22/3/13

Η Επανάσταση του ’21 και το δημοτικό τραγούδι

ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΓΚΟΤΣΗ

Τα δημοτικά τραγούδια, κυρίως τα κλέφτικα και κατά δεύτερο λόγο τα ιστορικά, κατέχουν μια ιδιαίτερη θέση στη μελέτη, στις «αναγνώσεις» της επανάστασης του ‘21, αλλά και στις αφιερωμένες σ’ αυτήν γιορτές, όπου τα τραγούδια τις συνοδεύουν είτε ως απαγγελία στίχων, που νοηματοδοτούν το «ηρωικό πνεύμα», είτε ως τραγούδια που τραγουδιούνται και χορεύονται.

Το κλέφτικο τραγούδι ως πηγή της ιστορίας

Διάφορες κατηγορίες των δημοτικών τραγουδιών έχουν χρησιμοποιηθεί άλλοτε περισσότερο, άλλοτε λιγότερο, ως πηγή της ιστορίας. Τα κλέφτικα τραγούδια ειδικότερα, αρκετά νωρίς, θεωρήθηκαν ότι εκφράζουν και συγχρόνως καταγράφουν την κοινωνική ζωή και πραγματικότητα των κλεφτών και αρματολών.
Ο Fauriel στον «εισαγωγικό λόγο» του, θεωρεί ότι τα κλέφτικα τραγούδια έχουν ως θέμα τα κατορθώματα των κλεφτών σε βάρος της πολιτοφυλακής των πασάδων και ότι αναφέρονται σε μία κατάσταση των πραγμάτων και της κοινωνίας. Μάλιστα χαρακτηρίζει τα κλέφτικα τραγούδια ως μια ιδιαίτερη κατηγορία των ιστορικών τραγουδιών.[1] Αντίστοιχες απόψεις υποστηρίζει και σε άλλα σημεία της εισαγωγής του.

Επίσης, ο Ν. Κασομούλης αναφέρει ότι για την κατάρτιση της «γενεαλογίας» των αρματολών, δηλαδή της ιστορίας των αρματολικών οικογενειών, έλαβε υπόψη, εκτός από τις παραδόσεις των γερόντων, «τα διάφορα τραγούδια τα οποία διαδιδόμενα αντηχούν εισέτι εις τας ακοάς των κατοίκων των προρρηθέντων[προρρηθεισών] επαρχιών». Επίσης σημειώνει ότι των αρματολών «ετραγωδήθησαν τα κατορθώματά των και οι θάνατοί των».[2]
Γιάννης Κολιός
Ο Π. Αραβαντινός επισημαίνει και αυτός την ιστορική σημασία των τραγουδιών, ιδίως των κλέφτικων και πως η συλλογή τους θα μπορούσε, μεταξύ των άλλων, να χρησιμεύσει στη διάψευση των δογμάτων του Φαλμεράϋερ, αλλά και των άλλων εχθρών του Ελληνισμού: «Και όμως ήτο αξία αιωνίου διατηρήσεως η μνήμη των ελευθεροφρόνων εκείνων Ελλήνων, των επονομασθέντων κλεφτών, οίτινες δια του ευγενούς φρονήματος και του ηρωισμού αυτών ηκόνισαν την εθνικήν ημών μάχαιραν και οξύτατα ηκονισμένην κατέλιπον αυτήν εις την νέαν γενεάν. Αλλά και η ύπαρξις προσέτι πολλών ίσως ηθών και εθίμων, λειψάνων της  αρχαιοτάτης ελληνικής εποχής, θα εμαρτυρείτο δια της εγγράφου περισώσεως των αρχαιοτάτων ημών ασμάτων, προς μείζονα διάψευσιν των δογμάτων του Φαλμεράϋερ και των άλλων παραδοξολόγων του Ελληνισμού εχθρών. Εν γένει δε τολμώμεν ειπείν, ότι μία πλήρης των δημοτικών ημών ασμάτων συλλογή θα ενέκλειε συνάμα και ολόκληρον την εθνικήν ιστορίαν της νεωτέρας Ελλάδος».[3]
Ποιά είναι όμως η σχέση των δημοτικών τραγουδιών με την ιστορία; Καταγράφεται στα τραγούδια η ιστορική πραγματικότητα και εάν ναι, με ποιο τρόπο και σε ποιό βαθμό;
Η ιστορική πραγματικότητα με την έννοια των συλλογικών αντιλήψεων, αναπαραστάσεων και νοοτροπιών καταγράφεται στα τραγούδια σε ένα ικανοποιητικό βαθμό, όχι όμως η ιστορική πραγματικότητα, με την έννοια των συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων. Αυτά τα τελευταία, σε λίγες περιπτώσεις καταγράφονται και όταν αυτό συμβαίνει, γίνεται με τρόπο αποσπασματικό.
Δεν μπορούμε όμως να «διαβάσουμε» άμεσα όλες τις όψεις της κοινωνικής πραγματικότητας στα κλέφτικα τραγούδια, διότι υπάρχουν πραγματικότητες που απουσιάζουν παντελώς από αυτά. Έτσι, ενώ καταγράφεται έστω και οριακά η αντίθεση των κλεφτών και των αρματολών με τους προκρίτους, δεν καταγράφεται η συνεργασία τους, η οποία ειδικά μεταξύ των αρματολών και των προκρίτων, ήταν προϋπόθεση για τη μακροημέρευσή τους στη θέση αυτή. Δεν καταγράφεται επίσης στα κλέφτικα τραγούδια, η δυσφορία των κατοίκων της υπαίθρου από τη δράση των κλεφτών και των αρματολών, ειδικά όταν οι τελευταίοι έχαναν το αρματολίκι.

Η εξιδανίκευση του κλέφτικου τραγουδιού. Η κατασκευή του ιδεότυπου του κλέφτη, ως υπόδειγμα για την αναζήτηση του ιδεατού νεοέλληνα

Η συμβολή του Φωριέλ στη συγκρότηση/κατασκευή των κλέφτικων τραγουδιών ως ιδιαίτερης κατηγορίας είναι αναμφισβήτητη. Τόσο με την επιλογή των τραγουδιών, όσο και με την εισαγωγή του, επηρέασε τους μεταγενέστερους συλλογείς/εκδότες τραγουδιών.
Σύμφωνα με τον Φωριέλ, υπάρχει μια διαφοροποίηση του μουσικού γούστου, μεταξύ των «ορεινών» και των κατοίκων των πόλεων: «Οι ορεινοί δεν αγαπούν παρά μόνον τα κλέφτικα τραγούδια ή όσα τους διηγούνται κάποιαν εικόνα της ζωής των αγρών ή εκείνης των ποιμένων∙ εκείνα, με μίαν λέξιν, όπου το παν είναι υπερήφανον, απλούν και αγνόν όπως αυτοί. Τα τραγούδια των πόλεων, τα οποία κατά το πλείστον βασίζονται επί των περιπετειών ή των ερωτικών αισθημάτων, ολίγον τους συγκινούν, εάν δεν τους δυσαρεστούν και αυτό συμβαίνει συχνά και δια των μικροτέρων ποιητικών ελευθεριών εκφράσεως ή σκέψεως. Περιλαμβάνουν σχεδόν αδιακρίτως όλα αυτά τα τραγούδια των πόλεων υπό την ονομασίαν τραγούδια πούστικα».
Σημειώνει ο Φωριέλ ότι η τελευταία αυτή έκφραση είναι δανεισμένη από την τουρκική «δια να δηλώση το είδος της θηλυπρεπείας και της διαφθοράς, η οποία ωθεί τους Τούρκους να αναζητούν την συντροφιάν των νέων», δείχνει ταυτόχρονα την περιφρόνηση των ορεινών για τα ήθη των τυράννων τους και την  ελάχιστη εκτίμηση που τρέφουν στη μερίδα εκείνη  του ελληνικού πληθυσμού που τους μιμείται. Αφ’ ετέρου, συνεχίζει ο Φωριέλ, οι  κάτοικοι των μεγάλων πόλεων ή των νησιών που απέχουν από τη στεριά βρίσκουν στα τραγούδια των ορεινών «κάτι το άγριον και σκληρόν, το οποίον τους δυσαρεστεί ή είναι πάντοτε αφορμή ενοχλήσεων». Αυτή η αντιπαλότητα προσωρινά υποχωρεί, όταν οι ορεινοί, οι κάτοικοι των πόλεων και οι νησιώτες συναντιούνται στα ξένα.[4]  
Η διάκριση αυτή, μεταξύ των δύο πληθυσμιακών ομάδων, των ορεινών από τη μια και των κατοίκων των πόλεων από την άλλη, παραπέμπει σε δύο διακριτές κοινωνικές κατηγορίες. Οι ορεινοί είναι κτηνοτρόφοι και αγρότες, ενώ οι κάτοικοι των πόλεων – βρισκόμαστε ήδη στην τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα- έχουν σ’ ένα βαθμό αστικοποιηθεί και μιμούνται εισαγόμενα πρότυπα ζωής, ακόμη και αυτά των κυρίαρχων.   
Σε μια συγκυρία επαναστατική, που οδηγεί στη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους, μεταξύ των τραγουδιών των ορεινών, των κλέφτικων δηλαδή και των τραγουδιών των κατοίκων των πόλεων, των «πούστικων τραγουδιών», η επιλογή είναι αυτονόητη υπέρ της πρώτων. Από τη στιγμή όμως που τα κλέφτικα επιλέγονται για να χρησιμοποιηθούν, στη διαδικασία συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους, θα υποστούν αποκάθαρση, ενώ κάποια από αυτά δεν θα βρουν τη θέση τους στις συλλογές των τραγουδιών.
 Όπως έχει σημειώσει σχετικά με τη χρήση των κλεφτών και των κλέφτικων τραγουδιών ο Στάθης Δαμιανάκος: «Τα τραγούδια αυτά της παρανομίας, φλογερά εγκώμια στην παλικαριά και την ατομική ευψυχία του ορεσίβιου αγρότη, που δεν υποτάσσεται στην εγκαθιδρυμένη τάξη πραγμάτων και ορθώνεται ενάντια στην καταπίεση του ισχυρού τοπάρχη, αδιάφορο αν ο τελευταίος αυτός είναι Τούρκος, Έλληνας, ή Αλβανός, δεν αντικατοπτρίζουν, σύμφωνα με την κρατούσα λαογραφική άποψη, παρά «την πάλη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων» που αναπτύσσεται «μετά την πτώσιν της Κωνσταντινουπόλεως». Η ανιστορική λαογραφική αντίληψη γίνεται εδώ καθαρή συσκότιση της Ιστορίας. Το καθιερωμένο λαογραφικό πρότυπο για τον κλέφτη, βλέπει στο πρόσωπο του τελευταίου ένα άτομο ξέχωρο από τους κοινούς θνητούς, έναν ήρωα που, παρακινημένος από ισχυρό πατριωτικό αίσθημα, αποφασίζει να εγκαταλείψει τη ζωή του σκλάβου απέναντι στον Τούρκο κατακτητή και να αναλάβει αγώνα εθνικής απελευθέρωσης. Έλληνας βέβαια και μάλιστα με βαθιές ρίζες, ο κλέφτης ζει πάνω σε απόρθητα ορεινά λημέρια όπου ασκείται καθημερινά στο πήδημα και στο λιθάρι ζωντανεύοντας έτσι τις αθλητικές παραδόσεις των αρχαίων Σπαρτιατών και, αν συμβαίνει ίσως να επιδίδεται πού και πού στη ληστεία, η δράση του αυτή στρέφεται αποκλειστικά ενάντια στους πλούσιους Τούρκους. Όμως, δεν πρόκειται φυσικά για έναν  «κλέφτη» στην κοινή αποδοχή του όρου, αλλιώς πώς θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι η διαφύλαξη της εθνικής αξιοπρέπειας υπήρξε, για τόσους αιώνες, υπόθεση κοινών ληστών;»[5]
Στην εξιδανίκευση του φαινομένου των κλεφτών συνέβαλαν μεταξύ άλλων και οι συλλογείς καθώς και οι επιμελητές εκδόσεων των κλέφτικων τραγουδιών. Προς την κατεύθυνση αυτή έγιναν επεμβάσεις στα δημοτικά τραγούδια, σ’ όλη τη διάρκεια του 19ου, αλλά και στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.[6]
Γιατί όμως επιλέχθηκαν και προβλήθηκαν κυρίως τα κλέφτικα τραγούδια και όχι τα ιστορικά, που σχετίζονται με την επανάσταση του 21; Συνοπτικά σημειώνουμε ότι το κλέφτικο τραγούδι και η «ιστορία» των κλεφτών προσέφερε τη δυνατότητα στους μελετητές της νεώτερης ιστορίας, ιστορικούς και λαογράφους, στο πλαίσιο της λογικής που εκθέτει ο Δαμιανάκος, να συγκροτήσουν το «υποκείμενο», το οποίο συνδέει την επανάσταση του 21 με τους αγώνες για την ελευθερία στη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Με τον τρόπο όμως αυτό αποκαθίσταται η συνέχεια του νήματος, από την αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο στη νεώτερη Ελλάδα.
Η άποψη του Φωριέλ είναι ενδεικτική της προβληματικής αυτής. Αφού θεωρήσει ότι το ενδιαφέρον που επιδεικνύεται στους κλέφτες δεν είναι απλώς «καθαρόν ενδιαφέρον φαντασίας», αλλά «ενδιαφέρον ιστορικόν εκ των πλέον σοβαρών», σημειώνει ως προς την αναγκαιότητα της κατάρτισης μιας συλλογής κλέφτικων τραγουδιών: «Μία πλήρης συλλογή κλέφτικων τραγουδιών χρονολογικώς αναφερομένων εις την εποχήν, κατά την οποίαν το όνομα των κλεφτών εχρησιμοποιήθη προς καθορισμόν των ολίγων ωπλισμένων Ελλήνων, οι οποίοι κατέφευγον εις τα όρη δια να εξασφαλίσουν την ανεξαρτησίαν των, θα ήτο μεγίστης σπουδαιότητος. Θα ήτο η πραγματική ιστορία της Ελλάδος από της κατακτήσεως∙ εις αυτήν θα απεκαλύπτετο ο αληθής χαρακτήρ και η πορεία αυτής της βραδείας και μακράς κατακτήσεως, κατά την οποίαν η δολιότης έθεσε τέρμα εις το ασυμπλήρωτον έργον της βίας∙ εις αυτήν θα εβλέπομεν, ότι πάντοτε εις τα όρη είχε καταφύγει μία Ελλάς, αξία κόρη της αρχαίας Ελλάδος. Μία τοιαύτη ιστορία θα αποτελούσε μίαν συλλογήν χαρακτηριστκών γνωρισμάτων ηρωισμού πολύ ανωτέρων εις λάμψιν, ως και η βεβαιότητα, εκείνων των πολεμιστών της Ιλιάδος: θα ήτο η πραγματική Ιλιάς της συγχρόνου Ελλάδος, η οποία θα είχε την αξίαν της, ακόμη και ποιητικήν πλησίον της αρχαίας».[7] Στην ίδια λογική κινείται και ο Π. Αραβαντινός, όπως συνάγεται από το απόσπασμα που παραθέσαμε παραπάνω.
Στον κλέφτη ορισμένοι μελετητές είδαν το ιδεατό ήθος του νεοέλληνα. Το ιδεατό μοντέλο του σύγχρονου Έλληνα  θεωρήθηκε ότι βρίσκεται εν σπέρματι στην κλέφτικη κοινωνία και στις ηρωικές παραδόσεις του 19ου αιώνα. Από αυτήν την άποψη, παρουσιάζει ενδιαφέρον η κριτική που ασκεί ο Δαμιανάκος στο Γιάννη Αποστολάκη. Ο τελευταίος, όπως είναι γνωστό, μέσα από τα βιβλία του άσκησε δριμεία κριτική στους Ζαμπέλιο, Αραβαντινό, αλλά και στο Νικόλαο Πολίτη.[8] Επισημαίνει για την κριτική αυτή ο Δαμιανάκος: «Ο τρόπος επέμβασης του Γ. Μ. Αποστολάκη (1950), είναι πιο απλός και ταυτόχρονα πιο επιδέξιος. Πιο απλός, γιατί ο συγγραφέας έχοντας από προηγούμενες εργασίες του αναιρέσει, με πειστικά επιχειρήματα, το εξωραϊστικό  έργο των Σ. Ζαμπέλιου, Π. Αραβαντινού και Ν. Πολίτη, περιορίζεται σε μία επιλογή μόνο των δημοτικών κειμένων. Πιο επιδέξιος, δεδομένου ότι καταβάλλεται προσπάθεια ο αυθαίρετος χαρακτήρας της επιλογής αυτής να καλυφθεί πίσω από μια «θεωρητική» αρχή, την αποκατάσταση του «αυθεντικού πνεύματος» του κλέφτικου τραγουδιού. Στην πραγματικότητα οι προθέσεις έχουν, για μια ακόμα φορά, τη ρίζα τους στην εξιδανίκευση, αφού μέσα από την κατασκευή ενός ιδεότυπου του κλέφτη καθώς και του «ηρωικού του πνεύματος», ο συγγραφέας επιχειρεί να συλλάβει “το ήθος του νεοέλληνα”. Όσα τραγούδια δεν συμβιβάζονται με την κατασκευή αυτή και ιδιαίτερα όσα αναφέρονται στις υπόλοιπες όψεις της κλέφτικης ζωής πέρα από τον πόλεμο, απορρίπτονται  ως μη αυθεντικά».[9] 

Το δημοτικό τραγούδι σε χρήση στους εορτασμούς για το 21

Τα κλέφτικα και ορισμένα ιστορικά τραγούδια συντροφεύουν τις γιορτές/ επετείους του 21. Μαζί με αυτά και ορισμένα τραγούδια, συρτά ή τσάμικα, τα οποία χορεύονται τις ημέρες αυτές. Και αυτά όμως έχουν υποστεί την αποκάθαρση, έτσι ώστε να δοθούν γλωσσικά και νοηματικά «καθαρά». Θυμόμαστε ένα από τα τραγούδια αυτά, «στην κεντημένη σου ποδιά μωρ’ Βλάχα». Ο Ν. Βέης, δημοσιεύει σε μια υποσημείωση, πριν από εκατό περίπου χρόνια, μια άλλη παραλλαγή του τραγουδιού αυτού, από την Αρκαδία, την οποία και παραθέτουμε:
«Σ’ τηγ κετισμένη dου ποδιά – μώρ’ βλαχαμ’
μωρ’ βλαχαμ’ βλαχοπούλα μου- να έρθω κ’ εγώ να πέσω
’ς τηγ κετισμένη μου ποδιά – ρε πούστη
ρε πούστη και μπαμπέση – συ δε χωράς να πέσης
για τα’ έχω μάνα κι’ αδελφό με βάνουνε ’ς τη μέση»[10]
Αναμενόμενο είναι, με βάση τα ανωτέρω, να μην περιμένουμε στους εορτασμούς του 21 τραγούδια, που ξεφεύγουν από τους «αποδεκτούς» κανόνες. Η επιλογή των σχετικών παραλλαγών των τραγουδιών έχει προ πολλού «οριστικοποιηθεί». Στον ιδεατό κατάλογο δεν θα βρούμε ούτε το τραγούδι του «Ζαχαριά», που αναφέρεται σε μια ληστρική επιχείρηση εναντίον του παπά του Αγίου Πέτρου Αρκαδίας, ούτε τη «Βλάχα» του Ν. Βέη.     

Ο Κωνσταντίνος Γκότσης είναι ιστορικός


[1]. CI. Fauriel, Chants populaires de la Grèce Moderne, Παρίσι 1824. Ελληνική μετάφραση: Τα δημοτικά τραγούδια της συγχρόνου Ελλάδος εκδ. Χ. Τεγόπουλος - Ν. Νίκας, Αθήνα 1955, σ. 26.
[2] Ν. Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά, εκδ. Γ. Βλαχογιάννη, Αθήνα 1940-42, τ. Ι, σ. 7-9.
[3] Π. Αραβαντινός, Συλλογή Δημωδών Ασμάτων της Ηπείρου, Αθήνα 1880, σ. κα΄-κβ΄.
[4] Φωριέλ, ό.π., σ. 68-69.
[5]. Δαμιανάκος Στάθης, «Ακαδημαϊκή λαογραφία και αγροτική κοινωνία. Μια χαρακτηριστική περίπτωση: η μυθοποιία του κλέφτικου», στο Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, Πλέθρον, Αθήνα 1987, σ. 49-50.
[6].  Για τις επεμβάσεις του Fauriel, παραπέμπω στην εργασία του Αλέξη Πολίτη, Η ανακάλυψη των δημοτικών τραγουδιών, Θεμέλιο, Αθήνα 1984, καθώς και στη δίτομη επανέκδοση των δημοτικών τραγουδιών του Fauriel, με την «εκδοτική επιμέλεια» του Α. Πολίτη (ο δεύτερος τόμος περιέχει ανέκδοτα τραγούδια από τη συλλογή του), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999. Επεμβάσεις στα τραγούδια έγιναν, μεταξύ άλλων, από τον Σ. Ζαμπέλιο, τον Π. Αραβαντινό αλλά και από το Ν. Πολίτη.
[7] Φωριέλ, ό.π., σ. 83
[8] Κριτική στις επεμβάσεις αυτές άσκησε με τις εργασίες του ο Γιάννης Αποστολάκης: Το κλέφτικο τραγούδι. Η συλλογή του Αραβαντινού, Αθήνα 1941. Επίσης, Το κλέφτικο τραγούδι, το πνεύμα και η τέχνη του, Αθήνα 1950.
[9] Δαμιανάκος, ό.π. σ. 67.
[10] Βέης Νίκος, «Αρκαδικά γλωσσικά μνημεία. Δημώδη άσματα Φιγαλίας μεθ’ υπομνημάτων», Δ.Ι.Ε.Ε., τ. 6, σ. 243, υποσημείωση 1

Δεν υπάρχουν σχόλια: