22/3/13

Η περίπτωση της οικογένειας Κανακάρη-Ρούφου

Η μετάβαση των προυχοντικών οικογενειών στο νεοελληνικό κράτος

ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΠΑΧΑΡΑ

Στη μνήμη της Μάρθας

Ένα από τα θέματα που απασχολούσαν την Μάρθα Πύλια ήταν οι οικογένειες των προκρίτων τον 18ο και 19ο αι. Άλλωστε αυτό ήταν και το θέμα της διδακτορικής της διατριβής[1], που εκπονήθηκε στο Παρίσι υπό την επίβλεψη του Σπύρου Ασδραχά. Η Μάρθα όμως δεν είχε σταματήσει εκεί. Έψαχνε να βρει περισσότερα στοιχεία. Το ρόλο και τη λειτουργία αυτών των οικογενειών προεπαναστατικά και το πώς άλλαξαν [αυτά] μετεπαναστατικά. Αναζητούσε νέες πηγές, νέα στοιχεία. Με το παρόν άρθρο δίνεται μία πτυχή αυτής της αναζήτησης, που αφορά ένα συγκεκριμένο παράδειγμα: την οικογένεια Κανακάρη-Ρούφου.
Ο πρώτος πρόκριτος της οικογένειας, ο Αθανάσιος Κανακάρης-Ρούφος (1760-1823), πήρε τη θέση του προεστού σε ηλικία 25 ετών. Η συνένωση των οικογενειών Κανακάρη και Ρούφου τού είχε εξασφαλίσει σημαντική περιουσία, ενώ παράλληλα είχε μια μόρφωση που του επέτρεπε να διατηρεί αλληλογραφία με διανοούμενους της εποχής, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, και να είναι συνδρομητής πολλών ελληνικών βιβλίων.  Ήταν μια εποχή όπου ο πλούτος δεν συμβάδιζε πάντοτε με τη μόρφωση, πράγμα το οποίο άλλαξε αρκετά αργότερα, στον 19ο αιώνα, όταν οι παλαιοί προύχοντες άρχισαν να στέλνουν τα παιδιά τους για σπουδές στο εξωτερικό.

Γιάννης Κολιός
Εξετάζοντας τη δύναμή του σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, διακρίνει κανείς τις πολλές δικαιοδοσίες που του άφηνε το αξίωμα του προεστού, είτε ρητά είτε άρρητα. Το γεγονός ότι μπορούσε, για παράδειγμα, να αρνείται να καταβάλει ορισμένους έκτακτους φόρους, που πολλές φορές απαιτούσαν αυθαίρετα οι τοπικές οθωμανικές αρχές, προσέδιδε ιδιαίτερη αξία στην προσωπικότητά του και τον διαφοροποιούσε ίσως από άλλους προεστούς. Παρόλα αυτά, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε τη δύναμη που απέρρεε από  το αξίωμα του προεστού, ο οποίος και καταστατικά μπορούσε να αντιτίθεται στις αποφάσεις του βοεβόδα, αλλά και να αγνοεί τον πασά, κατά περίσταση, ή ακόμη και να τον απομακρύνει από τη θέση του με τη συνεργασία και άλλων βεκίληδων.[2] Ωστόσο, όταν ξεπερνούσε τα όρια, τότε οι τουρκικές αρχές είχαν δικαίωμα να τον φυλακίσουν - υπεύθυνος για αυτό ήταν ο εκάστοτε δραγομάνος, που τους κρατούσε έγκλειστους είτε στο σπίτι του είτε στα διαμερίσματά του στο σαράι.[3] Αυτό συνέβη και στον  Κανακάρη-Ρούφο το 1816, όταν ο τούρκος Γενικός διοικητής Πελοποννήσου τον φυλάκισε στην οικία τού δραγομάνου Θεοδόση Μιχαλόπουλου στην Τριπολιτσά, με αιτιολογία ακριβώς την άρνησή του να καταβάλλει έναν νέο αυθαίρετο φόρο. Η φυλάκισή του όμως δεν διήρκεσε πολύ. Καταφέρνοντας να αποδράσει, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη και παραπονέθηκε στον σουλτάνο για τις αυθαιρεσίες και τις παρανομίες του τούρκου Γενικού Διοικητή της Πελοποννήσου. Η δύναμή του φαίνεται ότι ήταν πολύ μεγάλη, καθώς τελικά κατάφερε την απομάκρυνση του τούρκου διοικητή.
Παράλληλα,  ο Αθανάσιος Κανακάρης-Ρούφος, με την έγγειο ιδιοκτησία που κατείχε και τη δύναμη που απέρρεε από αυτήν, είχε και σαφή έλεγχο ενός τμήματος του τοπικού πληθυσμού που εξαρτιόταν από τον ίδιο, είτε έμμεσα είτε άμεσα (εργάτες γης, αποθηκών, εμπορίου, και οι ευρύτερες οικογένειές τους που εξαρτιόνταν από τον εκάστοτε εργαζόμενο).
Έτσι λοιπόν, όταν καταφεύγει και πάλι στην Κωνσταντινούπολη το  1819, για να ξεφύγει ακόμη μία φορά από τις πελοποννησιακές τουρκικές αρχές, επειδή εναντιώθηκε στην τοποθέτηση του νέου δραγομάνου, πολύ λογικά οι Φιλικοί θα τον πλησιάσουν για να τον προσεταιριστούν: Είναι πλούσιος, δυναμικός, παράγων της περιοχής του από τους πιο ισχυρούς, αντιτίθεται στους Τούρκους και έχει ανήσυχο πνεύμα.  Τη γνωριμία του και την ένταξή του στους Φιλικούς φαίνεται ότι την είχε προτείνει ο Παναγιώτης Σέκερης, ωστόσο δεν είχε καταγραφεί επισήμως, πιθανότατα εξαιτίας της επιθυμίας του ιδίου να μην εκτεθεί σε καταλόγους «ως σημαιοφόρος», αφού διατηρούσε κάποιες επιφυλάξεις και εκδήλωνε τις διαφωνίες του με αρκετούς από τους επικεφαλής της εταιρείας.[4] Κατά τη διάρκεια αυτών των δύο χρόνων έως το 1821, ο Αθανάσιος Κανακάρης-Ρούφος θα διατηρήσει στενές σχέσεις και επαφές με τους Φιλικούς και θα συνδράμει και στην «Κάσαν της Εταιρίας του Γένους».
Το ξέσπασμα της Επανάστασης θα τον βρει στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι, την πρώτη προκήρυξη των επαναστατών θα υπογράψει αντ’ αυτού ο γιος του Μπενιζέλος Ρούφος, μαζί με τους Πατρών Γερμανό, Κερνίτση Προκόπιο, Ανδρέα Ζαΐμη, Ανδρέα Λόντο και Σ. Θεοχαρόπουλο, και θα την παραδώσουν στον πρόξενο της Αγγλίας στην Πάτρα, Γκρην, στις 26 Μαρτίου 1821. Ο ίδιος θα προσπαθήσει και θα καταφέρει να αποφύγει τη σύλληψη, όταν η Υψηλή Πύλη θα διατάξει αντίποινα στους Έλληνες της Πόλης και, καταφεύγοντας στο Ρωσικό Προξενείο, θα επιβιβαστεί σε πλοίο με προορισμό την Ύδρα, και από εκεί την Πάτρα, όπου και θα αναλάβει ενεργά δράση στο πλάι των προκρίτων και των οπλαρχηγών.
Στο πρώτο είδος κυβερνητικού σχήματος, που θα δημιουργηθεί τον Μάιο του 1821 στη Μονή των Καλτετζών και θα ονομαστεί «πρώτη Γενική Εθνική Συνέλευση», ο Αθανάσιος Κανακάρης-Ρούφος θα εκλεγεί μέλος της πρώτης Κυβερνητικής Επιτροπής, μαζί με τους Βρ. Θεοδώρητο, Σ. Χαραλάμπη, Αναγνώστη Δεληγιάννη, Θ. Ρέντη και Ν. Πονηρόπουλο. Η επιτροπή αυτή θα πάρει όλες τις εξουσίες έως την επόμενη συνέλευση. Το έγγραφο υπό τον τίτλο «Η Γερουσία της Πελοποννήσου» υπογράφηκε από τους παραπάνω στις 26 Μάιου 1821 και ήταν το επίσημο έγγραφο της συνέλευσης με το οποίο δημιουργούνταν το πρώτο είδος κυβέρνησης.
Παράλληλα, εκτός από την οργανωτική και διοικητική του δράση, ο Αθανάσιος Κανακάρης-Ρούφος θα προσπαθήσει να επηρεάσει και τον στρατηγικό προσανατολισμό της επανάστασης, όταν, τον Μάιο του 1821, μετά την πρώτη νίκη του ελληνικού στρατού στο Βαλτέτσι, θα συνταχθεί με τον Κολοκοτρώνη και τον Ζαΐμη, υποστηρίζοντας ότι οι ελληνικές δυνάμεις έπρεπε να στραφούν προς την Τριπολιτσά.    Το αμέσως επόμενο διάστημα, και καθώς η επανάσταση βρισκόταν ακόμη στα πρώτα της βήματα, ο Αθανάσιος Κανακάρης θα αναλάβει στρατιωτική δράση στην Πάτρα, ενώ θα βρεθεί ανάμεσα στις πρώτες συγκρούσεις μεταξύ Υψηλάντη, Κολοκοτρώνη και Μαυροκορδάτου, που ξεκίνησαν με στόχο την ηγεμονία του κινήματος.
Μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας, και στη συνέχεια παραστάτης και αντιπρόσωπός της στην πρώτη εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (Δεκέμβριος 1821) μαζί με τον Π. Νοταρά, θα εκλεγεί μέλος της 12μελούς επιτροπής, που θα συγκαλέσει την πρώτη Εθνική Βουλή και θα συντάξει το κείμενο του «Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος». Ακολούθησε η συμμετοχή του, τον Ιανουάριο 1822, στο πενταμελές εκτελεστικό σώμα, ένα από τα δύο σώματα της διοίκησης που όριζε το πολίτευμα της Επιδαύρου (το άλλο ήταν το βουλευτικό) και το οποίο είχε μεταξύ άλλων την αρμοδιότητα να διορίζει τους υπουργούς.[5] Στις αρχές Μαρτίου 1822, θα εκλεγεί αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού, και θα αναλάβει χρέη προέδρου όταν ο πρόεδρος Μαυροκορδάτος θα εκστρατεύσει στην Ήπειρο. Το 1923 θα πεθάνει, μη προλαβαίνοντας να δει το ελεύθερο ελληνικό κράτος, και τη συνέχιση της οικογένειας θα αναλάβει ο γιος του Μπενιζέλος Ρούφος.
 Το πέρασμα από την προεπαναστατική περίοδο στο νεοελληνικό κράτος μετά το 1930, θα βρει τον Μπενιζέλο Ρούφο να καταλαμβάνει υψηλές θέσεις: «έκτακτου επίτροπου» (τίτλος νομάρχη) στην Ηλεία[6], αργότερα στην Κέα (18/1/1828) και μετά στην Σύρο. Θα συνδεθεί με τον Ζαΐμη και τον Λόντο και θα αναλάβει υπουργική θέση στην κυβέρνηση Κουντουριώτη το 1848. Το 1855-1858 θα εκλεγεί δήμαρχος Πατρών και το 1862-63 θα παίξει αποφασιστικό ρόλο (μέλος της τριανδρίας) στην οργάνωση της αντιοθωνικής επανάστασης που τελικά θα διώξει τον Όθωνα από την Ελλάδα. Από τον ίδιο χρόνο και μέχρι το θάνατό του το 1868 θα αναλάβει 3 φορές την πρωθυπουργία της χώρας, για σύντομα χρονικά διαστήματα, σε μια ταραγμένη για τη χώρα περίοδο.

***
Η μετάβαση λοιπόν από την προεπαναστατική περίοδο στο νεοελληνικό κράτος γίνεται όταν ηγείται της οικογένειας ο γιός του Αθανασίου, ο Μπενιζέλος, όπως άλλωστε συνέβη και με πολλές άλλες οικογένειες προκρίτων που έλαβαν μέρος στην επανάσταση του 1821 – οι γιοι τους πρόλαβαν τη μετάβαση ενώ οι ίδιοι όχι. Αυτή η μετάβαση όμως είναι σταδιακή και έχει συνέχεια. Ο πρόκριτος, ισχυρός παράγων της περιοχής του, παίζει, όπως είναι ευνόητο, ενεργό ρόλο στην Επανάσταση του ‘21. Την τροφοδοτεί με γνώση, εμπειρία, όπλα, άντρες, διοικητικές ικανότητες, κ.λπ. Ο ρόλος του λοιπόν δεν αλλάζει με τη μετάβαση στο νεοελληνικό κράτος. Παραμένει ισχυρός. Οι ίδιοι άνθρωποι που είχε στη δούλεψή του, είναι στο πλευρό του. Η σύγκρουσή του με τις νέες αρχές εξακολουθεί να υφίσταται κατά περιόδους (και ίσως πιο έντονα κατά περιστάσεις). Παρά την απώλεια πολλές φορές της χρηματικής περιουσίας κατά τη διάρκεια της επανάστασης, οι προεστοί διατηρούν μια τεράστια έγγειο ιδιοκτησία –την οποία και αυξάνουν μετεπαναστατικά, καθώς ψηφίζεται ο νόμος περί προικοδοτήσεως των ελληνικών οικογενειών-  και την κοινωνική και πολιτική τους δύναμη. Οι δέσμιοι από σχέσεις πατρωνίας πληβείοι του πρώιμου 19ου δεν μπορούν και δεν θέλουν να απεμπλακούν από τον τοπικό τους άρχοντα ή παράγοντα, καθώς οι οπλαρχηγοί δεν προσφέρουν καμία εγγύηση ασφάλειας, συνέχισης της αγροτικής ζωής στην οποία θέλουν να επιστρέψουν, και προστασίας από φόρους, διοικητές, κράτος κλπ. Έτσι, ακολουθούν στο νέο καθεστώς τον άρχοντα που ήξεραν και που εμπιστεύονταν. Και αυτός δεν τους απογοητεύει. Υπερασπίζεται τα συμφέροντά τους στο κράτος, τους προσφέρει εργασία και εκμεταλλεύεται την ψήφο τους. Η σχέση λοιπόν ανάμεσα στους δύο είναι πολυσύνθετη, καθώς εμπλέκει τόσο την παραδοσιακή και πολυαναφερμένη σχέση πάτρωνα-πελάτη, όσο και ζητήματα ανασφάλειας, φόβου του κενού, εμπιστοσύνης σε άγνωστους πολεμάρχες και πολιτικούς, αλλά και την πρόσδεση μιας οικογένειας σε έναν τόπο ποικιλοτρόπως (βαφτίσια, γάμοι, κουμπαριές, κλπ), έτσι ώστε να αναπτύσσεται ένα αρκετά πιο σύνθετο πλέγμα σχέσεων μεταξύ αρχόντων και αγροτεμπόρων. Όσα και να τους έταζε ένας οπλαρχηγός, δεν θα μπορούσε ποτέ να τους κάνει «πελάτες» του.
Η οικογένεια Ρούφου-Κανακάρη είναι ακριβώς μια τέτοια περίπτωση. Δεμένη με την περιοχή της Πάτρας πολύ πριν τον 18ο αιώνα, με σχέσεις ιδιοκτησίας γης, αποθηκών, εμπορίου, δανείων, πολιτικής και οικονομικής προστασίας από τους Τούρκους, κ.ά., θα μεταβεί στο νεοελληνικό κράτος με όλο αυτό το σύνθετο πλέγμα να την ακολουθεί. Και, τόσο ο Μπενιζέλος Ρούφος όσο και τα παιδιά του, θα καταλάβουν καίριες θέσεις στην πολιτική (δήμαρχοι, υπουργοί, βουλευτές, κλπ). Η πολιτική διαδρομή αυτής της οικογένειας όσο και η κοινωνική της επιρροή συγκρίνονται και εντάσσονται στο πλαίσιο μιας κοινής πορείας προυχοντικών οικογενειών της Πελοποννήσου, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο τον  19ο αλλά και 20ο αιώνα, όπως οι Ζαΐμηδες, οι Λόντοι, κ.ά., και δείχνει τον τρόπο με τον οποίο μετέβησαν από την τουρκική διοίκηση στη νεοελληνική πολιτική. Ωστόσο, πολλά στοιχεία που αφορούν τη ζωή και τη δράση αυτών των οικογενειών, στα τέλη του 18ου-αρχές του 19ου, παραμένουν στην αφάνεια, και πολλά στοιχεία που αφορούν την οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου τους αναμένουν τους ερευνητές να τα εξερευνήσουν – ειδικά σε αρχεία όπως τα οθωμανικά αρχεία της Κωνσταντινούπολης, που παραμένουν σε ορισμένο βαθμό ανεκμετάλλευτα.

Ο Δημήτρης Μπαχάρας είναι ιστορικός


[1] Les notables moréotes (XVIIIe-XIXe siècles): fonctions et comportements.
[2] Για την ιστορία του όρου «ραγιά βεκίλ» (αντιπρόσωπος των ραγιάδων που εκλεγόταν από τους δημογέροντες της επαρχίας), βλ. Αθανάσιος Θ. Φωτόπουλος, Οι Κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου κατά τη δεύτερη τουρκοκρατία 1715-1821, Αθήνα, Ηρόδοτος, 2005, σ. 43-44.
[3] Μάρθα Πύλια, Πολιτική και οικονομία στην προεπαναστατική Πελοπόννησο, υπό δημοσίευση, σ. 23
[4] Ο Α. Κανακάρης δεν εμφανίζεται στους ονομαστικούς καταλόγους της Φιλικής Εταιρείας που δημοσίευσε ο Φιλήμωνας, αλλά όπως μαρτυρούσε και ο ίδιος «δημοσίευσε  μόνο όσα ονόματα εύρε γεγραμμένα εν τω καταλόγω» και όχι όσους είχαν κατηχηθεί. Α. Γούδας, Βίοι Παράλληλοι των επί της Αναγεννήσεως της Ελλάδος Διαπρεψάντων Ανδρών, Αθήνα, 1874, τόμ. ΣΤ, σ. 314.
[5] Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, τομ. ΙΒ, σελ. 214-215 Το εκτελεστικό θεσπίστηκε μαζί με το Βουλευτικό από την Α’ Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο που τελείωσε τις εργασίες της το 1822. Το Εκτελεστικό σώμα ήταν πενταμελές και είχε αρμοδιότητες να διορίζει υπουργούς (μινίστρους), να εκτελεί αποφάσεις (προβουλεύματα) του βουλευτικού και να συνεργάζεται για την κατάρτιση νόμων.
[6] Ο τίτλος ήταν αυτός του προσωρινού διοικητή που είχε δημιουργηθεί ως συνέχεια του διορισμού προσωρινών αστυνόμων και αρχηγών εκτελεστικών δυνάμεων, για να λύσει το πρόβλημα της περιφερειακής διοίκησης και να ελεγχθεί σε ένα βαθμό η αναρχία που επικρατούσε σε όλες τις πόλεις και περιφέρειες. Γ. Δημακόπουλος, Η Διοικητική οργάνωσις της ελληνικής πολιτείας, 1827-1833, Αθήνα, 1970, σ. 111-112.

Δεν υπάρχουν σχόλια: