15/3/13

Των αγίων αστέγων

  Το πολύαστρον των αγίων αστέγων ενδιαίτημα.
Οι ακτήμονες ώρες τους ως πεινασμένα στρουθία τ’ ουρανού,
σε αθέριστα σπαρτά νοερά φτεροκοπούνε.
Στο γρασίδι και στα παγκάκια των αμέριμνων περιπάτων
όπου για λίγο κάθονται κάτι γριές – σημασίες
σαν ξεχειλωμένες κρεμάστρες για να ξαποστάσουν.
Κι άλλοτε κάτι παχύσαρκοι κλειδούχοι με πρησμένους συνειρμούς
κι αστραγάλους τρεμουλιάζουν στο πένθιμο λίπος τους
πνιγμένοι.
Του χρήματος η λάμψη τους σέρνει δώθε κείθε
σαν περιφερόμενα φέρετρα. Ώσπου  ν’ ακουστεί η νεκρώσιμη μπάντα
με το άπειρο πλήθος των πενθούντων. Να στηθούν γύρω - γύρω,
στα γνωστά ξύλινα τρίποδα τα στέφανα των ανθέων
με τις επώνυμες αστραφτερές τους κορδέλες.
Ενώ συχνά οι άστεγοι στου σκοταδιού την παγωνιά ξυλιάζουν.
Κι ο κηπουρός – αέρας, αδιάφορός, με τ’ άλλα ράκη
φτυαριές- φτυαριές γεμίζει τα κοντέινερς. Φτυαριές – φτυαριές
γεμίζει του έρεβος τ’ απορριμματοφόρα.
Συχνά δεν έχουν όνομα. Συχνά δεν έχουν συγγενείς.
Οι ενορίες τους διώξανε σαν ψωραλέους σκύλους.
Κανείς δεν τους χαμογελά, πάρεξ κάτι μισάνοιχτες
ξεδοντιασμένες πόρτες. Πάρεξ κάτι φτωχά παράθυρα που ξεφυλλίζει ο ζόφος.
Και τότε αυτά τα πετεινά ανοίγονται στις ερημίες.
Τα μόνα που τους νοιάζονται είναι τα μαύρα δέντρα.
Από τις σκιές τους κόβουνε διπλόφαρδα σεντόνια.
Και αμισθί πλαγιάζουνε στους δένδρινους ξενώνες.
Και όταν έρχεται βροχή, πάνω από τα κορμάκια τους
ανοίγονται σα σπλαχνικές ομπρέλες.

  Στην ανώνυμη ταφή τους δύο καν τρείς παλιόφιλοι σκυφτοί
ακολουθούνε.
Στα λιγδιασμένα ρούχα τους κρύβουνε τα παλιά φτερά.
(βάρβαρο μάτι μην τα δει).
Και πίσω- πίσω κάτι αδέσποτα,
σαν έκπτωτος αστερισμός, κλείνουνε
τη σεμνή πομπή.
Μα ο νεωκόρος τα πετροβολά.
Κι ένα χλωμό ρακένδυτο παιδί του ψιθυρίζει :
Τι κάνεις αθεόφοβε, πετροβολάς τ’ αστέρια ;
Εσείς, εσείς αγριοκόρακες κατεδαφίζετε τον ουρανό.
Και με αντιπαροχή άβυσσο οικοδομείτε.

Μανόλης Πρατικάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: