεστιβάλ, δημιουργώντας έναν παγκόσμιο θεατρικό ιστό.
Στην Ελλάδα η θεατρική τέχνη χειραφετείται, ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα, από την προσκόλλησή της στην αναζήτηση και τον προσδιορισμό της ελληνικότητας. Απεξαρτάται από τα φολκλορικά της στερεότυπα και συντονίζεται με τα ευρωπαϊκά και διεθνή θεατρικά πρότυπα, προσπαθώντας να αναπροσδιοριστεί και να συμπορευτεί με τα σύγχρονα αισθητικά ρεύματα. Θα περίμενε κανείς ότι μετά την, αργοπορημένη έστω, είσοδο του ελληνικού θεάτρου στον μοντερνισμό, θα ακολουθούσε μια ουσιαστική συγχρονική αφομοίωση των αισθητικών και ιδεολογικών του αρχών. Πράγμα το οποίο δεν επετεύχθη. Αντιθέτως, μικρή μόνο μερίδα του θεατρικού χώρου -κυρίως δραματουργοί και σκηνοθέτες που σπούδασαν στο εξωτερικό- κινείται σύμφωνα με τα κελεύσματα του μοντερνισμού, ενώ σημαντικό μέρος των θεατρανθρώπων παραμένει αγκυλωμένο σε παραδοσιακά σκηνικά πρότυπα. Πάνω σ’ αυτήν την ασυγχρονία προστίθεται σύντομα και η έλευση των μετανεωτερικών στοιχείων, και ιδιαιτέρως του μετα-μοντερνισμού, που ήδη κυριαρχεί στην Ευρώπη. Οι πολλαπλές και αλλεπάλληλες αλλαγές κλυδωνίζουν το ελληνικό θέατρο. Σήμερα, μετά και την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τα απόνερα αυτής της παλίρροιας.
Το σύγχρονο ελληνικό θέατρο παρουσιάζεται ετερογενές, τόσο στο επίπεδο της δραματουργίας όσο και στη σκηνοθετική πρακτική. Κυρίως εξαιτίας τής επί μακρόν συνοίκησης του παλαιού με το νέο στους κόλπους του θεάτρου, η οποία έχει κατά κάποιον τρόπο εγκαθιδρυθεί μόνιμα παγιώνοντας την κατάσταση. Το φαινόμενο αυτό είναι ως έναν βαθμό αναμενόμενο, αφού «προς το Νέο ωθεί η δύναμη του παλαιού», συνεπώς η διεργασία της διαλεκτικής τους σχέσης είναι αναγκαία. Εντούτοις, η ενσωμάτωση και αφομοίωση των νέων καλλιτεχνικών δεδομένων από τους θεατρανθρώπους στην Ελλάδα, αποδεικνύεται μια αρκετά χρονοβόρα διαδικασία. Το ελληνικό θέατρο συνεχίζει σε μεγάλο βαθμό να είναι κειμενοκεντρικό και αναπαραστατικό. Πράγμα που σημαίνει ότι πρωταρχική σημασία δίνεται στο θεατρικό έργο απ’ ότι στην παράσταση, και πως στις περισσότερες περιπτώσεις υιοθετείται μια άκρως μιμητική σκηνική προσέγγιση της πραγματικότητας. Παρακολουθούμε, έτσι, με ανοχή παραστάσεις βασισμένες σε αισθητικά ρεύματα που από καιρό έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο ζωής τους, όπως ο ρεαλισμός. Είτε, επιλέγονται θεατρικά έργα άκρως ηθογραφικά μιας άλλης εποχής, που τίποτα δεν έχουν πλέον να προσφέρουν στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Σε αυτό συμβάλλει και η πλειονότητα του κοινού, που είναι απαίδευτο και ανενημέρωτο, μ’ αποτέλεσμα να επιζητά τις γνωστές και οικείες αισθητικές φόρμες και περιεχόμενο. Υπ’ αυτό το πρίσμα, οι σκηνοθέτες προσπαθούν βίαια να συγκεράσουν την παραδοσιακή θεατρική αντίληψη με επιμέρους στοιχεία του μοντερνισμού, σε μια προσπάθεια να μην κατηγορηθούν για αναχρονισμό. Παρουσιάζονται, έτσι, ελληνικά, ξένα έργα και αρχαίο δράμα ενδεδυμένα με μοντέρνο μανδύα. Παραστάσεις που φανερώνουν αμηχανία, έλλειψη ουσιαστικής έμπνευσης ή έστω προβληματισμού που να συντονίζεται με τα συγχρονικά ελληνικά και διεθνή δεδομένα. Παραστάσεις ενδεχομένως χωρίς ψεγάδια μέσα στο συμβατικό τους πλαίσιο, αλλά και χωρίς νόημα, εφόσον η μορφή και το περιεχόμενό τους δεν αποτελούν πλέον ζητούμενα της κοινωνίας.
Από την άλλη πλευρά, πολλές από τις νέες θεατρικές ομάδες, στην αγωνιώδη επιθυμία τους να εκφραστούν με σύγχρονο τρόπο, χωρίς θεωρητική προετοιμασία, με πλημμελή γνώση του καλλιτεχνικού γίγνεσθαι και με αναφομοίωτη πρόσληψη της αισθητικής και ιδεολογίας των σύγχρονων ρευμάτων, επικεντρώνονται στα εξωτερικά στοιχεία της σκηνικής μοντερνικότητας ή μεταμοντερνικότητας, δημιουργώντας έτσι συνονθυλεύματα κατ’ επίφαση πρωτοποριακά. Τα σκηνικά αυτά εγχειρήματα  φετιχοποιούν τα μέσα και τα εργαλεία της σκηνικής πράξης (π.χ. πανταχού παρούσα πλέον χρήση της κάμερας, άσκοπα ανερμάτιστος και ακατανόητος λόγος, κατάχρηση ηχητικών και οπτικών εφέ, ψευτο-διαδραστική επικοινωνία), με αποτέλεσμα αφενός να συσκοτίζεται ο οποιοσδήποτε στόχος, αν υπάρχει, και αφετέρου να αποπροσανατολίζονται αμφότερα τα μέρη τής παράστασης: θεατές και καλλιτέχνες. Πολλές απ’ αυτές τις παραστάσεις αποκαλούνται «πειραματικές» και υιοθετούν τους θεωρητικούς όρους περφόρμανς, επινοημένο θέατρο, δια-δραστικό θέατρο, χάππενινγκ, κ.ο.κ. Παραστάσεις που μοιάζουν μεταξύ τους, ανακυκλώνουν τις θεματικές τους κι εξαντλούνται στα πρώτα δεκαπέντε λεπτά. Το αποτέλεσμα είναι αφενός να αναλώνεται το πολύτιμο δυναμικό των νέων καλλιτεχνών σε ατελέσφορες απόπειρες, και αφετέρου το κοινό να αποξενώνεται ακόμα περισσότερο από αυτό που αποκαλείται πειραματικό θέατρο, παρακολουθώντας τα κακέκτυπά του.
Μέσα σ’ αυτό το συγχυσμένο σκηνικό τοπίο υπάρχουν σκηνοθέτες και θεατρικές ομάδες που με μόχθο και μελέτη, με επίγνωση της ελληνικής τους ιθαγένειας και παράδοσης, και με στοχασμό πάνω στην ιστορικότητά τους, πειραματίζονται ουσιαστικά. Γνωρίζοντας το οικοδόμημα που αποδομούν, κτίζουν από τα ερείπιά του, ή και πάνω σ’ αυτά, παραστασιακά μορφώματα που διεγείρουν το φαντασιακό, αρθρώνουν κριτικό λόγο και ανοίγουν προοπτικές κοινωνικής ενεργοποίησης. Αντλώντας το κειμενικό υλικό τους από την παγκόσμια και την ελληνική δραματουργία, αλλά και από τη λογοτεχνία ή τα εικαστικά, καταθέτουν τον προσωπικό τους λόγο με ωριμότητα, αισθητική και θεματική πρωτοτυπία. Πρόκειται για παραστάσεις κοινωνικά παρεμβατικές, που ανοίγουν διαύλους επικοινωνίας με όλα τα σύγχρονα πνευματικά επιτεύγματα. Με δυο λόγια, οι καλλιτέχνες αυτοί έχουν γόνιμα οικειοποιηθεί και κατακτήσει το επίπεδο στο οποίο έχει φτάσει η θεατρική τέχνη της εποχής τους. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, παρακολουθούμε παραστάσεις σωματικού θεάτρου, περφόρμανς, θέατρο των εικόνων, δια-πολιτισμικές και δια-καλλιτεχνικές παραστάσεις, όπου οι τέχνες αναμιγνύονται γόνιμα (υπόκριση, χορός, multi media, μουσική κ.ά.).
Παράλληλα, υπάρχουν σκηνοθέτες που χαράζουν την προσωπική τους πορεία σε αναγνωρίσιμες αισθητικές και ιδεολογικές θεατρικές συντεταγμένες, κι έχουν καταξιωθεί τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Οι παραστάσεις τους λειτουργούν με γνώμονα το παγκόσμιο θέατρο και στοχάζονται πάνω σε φιλοσοφικά, υπαρξιακά και κοινωνικά ζητήματα, ακόμα και πάνω στον σκοπό και την αποτελεσματικότητα της ίδιας της Τέχνης.
Φυσικά, υπάρχουν και σκηνοθέτες που κινούνται σε όλα τα προαναφερθέντα επίπεδα. Χωρίς προσωπικό στίγμα προσαρμόζουν την αισθητική τής κάθε παράστασης στην αναγκαιότητα της περίστασης (π.χ. αρχαία κωμωδία ή τραγωδία των φεστιβάλς, μπουλβάρ, αστικό δράμα κτλ)
Το Εθνικό Θέατρο από την άλλη μεριά παρουσιάζεται χωρίς ευδιάκριτο όραμα και στόχο. Την τελευταία δεκαετία προσπαθεί, άλλοτε επιτυχώς κι άλλοτε ανεπιτυχώς, να διατηρήσει τις ισορροπίες, εκτεινόμενο προς όλες τις ειδολογικές και αισθητικές τάσεις. Βεβαίως, το ρεπερτόριό του οφείλει να καλύπτει μια ευρεία γκάμα δραματουργίας και σκηνικού ύφους. Εντούτοις, τις περισσότερες φορές παλινωδεί, με μοναδικό κριτήριο να ικανοποιήσει όλα τα γούστα. Μια παλίνδρομη πρακτική που ενίοτε αποδεικνύεται καταστροφική.
Αν δε στα προηγούμενα συμπεριλάβουμε και νούμερα (περίπου 400 θεατρικές παραστάσεις φέτος στην Αθήνα με την ολοκλήρωση της χειμερινής σεζόν, περίπου 170 θεατρικές σκηνές μόνο στην Αθήνα, μαζί με τους πολυχώρους και τα bar-theatre, 4.000 έως 5.000 καταγεγραμμένοι ηθοποιοί και εκατοντάδες κατ’ έτος υποψήφιοι σπουδαστές δραματικών σχολών που φιλοδοξούν να ανεβούν στο «πρώτο» της θεατρικής τέχνης «σκαλί», έστω κι αν γνωρίζουν ότι το ποσοστό ανεργίας στους ηθοποιούς αγγίζει το 65%), τότε έχουμε αναμφίβολα ένα άκρως πληθωριστικό θεατρικό «παρόν».
Πρόκειται για το «παρόν» του ελληνικού θεάτρου. Ένα «παρόν» πληθυντικό, ανομοιογενές και αντιφατικό, με φωτεινές πάντως εξαιρέσεις, που οφείλουμε να αναδείξουμε σε παραδείγματα. Η καταγραμμένη ωστόσο ποικιλομορφία έχει και το ενθαρρυντικό της στοιχείο καθώς, όπως διατείνεται και ο Ντελέζ, η «γένεση και η δημιουργία προέρχονται μόνο μέσα από τη διαφορά». Εν αναμονή, λοιπόν.
Θα συνεχίσω μετά από δύο Κυριακές, εξετάζοντας το πλαίσιο της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας.

Η Εύη Προύσαλη είναι Δρ. θεατρολογίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: