2/2/13

Ζακ Ντερριντά: Η συνδιαλλαγή μεταξύ δικαιοσύνης και δικαίου

ΤΟΥ BAΓΓEΛH MΠITΣΩPH
Γιάννης Δελαγραμμάτικας- Χωρίς τίτλο
H σημερινή κρίση που βιώνει, τουλάχιστον, ο παραδοσιακός δυτικός κόσμος μπορεί να χαρακτηριστεί γενικώς πολιτικο-οικονομική, δικαιική και ηθική. Για να δούμε πώς ο Ντερριντά έχει πραγματευθεί τη σχέση μεταξύ του δικαίου, της πολιτικής και της ηθικής πρέπει κατ’ αρχάς να προσδιορίσουμε πώς αντιλαμβάνεται ο ίδιος τη σχέση της αποδόμησης ειδικά με την ηθική. Επισημαίνω ότι μoλονότι τα ηθικά ερωτήματα ήσαν πάντοτε παρόντα στην ντερριντιανή σκέψη, ο Γάλλος φιλόσοφος δεν  προτείνει μια «ηθική», αλλά μια «υπερ-ηθική» («ultra-éthique», «hyper-éthique»). Κατ’ αυτόν η ηθική εννοείται ως ένα «σύστημα κανόνων, ηθικών γνωμόνων», τουτέστιν ένα σύστημα προδεδομένων κριτηρίων που συνιστούν ούτως ή άλλως μια κανονιστική, υπολογίσιμη ηθική, σύμφωνα με την οποία λαμβάνει κανείς μιαν απόφαση, και δη μιαν ενεργητική απόφαση όπου δεσπόζει η εαυτότητα (ipséité) ως δύναμη, ως το «δύναμαι» στη σχέση τού εγώ προς τον άλλον, εν κατακλείδι η κυριαρχία τού εγώ επί του άλλου.

Αντίθετα, η «υπερ-ηθική» κινείται στο χώρο «των αποριών της ηθικής, των ορίων της», εκεί όπου η υπεύθυνη, παθητική απόφαση –η απόφαση του παντελώς άλλου έξω από εμένα ή μέσα μου, αυτή που αναγνωρίζει ότι το εγώ είναι «όμηρος του άλλου»– λαμβάνεται μέσα από τη απαντοχή της εμπειρίας του ανεπίκριτου και κυρίως της απουσίας κριτηρίων, υπολογισμού, ανεξάρτητα από τη γνώση κανόνων και, τελικά, ανεξάρτητα από την ίδια τη γνώση. Εξ ου η υπερ-ηθική θέτει την αδυνατότητα ως δυνατότητα της ηθικής ή, όπως λέει ο Ντερριντά, «το να κάνεις το αδύνατον δεν μπορεί να συνιστά μια ηθική, αλλά αυτό ακριβώς είναι ο όρος της ηθικής». Η υπερ-ηθική είναι υπέρ το δέον, άνευ κανόνος και νόμου, «δεν πρέπει να πληρώνει ένα χρέος ούτε να διέπεται από ένα καθήκον». Επομένως δεν είναι επ’ ουδενί ρυθμιστική, όπως συμβαίνει με την καντιανή κατηγορική προσταγή, για την οποία ο Ντερριντά διατηρεί μια επιφύλαξη, εφ’ όσον η πράξη που διέπεται από την υπερηθική υπερβαίνει ακόμη και την καντιανή διάκριση, μεταξύ του κατακριτέου πράττειν «σύμφωνα με το καθήκον» και του επιδοκιμαζόμενου πράττειν «από καθήκον, δηλαδή «από σεβασμό προς το νόμο». H ντερριντιανή υπερ-ηθική είναι υπερ-καντιανή:
Κάπου έχω πει ότι αν πράττω ηθικώς, όχι μόνο σύμφωνα με το καθήκον (pflichtmässig) αλλά από καθήκον (aus Pflicht), τότε απλώς πληρώνω ένα χρέος. Εν προκειμένω δεν συμπεριφέρομαι ηθικώς. Αυτό που πρέπει να κάνω θα όφειλα να το κάνω πέραν του καθήκοντος. Επομένως είμαι υπερ-καντιανός [ultra-Kantian]. Είμαι καντιανός, αλλά είμαι περισσότερο από καντιανός.
Όλα αυτά συνεπάγονται ότι η υπερηθική είναι πέραν και της ηθικής, και του δικαίου και της πολιτικής. Εδώ ο Ντερριντά, ακολουθώντας τον βηματισμό του Λεβινάς, φρονεί ότι το χάσμα αυτό δεν είναι έλλειψη, αλλά αντιθέτως «μας εντέλλεται πράγματι να σκεφθούμε διαφορετικά το δίκαιο και την πολιτική». Γι’ αυτό ακριβώς ισχυρίζεται ότι η «υπερβολική ηθική’» είναι «μια ηθική [éthique] υπεράνω της ηθικής», είναι «ένα καθήκον υπεράνω της επιτακτικής ηθικής [morale] και του δικαίου. Συνεπώς είναι δικαιοσύνη». Ιδού λοιπόν οι τέσσερις όροι γύρω από τους οποίους στρέφεται η παρούσα εισήγηση. Εφεξής είναι πρόδηλο ότι η δικαιοσύνη εγγράφεται στην κατηγορία της υπερηθικής. Και το δίκαιο; Αυτό υπηρετεί τις επιδιώξεις της ηθικής, εφόσον κατά τον Ντερριντά «δεν υπάρχει ηθική χωρίς νόμο». (Ο Ντερριντά τις περισσότερες φορές ταυτίζει το δίκαιο με τον νόμο, αλλά ενίοτε διακρίνει τους δύο όρους, πάντοτε σε σχέση προς τη δικαιοσύνη.) Τώρα όμως τίθεται το ερώτημα, αν ο Ντερριντά υπερασπιζόμενος την υπερβολική ηθική αδιαφορεί για τους νόμους, για το δίκαιο εν γένει. Εν τάχει, θα έλεγα ότι δεν αντιμάχεται τη αναγκαιότητα του νόμου με την ηθική σημασία του όρου, ενός νόμου που επιβάλλει τη γενικότητα της ισχύος του μέσω του κανονιστικού υπολογισμού, αλλά, αντιθέτως, μέσω μιας στρατηγικής της συνδιαλλαγής συνδέει αυτόν το νόμο, τούτο το δίκαιο, με την ενικότητα του άλλου στον οποίο απευθύνεται η μη υπολογίσημη δικαιοσύνη που κινείται στη σφαίρα της υπερηθικής και τον καλεί να αποφασίσει, να κρίνει αυθεντικώς υπεύθυνα.
Η απάντηση αυτή δίδεται εκτενώς στο βιβλίο του Ισχύς νόμου (η διάλεξη το 1989, η έκδοση το 1994 – η ελληνική έκδοση πρόκειται να εκδοθεί σε δική μου μετάφραση από τις Εκδόσεις Πατάκη), όπου ο Ντερριντά πραγματεύεται τη σχέση αποδόμησης και δικαιοσύνης, υιοθετώντας αλλά και περιπλέκοντας αποδομητικά τη σαφή διάκριση μεταξύ του δικαίου και της δικαιοσύνης. Υπενθυμίζω εν τάχει τις ακόλουθες σημαντικές ντερριντιανές αποφάνσεις χωρίς περαιτέρω σχολιασμό: 1) «Το δίκαιο είναι δομήσιμο». 2) «Η δικαιοσύνη καθαυτήν, αν κάτι τέτοιο υπάρχει, εκτός ή πέραν του δικαίου, δεν είναι αποδομήσιμη. Όπως δεν είναι επίσης αποδομήσιμη η ίδια η αποδόμηση, αν κάτι τέτοιο υπάρχει». 3) «Η αποδόμηση είναι η δικαιοσύνη». Απ’ όλα αυτά προκύπτει ότι αφενός η δικαιοσύνη εκλαμβάνεται ως η δυνατότητα της ίδιας της αποδόμησης, αφετέρου το δίκαιο καθιστά δυνατή την άσκηση της αποδόμησης.
Το κύριο γνώρισμα της διάκρισης μεταξύ του δικαίου και της δικαιοσύνης συνίσταται στο εξής. Το δίκαιο απαρτίζεται από κανόνες, συνεπώς είναι στοιχείο του υπολογισμού, είναι υπολογίσιμο, κινείται στην εμπειρία του δυνατού, είναι δυνατόν, possible, παροντικοποιήσιμο/παρουσιάσιμο, επί παραδείγματι καθημερινά στο δικαστήριο, στο νομοθετικό σώμα του κοινοβουλίου, στις διπλωματικές, οικονομικές, πολιτικές διαπραγματεύσεις, σε κάθε μορφή δικαίου. Αντιθέτως η δικαιοσύνη είναι άνευ κανόνων και συνεπώς μη υπολογίσημη, είναι η εμπειρία του αδυνάτου, ελευσόμενη και μη παροντικοποιήσιμη/παρουσιάσιμη, είναι άπειρη ως εμπειρία της ετερότητας, τουτέστιν αδύνατη (impossible). Ωστόσο αυτή η διάκριση δικαίου και δικαιοσύνης δεν συνεπάγεται την αποσύνδεσή τους. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται το ακόλουθο παράδοξο στο οποίο εμμένει ο Ντερριντά:
[...] η δικαιοσύνη δεν είναι το δίκαιο. Η δικαιοσύνη είναι αυτό που προσανατολίζει το μετασχηματισμό του δικαίου, αλλά ουδέποτε ανάγεται στο δίκαιο. Αυτό είναι το παράδοξο στο οποίο θα ήθελα να επιμείνω: το δίκαιο και η δικαιοσύνη είναι δύο έννοιες ετερογενείς και αδιαχώριστες. Δεν υπάρχει δίκαιο χωρίς μια κλήση προς τη δικαιοσύνη, και δεν υπάρχει δικαιοσύνη που δεν προσπαθεί να ενσαρκωθεί σε δίκαιο και να προσδιοριστεί ως δίκαιο. Αυτό είναι μια σταθερά, ένας κανόνας της αποδόμησης: να έχει να κάνει με ζεύγη εννοιών που είναι συνάμα ετερογενή και αδιαχώριστα. Επί παραδείγματι το ζεύγος απροϋπόθετη φιλοξενία/ υπό προϋποθέσεις φιλοξενία’.
Η απροϋπόθετη φιλοξενία υποδέχεται τον ξένο απόλυτα, άνευ οιουδήποτε όρου (χωρίς να απαιτεί π.χ. βίζα, διαβατήριο, χωρίς καμία ερώτηση για το ονοματεπώνυμό του, κ.ο.κ.). Αντιθέτως, η υπό προϋποθέσεις φιλοξενία θέτει όρους σύμφωνα με κάποιους κανόνες: ο άλλος μπορεί έλθει στο σπίτι μου, στη χώρα μου υπό την προϋπόθεση ότι θα υπακούει σε συγκεκριμένους κανόνες, σε ορισμένους νόμους. Εδώ έχουμε τη διάκριση μεταξύ της αφηρημένης απροϋπόθετης φιλοξενίας και της συγκεκριμένης υπό προϋποθέσεις φιλοξενίας. Για να επιτευχθεί όμως η κατά το δυνατόν καλύτερη φιλοξενία πρέπει να γίνουν ταυτόχρονα δύο κινήσεις: αφενός η υπό προϋποθέσεις φιλοξενία να εμνευστεί από την απόλυτη, απροϋπόθετη φιλοξενία, αφετέρου η απροϋπόθετη φιλοξενία να γίνει συγκεκριμένη, να εγγραφεί στην υπό προϋποθέσεις φιλοξενία, χωρίς ωστόσο να αναχθεί η μία στην άλλη. Αυτό βεβαίως, κατά τον Ντερριντά, γίνεται πολύ δύσκολα κατανοητό, γιατί κατ’ ουσίαν συνιστά μιαν απορία. Το ίδιο όμως συμβαίνει και στη διάκριση μεταξύ δικαίου και δικαιοσύνης. «Το δίκαιο ουδέποτε είναι αρκετά δίκαιο», γι’ αυτό και είναι αποδομήσιμο, μπορεί να μετασχηματιστεί, να βελτιωθεί, εμπνεόμενο από την ιδέα της δικαιοσύνης. Αντιστρόφως και ταυτόχρονα, η δικαιοσύνη είναι ανάγκη να ενσαρκωθεί μέσα στο δίκαιο. Ιδού πώς διατυπώνει αυτή την αμφίδρομη παράδοξη κίνηση ο ίδιος ο Ντερριντά:
Πώς να σκεφτούμε και συνάμα να ασκήσουμε μιαν απροϋπόθετη φιλοξενία’ που γίνεται φιλοξενία υπό προϋποθέσεις; Κάθε φορά είναι αναγκαία μια συνδιαλλαγή, ένας συμβιβασμός μεταξύ τού υπό προϋποθέσεις και του απροϋπόθετου, μεταξύ του δικαίου και της δικαιοσύνης. Και η ευθύνη, αυτό που ονομάζουμε ευθύνη, η οποία είναι πάντοτε ενική, λαμβάνεται τη στιγμή της συνδιαλλαγής, τη στιγμή που πρέπει να κάνω την καλύτερη δυνατή επιλογή, να συμπεριφερθώ με έναν τρόπο που να είναι ο πλέον σύμορφος προς το δίκαιο και ο πιο δίκαιος.
Από αυτό το παράθεμα θα συγκρατήσω αφενός τη λέξη συνδιαλλαγή, αφετέρου το χαρακτηρισμό της δικαιοσύνης ως απροϋπόθετης, και τον αντίστοιχο του δικαίου ως υπό προϋποθέσεις. Ο όρος συνδιαλλαγή (transaction) –που εναλλάσσεται σε άλλα κείμενα με τη διαπραγμάτευση, (négotiation) ή συναλλαγή (tractation)– υπό τη γραφίδα του Ντερριντά δεν έχει αρνητικό πρόσημο. Άλλωστε έχει φροντίσει να διαχωρίσει δύο είδη συνδιαλλαγής. Η πρώτη χαρακτηρίζεται ως υπολογισμένη, οικονομική, κινούμενη στη σφαίρα της ανταλλαγής, όπως συνέβη, επί παραδείγματι, όταν ο πρωθυπουργός της Ιαπωνίας ζήτησε συγχώρηση από τους Κορεάτες για τις βιαιότητες που υπέστησαν από τα ιαπωνικά στρατεύματα κατοχής. Αυτή η συνδιαλλαγή ήταν ιδιοτελής, γιατί απέβλεπε σε οικονομικές αποζημιώσεις και σε έναν νέο πολιτικο-οικονομικό επαναπροσανατολισμό μεταξύ των δύο κρατών. Η δεύτερη συναλλαγή χαρακτηρίζεται υπεύθυνη, είναι ανοικονομική, τουτέστιν ανιδιοτελής, πέραν της οικονομίας του υπολογισμού, του ιδιοτελούς, μονομερούς ή ακόμη και αμοιβαίου συμφέροντος, πέραν της αμοιβαιότητας δώρου και αντί-δωρου, και γι’ αυτό εξαιρετικά  δύσκολη, γιατί υφίσταται τη στιγμή  της τέλεσής της την ένταση που ασκεί πάνω της το απόλυτο, αφηρημένο απροϋπόθετο (inconditionnel) και το συγκεκριμένο υπό προϋποθέσεις (conditionnel).
Κατά τον ίδιο τρόπο ασκείται η συνδιαλλαγή μεταξύ της απροϋπόθετης δικαιοσύνης και του υπό προϋποθέσεις δικαίου. Σ’ αυτήν ακριβώς τη στιγμή τής εν λόγω συνδιαλλαγής προβάλλει η αυθεντική ευθύνη, ως αποτέλεσμα μιας απόφασης που έχει υποστεί και εξακολουθεί να υφίσταται την ένταση που υφίσταται τόσο από την Ιδέα της άπειρης, αφηρημένης δικαιοσύνης, όσο και από τους συγκεκριμένους κανόνες του δικαίου. Η στιγμή αυτή χαρακτηρίζεται από τον Ντερριντά «αν-ηθική», γιατί ακριβώς εδώ ο δίκαιος δικαστής, επί παραδείγματι, πρέπει να θέσει σε παρένθεση τους γνωστούς κανόνες, να προβεί σε μια ἐ π ο χ ὴ ν  από τους γνωστούς κανόνες του δικαίου που υπαγορεύεται από την ηθική, να τους αναστείλει, ούτως ώστε να αποφύγει την ήδη προγραμματισμένη εφαρμογή τους και να αποφασίσει μέσα από τη δοκιμασία ενός διλήμματος –του αναποφάσιστου, του ανεπίκριτου–, ωσάν να επινοεί νέους κανόνες, μέσω της ερμηνείας των οποίων επανεγκαθιδρύει και επικυρώνει τους γνωστούς κανόνες τους οποίους, τώρα, επωμίζεται και επικυρώνει αυθεντικώς υπεύθυνα.
Κατ’ αναλογίαν, «η αποδόμηση λαμβάνει χώρα στο μεσοδιάστημα που χωρίζει τη μη αποδομησιμότητα της δικαιοσύνης και τη δομησιμότητα του δικαίου». Με άλλα λόγια, επειδή «η αποδόμηση βρίσκεται και μετακινείται πάντοτε ανάμεσά τους», αφενός η απροϋπόθετη δικαιοσύνη καθιστά δυνατή την ύπαρξή της, αφετέρου το δίκαιο καθιστά δυνατή τη συγκεκριμένη, απτή, δράση της στο πεδίο της ηθικής, του δικαίου και της πολιτικής. Η αποδόμηση διαφυλάσσει την αναγκαία σύνδεση της δικαιοσύνης με το δίκαιο, μέσω της οποίας μπορεί να ελπίζει κανείς στη βελτιωσιμότητα του δικαίου. Το δίκαιο που αποκόπτεται από τη δικαιοσύνη κινδυνεύει να εκπέσει στο άδικο. Παράλληλα, η Ιδέα της δικαιοσύνης «αν εγκαταλειφθεί μόνο στον εαυτό της [...] βρίσκεται πάντοτε πολύ κοντά στο κακό, και δη στο χείριστο γιατί μπορεί παντοτε να την ιδιοποιηθεί ο πιο διεστραμμένος υπολογισμός».
Εν κατακλείδι φρονώ ότι η απάντηση του Ντερριντά στο ερώτημα «τι να κάνουμε», σήμερα, απέναντι στην κρίση, βρίσκεται στην άοκνη, επίμονη συνδιαλλαγή μεταξύ του υπερηθικού απροϋπόθετου της δικαιοσύνης και τού υπό προϋποθέσεις πεδίου του ηθικού, του δικαιικού και του οικονομικο-πολιτικού. Γιατί ακόμη και η απροϋπόθετη ισότητα προϋποθέτει την απροϋπόθετη δικαιοσύνη.

* Διάλεξη στη Στρογγυλή Τράπεζα «Σκεπτόμενοι την κρίση μέσω του  Jacques Derrida» (Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, 25-1-2013)

O Βαγγέλης Μπιτσώρης είναι συγγραφέας, μεταφραστής άνευ επιτηδεύματος

Δεν υπάρχουν σχόλια: