Επανεξετάζοντας
ένα παλιό δίλημμα για το Εικοσιένα
ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΤΑΘΗ
Η φετινή επέτειος της 25ης Μαρτίου έφερε
για άλλη μια φορά στο προσκήνιο διαφορετικές και αντιπαρατιθέμενες αναγνώσεις
του Εικοσιένα: η Χρυσή Αυγή, με τα «Μαθήματα ελληνικής ιστορίας» που οργάνωσε
σε κεντρικό ξενοδοχείο, διατράνωσε τον εθνικό χαρακτήρα της επανάστασης, ενώ οι
εκπαιδευτικοί του ΠΑΜΕ, με μια ανοιχτή επιστολή στους μαθητές, διάβασαν το
Εικοσιένα ως λαϊκή κοινωνική επανάσταση με πρωτοπόρα την αστική τάξη. Κοινά
στοιχεία και στις δύο αναγνώσεις είναι η εγκατάσταση ευθέων, αλλά ανιστορικών,
αναλογιών του τότε με το σήμερα και, συνακόλουθα, ο απροκάλυπτα πολιτικός
χαρακτήρας τους: και οι δύο ερμηνείες εκπορεύονται άμεσα από τις πολιτικές ιδεολογίες
και τους συγκυριακούς στόχους των δύο κομμάτων, εξοβελίζοντας εκ προοιμίου τη
σχετική ακαδημαϊκή γνώση ως εξίσου ιδεολογική.
Αφήνοντας στην άκρη το ζήτημα του βαθμού
εγκυρότητας των δύο προσεγγίσεων στο μέτρο που αυτές δεν εκφέρονται από
ειδικούς επιστήμονες, θέλω να επισημάνω ότι οι δύο κομματικές αναγνώσεις
επαναφέρουν στη δημόσια συζήτηση μια αντιπαράθεση που ταλάνισε την ελληνική
ιστοριογραφία στον 20ό αιώνα: το Εικοσιένα ήταν εθνική ή
κοινωνική επανάσταση; Πρόκειται για μια αντιπαράθεση που συνδέθηκε άμεσα με
τις συγκρούσεις της εμφύλιας και της μετεμφυλιακής περιόδου, κατά την οποία οι
διαφορετικές αναγνώσεις της ελληνικής ιστορίας συνεπάγονταν δηλώσεις
νομιμοφροσύνης ή ανταρσίας στο καθεστώς. Και τούτο μολονότι οι πιο διαδεδομένες
εκδοχές της αριστερής ιστοριογραφίας ενσωμάτωσαν βαθμιαία την εθνική οπτική,
διολισθαίνοντας σε ένα εθνικολαϊκό μοντέλο προσέγγισης του Εικοσιένα.
Στην πραγματικότητα το ψευδοδίλημμα «εθνική versus κοινωνική» επανάσταση συναρτάται με διαφορετικές εννοιολογήσεις του έθνους
και της επανάστασης. Στην πρώτη περίπτωση το έθνος νοείται ως προαιώνια ύπαρξη
και η επανάσταση έχει αμιγώς πολιτικό χαρακτήρα, ενώ στη δεύτερη η γέννηση του
έθνους συνδέεται με οικονομικοπολιτικές ιστορικές εξελίξεις, και η επανάσταση,
εκτός από τη χρήση βίας και την αλλαγή πολιτικού καθεστώτος, προϋποθέτει ευρεία
λαϊκή συμμετοχή και επιδίωξη –και επίτευξη ως κάποιο τουλάχιστον βαθμό– καταστατικών
αλλαγών στους θεσμούς, την οικονομικοκοινωνική δομή, τις πολιτισμικές αξίες.
Από αυτήν την άποψη είναι χαρακτηριστική η τάση
ενός κύκλου αγγλοσαξόνων ιστορικών στη δεκαετία του 1970 (R. Clogg, D. Dakin, J. Petropoulos κ.ά.) να
προσδιορίζουν το Εικοσιένα όχι ως επανάσταση αλλά ως «πόλεμο της ανεξαρτησίας»,
θεωρώντας ότι δεν επέφερε ρήξεις και ουσιαστικές αλλαγές στις κοινωνικές
ιεραρχίες, τις πολιτικές πρακτικές, τις οικονομικές δομές και τις νοοτροπίες. Ωστόσο, ακριβώς σε αυτά διαφέρει το Εικοσιένα
από άλλες βίαιες κινήσεις που οδήγησαν ή θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε απόσχιση
εδαφών από την οθωμανική αυτοκρατορία, όπως η σέρβικη εξέγερση του 1804 ή η
ανταρσία του Αλή πασά το 1820. Οι εξεγέρσεις αυτές δεν σκόπευαν να αλλάξουν την
κοινωνικοπολιτική δομή στις περιοχές που συνέβησαν. Εντάσσονται σε παραδοσιακού
τύπου εξεγέρσεις που περιορίζονταν στην αλλαγή ηγεμόνα. Αντίστοιχα κινήματα
είχαν λάβει χώρα και στον ελλαδικό χώρο κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας:
στόχευαν στην απόσχιση εδαφών από τη σουλτανική κυριαρχία και στην υπαγωγή τους
στην επικράτεια χριστιανού βασιλιά.
Αντίθετα,
το κίνημα του 1821 προκάλεσε άμεσα ή καλλιέργησε το έδαφος για επαναστατικές
αλλαγές στην πολιτική δομή και την κρατική οργάνωση, τις συλλογικές ταυτότητες,
τις κοινωνικές και πολιτισμικές αξίες, τις οικονομικές σχέσεις. Οι επαναστάτες,
αποτελούμενοι από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, δεν είχαν τα ίδια κίνητρα
συμμετοχής στην επανάσταση, ούτε τα ίδια συμφέροντα, στόχους και πολιτικούς
σχεδιασμούς και, συνακόλουθα, ούτε τους ίδιους οραματισμούς για τη μορφή και
την οργάνωση της νέας κοινωνίας και του νέου κράτους. Ωστόσο, ο κυρίαρχος
προσανατολισμός της επανάστασης, αυτός που καταγράφηκε στα συντάγματα και τους
νόμους, που εφαρμόστηκε στα πολιτεύματα, που βγήκε νικητής στους εμφυλίους, δεν
στρεφόταν πρωτίστως εναντίον των μουσουλμάνων αλλά εναντίον του παραδοσιακού
οθωμανικού κοινωνικοπολιτικού συστήματος, ενός συστήματος που εν πολλοίς γινόταν
αντιληπτό ως ανάλογο με το «παλαιό καθεστώς» των ευρωπαϊκών κρατών, το οποίο
άρχισε να ανατρέπεται με τη Γαλλική επανάσταση από την οποία εμπνεόταν και η
ελληνική.
Ενδεικτικό
στοιχείο της φιλελεύθερης ιδεολογίας της επανάστασης είναι ότι συμμετείχε και
μικρός αριθμός μουσουλμάνων. Μάλιστα, ορισμένοι από αυτούς συνέστησαν αργότερα
την «οθωμανική εκατονταρχία», ενταγμένη στις χιλιαρχίες που οργάνωσε ο
Καποδίστριας. Ο αυτοπροσδιοριζόμενος ως «Τούρκος
την θρησκείαν, το γένος Αλβανός, αλλά πολίτης Έλλην» Μπαϊράμης Λιάπης,
με αίτηση του το 1828, ζητά οικονομική ενίσχυση από τον Καποδίστρια επειδή δεν
αγάπησε την «οθωμανικήν τυραννίαν» και αγωνίστηκε «με τους Έλληνας, υπέρ
ελευθερίας». Τα συντάγματα του Αγώνα επιτρέπουν την πολιτογράφηση ξένων εάν
έχουν επιδείξει «μεγάλα ανδραγαθήματα» και σημαντικές «εκδουλεύσεις» ή εάν
έχουν υπηρετήσει δύο χρόνια στα επαναστατικά στρατεύματα, χωρίς ρητό περιορισμό
θρησκεύματος.
Άλλωστε
η εθνική ταυτότητα ήταν ακόμη ζητούμενο τόσο ως προς το περιεχόμενο της όσο και
ως προς την οικείωση της από το ευρύτερο σώμα των επαναστατών. Η μετάβαση από
τον ορθόδοξο Ρωμιό στον Έλληνα συνιστά μια αργή διαδικασία που η ίδια η
επανάσταση προκαλεί. Η προτεραιότητα της εθνικής έναντι άλλων συλλογικών
ταυτοτήτων ή ατομικών συμφερόντων δεν ήταν δεδομένη αξία. Η αλλαγή στρατοπέδου
και το προσκύνημα στην Πύλη δεν ήταν σπάνια, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια του
αγώνα. Ο ισχυρότερος προεπαναστατικά αρματολός της Αιτωολοακαρνανίας, ο Γ.
Βαρνακιώτης, προσκύνησε στα τέλη του 1822 και παρέμεινε στο οθωμανικό
στρατόπεδο μέχρι τα τέλη του 1828. Οι τοπικισμοί διασπούσαν την εθνική
αλληλεγγύη. Μολονότι μετά την ήττα του Δράμαλη (1822) και μέχρι την έλευση του
Ιμπραήμ (1825) ο Μοριάς δεν αντιμετώπισε οθωμανική εισβολή, ελάχιστοι
Πελοποννήσιοι (κυρίως επαγγελματίες στρατιωτικοί) συνέδραμαν τους Ρουμελιώτες
που αντιμετώπιζαν οθωμανικές εκστρατείες. Στον Β΄ εμφύλιο η κυβέρνηση του
υδραίου Γ. Κουντουριώτη μίσθωσε Ρουμελιώτες και Σουλιώτες για να χτυπήσει τους
αντιπάλους της πελοποννήσιους προεστούς και οπλαρχηγούς. Προεστοί και
καπεταναίοι θεωρούσαν ότι στις επαρχίες τους είχαν πατροπαράδοτα δικαιώματα τα
οποία περιόριζε η κεντρική κυβέρνηση, δηλαδή μια ξένη προς τον τόπο τους
διοίκηση.
Από
την άλλη μεριά, η ιστορία της επανάστασης συνιστά μια πορεία σταδιακής
αποδυνάμωσης των τοπικισμών και ενίσχυσης της ενιαίας ελληνικής ταυτότητας: η
επανάσταση προκάλεσε μια πρωτοφανή κινητικότητα στο χώρο, διόγκωση των επαφών
και ανάγκη συνεργασίας ανθρώπων από μακρινές περιοχές. Η νίκη στις μάχες αλλά
και η ζωή των πολεμιστών εξαρτιόταν από τη συνεργασία και την αλληλεγγύη με
άγνωστους συμπολεμιστές από άλλες περιοχές. Οι πρόσφυγες από τις περιοχές που
ηττήθηκε η επανάσταση χρειάζονταν την περίθαλψη των γηγενών για να επιβιώσουν.
Στις εθνοσυνελεύσεις συνέπρατταν εκπρόσωποι από όλες τις επαναστατημένες
περιφέρειες αλλά και μορφωμένοι που ήλθαν από άλλες οθωμανικές περιοχές, τα
Επτάνησα και τις παροικίες. Πολλοί ετερόχθονες διορίστηκαν στην κεντρική και
την επαρχιακή διοίκηση. Όλα τούτα οδηγούσαν βαθμιαία σε σύσφιξη των δεσμών
μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων και σε εθνική ομογενοποίηση. Παράλληλα, η επανάσταση
συνιστά σταθμό στην αποκρυστάλλωση των στοιχείων της εθνικής ταυτότητας. Καθώς στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και
τα νησιά οι μουσουλμάνοι αποτελούσαν μειονότητα, η οποία, στο σύνολο της,
κατείχε τις ανώτερες θέσεις στην κοινωνική και διοικητική ιεραρχία ή επάνδρωνε
τον οθωμανικό στρατό, η κοινωνική αντιπαράθεση μπορούσε εύκολα να προβληθεί
στην εθνική και να ταυτιστεί με τους δύο πόλους της πολεμικής αναμέτρησης. Έτσι
στα συντάγματα του Αγώνα έμοιαζε αυτονόητος ο ορισμός του Έλληνα ως του
αυτόχθονα χριστιανού. Συνακόλουθα, η νεωτερική εθνική ταυτότητα ενσωμάτωνε
ομαλά την παραδοσιακή θρησκευτική.
Η
σημαντικότερη ρήξη με το προεπαναστατικό καθεστώς ήταν η θέσπιση ισχυρού
συγκεντρωτικού κράτους με φιλελεύθερους αστικούς θεσμούς και νομιμοποίηση της
εξουσίας στη βούληση του έθνους, σε αντίθεση με τα απολυταρχικά καθεστώτα της
Ευρώπης και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας όπου η εξουσία θεωρούνταν θεόθεν
εντεταλμένη στον μονάρχη. «Η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος. Πάσα εξουσία
πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού», διακηρυσσόταν στο σύνταγμα της
Τροιζήνας. Τα κυριότερα στοιχεία αυτού του ρηξικέλευθου πολιτικού προγράμματος
ήταν τα εξής: θέσπιση συντάγματος ως υπέρτατης αρχής του πολιτεύματος,
αντιπροσωπευτικοί κοινοβουλευτικοί θεσμοί, διάκριση των τριών εξουσιών, κράτος
δικαίου με ορθολογικό νομικό πλαίσιο, ισότητα των πολιτών απέναντι στους
νόμους, κοσμικό κράτος με εθνική Εκκλησία ανεξάρτητη από το Πατριαρχείο και
υποκείμενη στους νόμους, κεντρικά ελεγχόμενη και ιεραρχημένη γραφειοκρατία με
αξιοκρατία στο διορισμό των αξιωμάτων, κατοχύρωση των ατομικών ελευθεριών,
εθνικός τακτικός στρατός, υποχρέωση της πολιτείας να παράσχει εκπαίδευση τη
δημιουργία σύγχρονου σχολικού συστήματος. Βασική επιδίωξη ήταν η μετάβαση από
το οθωμανικό κράτος των υπηκόων στο ελληνικό κράτος των πολιτών.
Τα
περισσότερα από τα παραπάνω συνιστούσαν ρήξεις που προσέκρουαν στα συμφέροντα
και τις επιδιώξεις των παραδοσιακών ηγετικών ομάδων (προεστών, καπεταναίων,
ανώτερου κλήρου) και στις κατεστημένες νοοτροπίες. Οι τοπικές ελίτ επιδίωκαν να
διατηρήσουν τις παραδοσιακές εξουσιαστικές δομές που διακρίνονταν από τα εξής
στοιχεία: ισχυρές αποκεντρωμένες τοπικές εξουσίες με κληρονομική διαχείριση από
τις πατροπαράδοτες τοπικές αυθεντίες που περιορίζονταν σε μικρό αριθμό
οικογενειών, άσκηση της πολιτικής στη βάση πατερναλιστικών προτύπων και
πελατειακών δικτύων, ισχυρό παρεμβατικό ρόλο της Εκκλησίας στο δημόσιο βίο,
άτακτα στρατεύματα υπό τον έλεγχο των επαρχιακών ελίτ, συλλογή των φόρων από
τους τοπικούς προύχοντες με το σύστημα της προαγοράς που τους επέτρεπε
σημαντικό βαθμό αυθαιρεσίας και ιδιοποίησης του αγροτικού πλεονάσματος,
πρόσληψη των αξιωμάτων ως πηγών προσωπικού πλουτισμού και όχι ως υπηρεσίας στο
έθνος ή κοινωνικού λειτουργήματος και, συνακόλουθα, διορισμό στα αξιώματα βάσει
προσωπικής ισχύος και όχι προσόντων.
Σε
ό,τι αφορά τις οικονομικές σχέσεις, η σημαντικότερη ρήξη με το οθωμανικό
παρελθόν ήταν η καθιέρωση του ρωμαϊκού δικαίου στο καθεστώς της γης, που
κατοχύρωνε αποκλειστικά την πλήρη ιδιοκτησία, σε αντίθεση με το οθωμανικό
δίκαιο των επάλληλων δικαιωμάτων κράτους – τσιφλικούχου – καλλιεργητή. Το νέο
καθεστώς δυνητικά μετέτρεπε τη γη σε εμπόρευμα, επιτρέποντας την εισαγωγή των καπιταλιστικών
σχέσεων στην αγροτική οικονομία. Με απόφαση επίσης των επαναστατικών αρχών, οι
γαίες που κατείχαν οι μουσουλμάνοι πέρασαν στην ιδιοκτησία του δημοσίου και
ονομάστηκαν εθνικές. Αποφεύχθηκε έτσι η εκποίηση τους, όπως απαιτούσαν οι παραδοσιακές
αρχηγεσίες, και η συγκέντρωση της γης στα χέρια λίγων ισχυρών. Αντίθετα, έγινε
δυνατή η ενοικίασή τους στους ακτήμονες και η διανομή τους το 1871 έναντι
σχετικά μικρού τιμήματος. Έτσι στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, σε
αντίθεση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, κυριάρχησε η μικρή και μεσαία
αγροτική ιδιοκτησία.
Η
κατίσχυση αυτού του φιλελεύθερου –και σε μεγάλο βαθμό δημοκρατικού– πολιτικού
προγράμματος δεν επιτεύχθηκε ομαλά: χρειάστηκαν αιματηρές εμφύλιες συγκρούσεις.
Στηρίχτηκε από μια πολιτική συμμαχία σπουδαγμένων στην Ευρώπη επαγγελματιών
(κυρίως λογίων, δασκάλων, εμπόρων, γιατρών, στελεχών της Διοίκησης κλπ.),
Φαναριωτών, εμποροκαραβοκυραίων των νησιών, λίγων μορφωμένων προεστών, καθώς
και μεσαίων και μικρών οπλαρχηγών, οι οποίοι, σε αντίθεση με τους ισχυρούς
καπεταναίους, προσέβλεπαν σε μια ισχυρή εθνική διοίκηση για βαθμούς και
μισθούς. Στο ιδεολογικό πεδίο, η εμφύλια αντιπαράθεση προσλήφθηκε ακόμη και με
εθνικούς όρους: ο πολιτικός αντίπαλος εκλαμβάνεται ως δυνάστης και μετατρέπεται
σε ξένο, ενώ, σε ακραίες διατυπώσεις, ταυτίζεται με τον Τούρκο. Για τη
φιλελεύθερη παράταξη, που επιδίωκε την επαναστατική ρήξη με το παρελθόν, οι αντίπαλοι
της ήταν τουρκόφρονες, τουρκοκοτζαμπάσηδες, εχθροί του έθνους, οπαδοί της
τυραννίας. Για τις παραδοσιακές αρχηγεσίες, που επιδίωκαν τη διατήρηση των
βασικών προεπαναστατικών κοινωνικών δομών, οι αντίπαλοι τους ήταν ξένοι που
ήλθαν στον τόπο τους να αμφισβητήσουν τα πατροπαράδοτα δίκαια τους.
Τα
πλατιά αγροτικά στρώματα, γερά εξαρτημένα από τις τοπικές ελίτ, σπάνια έχουν
αυτόνομη φωνή ή πολιτική δράση στην επανάσταση. Ευελπιστώντας σε μείωση φόρων
και απόκτηση χωραφιών, στήριξαν στις αρχές του Αγώνα στο Μοριά τους οπλαρχηγούς
ως αντιπάλους των προεστών. Ήλπιζαν σε μια δίκαιη διακυβέρνηση από έναν
φιλόπτωχο ηγεμόνα που θα κυριαρχούσε στους τοπικούς προύχοντες. Για τούτο είχαν
λαϊκή απήχηση ο φαναριώτης πρίγκηψ Δ. Υψηλάντης στις αρχές του Αγώνα και ο κερκυραίος
ευγενής Ι. Καποδίστριας στο τέλος του. Η συμμετοχή των αγροτών ως αυτόνομου
συλλογικού σώματος στις κεντρικές πολιτικές διαμάχες ήταν έξω από τους πολιτισμικούς
ορίζοντες τους.
Συνοψίζοντας,
η επαναστατική τομή του Εικοσιένα δεν ήταν η ανεξαρτητοποίηση μιας περιφέρειας
της οθωμανικής αυτοκρατορίας, κατοικούμενης, μετά την εκδίωξη των μουσουλμάνων,
από χριστιανούς, ελληνόφωνους ως επί το πλείστον. Τομή, διόλου αυτονόητη, ήταν
η με επαναστατικό τρόπο μετάβαση από το παραδοσιακό, μεσαιωνικών καταβολών,
οθωμανικό κράτος στο σύγχρονο αστικό κράτος και η δημιουργία των προϋποθέσεων
για τη μετατροπή μιας παραδοσιακής αγροτικής κοινωνίας σε μια σύγχρονη
καπιταλιστική. Ιδεολογική έκφραση αυτής της μετάβασης ήταν ο φιλελεύθερος
εθνικισμός. Αντίπαλοι στο εύρος αυτής της επαναστατικής μεταβολής κατά τη
διάρκεια του Αγώνα στάθηκαν σημαντικά τμήματα των ντόπιων παραδοσιακών
χριστιανικών ελίτ, που αποτελούσαν όμως μέλη τού υπό διαμόρφωση ελληνικού
έθνους. Με αυτήν την έννοια το Εικοσιένα εντάσσεται οργανικά στη χορεία των
αστικών ευρωπαϊκών επαναστάσεων της εποχής. Μολονότι κάποιες από τις
κατακτήσεις της επανάστασης υποχώρησαν στη διάρκεια της καποδιστριακής και της
πρώτης οθωνικής περιόδου, αποκαταστάθηκαν σε μεγάλο βαθμό με το κίνημα της 3ης
Σεπτέμβρη 1843.
Επιλεγμένη Βιβλιογραφία
-Νίκος
Ροτζώκος, Επανάσταση και Εμφύλιος στο
Εικοσιένα, Αθήνα, Πλέθρον, 1997.
-Νικηφόρος
Διαμαντούρος, Οι απαρχές της συγκρότησης
σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα 1821-1828, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 2002.
-Χρήστος
Λούκος, Η αντιπολίτευση κατά του κυβερνήτη
Ιωάννη Καποδίστρια, Αθήνα, Θεμέλιο, 1988.
-John
A. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση
κράτους στο Eλληνικό Βασίλειο (1833-1843), τ. Α-Β, Αθήνα, ΜΙEΤ, 1985 .
-Νίκος
Θεοτοκάς, «Παράδοση και νεωτερικότητα: Σχόλια για το “Εικοσιένα”», Τα Ιστορικά, 9/17 (Δεκέμβριος 1992), σ.
345-370
-Ελπίδα
Βόγλη, «Έλληνες το γένος». Η ιθαγένεια και η ταυτότητα στο εθνικό κράτος των
Ελλήνων (1821-1844), Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2007.
-Άγγελος
Ελεφάντης, «Ποιος είναι Έλληνας; Η απάντηση της επανάστασης του 1821»,
Κυριακάτικη Αυγή, 23/3/1997.
-Νίκος
Κ. Αλιβιζάτος, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία 1800-2010, Αθήνα,
Πόλις, 2011.
-Παναγιώτης
Στάθης, «Μουσουλμάνοι και ιδιότητα του πολίτη στην ελληνική επανάσταση», Αναγνώσεις της Αυγής της Κυριακής (αφιέρωμα: Διαδρομές εθνικού προσδιορισμού),
αρ. 380 (28 Μαρτίου 2010)
-Για
την αίτηση του Μπαϊράμη Λιάπη βλ. Σπυρ. Λουκάτος, «Τουρκο-αλβανικού
φιλελληνισμού εράνισμα κατά την ελληνικήν εθνεγερσίαν», Αθηνά, τ.
ΟΓ'-ΟΔ' (1972-1973), σ. 60-61.
Δημοσιεύσεις
που επιλέγουν τον τίτλο «Πόλεμος της ανεξαρτησίας» αντί της «Ελληνικής
επανάστασης» (ενδεικτικά):
-Richard Clogg (επιμ.), The Struggle for Greek Independence . Essays to mark the 150th
anniversary of the Grekk War of Inependence, Λονδίνο, Macmillan Press, 1973.
-Douglas Dakin, The
Greek Struggle for Independence , 1821-1833, Berkeley , University
of California Press,
1973,
-N. Diamantouros, J. A. Petropulos, J. Anton, P.
Topping (επιμ.), Hellenism and the First Greek War of
Liberation (1821-1830): Continuity and Change, Θεσσαλονίκη, Ινστιτούτο Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (ΙΜΧΑ), 1976.
-Richard Clogg (επιμ.), Balkan Society in the age of Greek Independence , Λονδίνο, Macmillan Press,
1981.
-C. M. Woodhouse, The
Greek War of Independence: Its Historical
Setting, Λονδίνο, Hutchinson ’s University
Library, 1952.
-David Brewer, Η Φλόγα της Ελευθερίας. Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία
1821-1833, μτφρ. Τιτίνα Σπερελάκη, Αθήνα, Ενάλιος, 2004.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου