15/3/13

Στην άκρη του κόσμου

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΠΟΣΤΟΛΟΥ, Θούλη, Το λευκό νησί, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 91

Η ποίηση του Κώστα Παπαποστόλου δεν περιχαρακώνεται σ’ έναν φιλάρεσκο μικρόκοσμο λεπταίσθητων προσωπικών οραμάτων και ερμητικών μεταφυσικών αγωνιών. Παρά την όποια αυτοσκοπική της διάθεση ανοίγεται με τόλμη στην εγκόσμια ανθρώπινη περιπέτεια, στο παιχνίδι των νοηματοδοτήσεων, σε όσα έφερε ο χρόνος και αρχειοθέτησε η μνήμη. Το παρελθόν στα ποιήματά του κατακλύζεται από τους χυμούς της νεότητας, τα αναπαλλοτρίωτα όνειρα, τους ζωογόνους έρωτες, την ικμάδα των σωμάτων, την καθαρότητα των βλεμμάτων, την αθωότητα των προθέσεων. Το παρελθόν βρίσκεται πάντα εκεί στον αντίποδα ενός παρόντος δυσβάσταχτου και ενός μέλλοντος δυσοίωνου, παρήγορη καταφυγή του ποιητή που διαμελίζει την τριαδική οντότητα του χρόνου ψηλαφώντας την πρώτη ύλη της μνήμης.
Διάβασα τα ποιήματα σε μια τυχαία σειρά φυλλομετρώντας το βιβλίο, ακολουθώντας τα σινιάλα που μου έστελναν οι τίτλοι αλλά θεωρώ χρήσιμη μια συνεχή ανάγνωση, από την αρχή στο τέλος, για να βυθιστεί ο αναγνώστης στη σκοτεινή και υγρή ατμόσφαιρα τους. Στην εναλλαγή των θεμάτων, στο ρυθμικό ξετύλιγμα των λέξεων, στη διαδοχή των φράσεων τίποτα δεν μοιάζει περιττό, κούφιο, κακόηχο ή παράταιρο. Λόγος στοχαστικός, ανυπόκριτος, σκληρός με τον εαυτό του που ξεδιπλώνεται άλλοτε αργά μεταφέροντας φορτία νοσταλγίας για τα μακρινά που αγαπήθηκαν, και άλλοτε κοφτά, επαναληπτικά, επίμονα, σαν ριπή όπλου εκφράζοντας τη διάχυτη κοινωνική οδύνη.

Τα ποιήματα της συλλογής, τρίτης στη σειρά, στέκονται σε κατώφλια, μετεωρίζονται ανάμεσα σε δυϊσμούς, παλινδρομούν σε αντιμαχόμενα ζεύγη αγγίζοντας τα άκρα: το φως και το σκοτάδι, τη μέρα και τη νύχτα, τη ζωή και το θάνατο. Ατενίζουν τον ορίζοντα και βυθίζονται στην άβυσσο. Λικνίζονται σε μια αιώρα στοχαστικής μελαγχολίας και γαλήνιας θλίψης. Καθώς το πρώτο ποίημα παραφράζει την καβαφική Ιθάκη ο ποιητής αρνείται την ηδονή της περιπλάνησης σαν σκοπό ζωής. Πορεύεται χωρίς τις ψευδαισθήσεις και τις οπιούχες αυταπάτες που θα αποκοίμιζαν το αίσθημα της ματαιότητας και το άγχος της θνητότητας.
Εκεί που θα φθάσεις δεν σε περιμένουν/ Εκεί που θα ξεμπαρκάρεις δεν σε θέλουν/ Δεν σε ξέρει κανείς/ Ούτε ο σκοπός ούτε ο δρόμος/ Θα σου χαρίσουν παρηγοριά/ Μήτε το ταξίδι μήτε η Ιθάκη θα σε γλιτώσουν/ Το τέλος πάντα είναι το ίδιο/ Αναπότρεπτο.
 Η ποίησή του που εμφορείται από μια ενδόμυχη προσδοκία για ό,τι κινητοποιείται από τη γλώσσα και τη σκέψη, από τη μνήμη και τη λήθη, από τον έρωτα και το θάνατο, διαμεσολαβεί ερωτήματα. Παρόλο που ατενίζει με δυσπιστία το επερχόμενο, χωρίς εσχατολογική ελπίδα, η αυτοδιάψευση και η παραίτηση από όνειρα και βεβαιότητες δεν έχει κλονίσει τελεσίδικα την πίστη του στον άνθρωπο Οι στίχοι του ιχνηλατούν τον τρόπο που το παρόν διαμορφώνει το παρελθόν. Πενθούν το τετελεσμένο, βυθίζονται στο σκοτάδι του λυκόφωτος, εκφράζουν φόβους και ελπίδες. Αποτυπώνουν με ιδιαίτερη αισθαντικότητα την εμπειρία της αρρώστιας και του θανάτου. Στοχάζονται τη δοκιμαζόμενη ανθρώπινη ύπαρξη μπροστά στο τέλος. Τη φυγή και την οχύρωσή της σε μια ενδόμυχη περιοχή αισθητηριακού αποκλεισμού, σε μια κρύπτη απομόνωσης από τον έξω κόσμο.
Κρύφτηκε καλά/ κάτω από τα ερείπια της ζωής που του απέμεινε/ Λουφάζοντας/ μην τον ακούσουν τα συνεργεία διάσωσης/ που έψαχναν για τεκμήρια...
Ακόμα κι αν κάποτε ο ποιητής επανέρχεται επίμονα σε κοινούς τόπους της θεματολογίας του δεν είναι από έλλειψη έμπνευσης ή φαντασίας αλλά από την ανάγκη να εξαντλήσει τη δυναμική των συμβόλων του. Να γίνει πιο αποκαλυπτικός και διαμεσολαβητικός των εικόνων, των ιδεών και των ερωτημάτων που τον στοιχειώνουν. Και τότε καταφέρνει να μας πάρει μαζί του σε μια ανακλητική περιδιάβαση σε νυχτερινά τοπία και έρημες πολιτείες, σε στενούς δρόμους και παλιά σπίτια, σε πάσχοντα ανυπεράσπιστα σώματα και σε ηδονικά αγγίγματα γυναικών λησμονημένων από καιρό.  
Η ποίηση του Κώστα Παπαποστόλου φανερώνει μια άδηλη διαθεσιμότητα, καθώς παρακάμπτοντας το αναπόφευκτο ατενίζει το επερχόμενο. Η αναπόληση των στίχων του δεν είναι στατική αλλά δημιουργική. Η γραφή του, αυτό το υπό διαμόρφωση γίγνεσθαι, αποτολμά μια εξερεύνηση σε ανοίκειους ψυχικούς τόπους. Μια μαθητεία ζωής και θανάτου. Κατασκευάζει ένα δικό του νησί, κηλίδα φωτός που διακρίνεται να λευκάζει στον ορίζοντα, γεωγραφικά απόμακρο και ταυτόχρονα εγγύτατο, χαμένο στην άκρη του κόσμου και ταυτόχρονα αγκυροβολημένο στα ενδότερα του εαυτού.
Γύρισα το πρόσωπό μου στον άλλο δρόμο/ κρατώντας το δεκανίκι μιας γερασμένης προσμονής/ Κι έπεφτε σκληρό το σκοτάδι.

Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας

Δεν υπάρχουν σχόλια: