2/2/13

«Στιγμιότυπα» της ποίησης του Ν. Δ. Καρούζου

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ

Γιάννης Δελαγραμμάτικας
1. Η «γενεαλογία των αγγέλων στην ποίησή μας». Αν αφεθώ στην εικονοποιΐα του αγγέλου θα έπρεπε αναπόφευκτα να αφιερωθώ σε μια πλήρη διατριβή. Συγκατατίθεμαι σε κάποια δείγματα. Έτσι, «δε λείπει ο άγγελος που κατεβαίνει να κινήσει τα νερά λευκός». Δηλαδή ο άγ­γελος βρίσκει σειρά αφορμών για να δηλώσει «παρών», από το «πικρό κύμα της ανοί­ξεως» ώς την «παιδική κλίνη». Οι «δρόμοι της ψυχής» δείχνουν ότι στο «θρόι­σμα των αθώων μαλλιών» θα «αναστενάξουν άγγελοι» ή όταν τα χέρια εμφανίζονται «βαμμένα με πρωινό ήλιο» είναι «σα να κατεβαίνει ο άγγελος/ οπού ονειρευτήκαμε στις σκιές/ έχοντας το λαμπερό σπαθί του/ τα γαλάζια ποδήματα/ και τη μεγάλη πληγή στο στήθος». Μάλιστα, στη διάρκεια του «αδαμικού χρόνου» ο «δρόμος τ’ ουρανού»/ «τι καθαρός που είναι/ ξετυλιγμένος από δροσερούς αγγέλους». Ο «γελαστός άγγελος του δρυμού» ή ο «άγγελος της πηγής» μοιράζει το νερό «σε τόσους διψασμένους/ κόβει με γαλανή ρομφαία τον καιρό/ κι ανοίγει τ’ άσπιλα φτερά ώς την έλπιση» (Η έλαφος των άστρων, Αθήνα 1962, 68, 11, 25, 28, 31, 39, 41, 41).

2. «Έγινα καθώς φαίνεται πουλί ιστορικό». Με άλλη ευκαιρία, επιμένοντας στη συσχέτιση Κρόνου-Χρόνου, σημείωνα ότι ο συγγραφέας του Κεφαλαίου υποδείκνυε ότι η «βία είναι η μαμμή κάθε παλαιάς κοινω­νίας που εγκυμονεί μια νέα» και ότι ένας ποιητής, αρκετά χρόνια αργότερα, αναρω­τιέ­ται μήπως «είναι το εκάστοτε νεογνό της Ιστορίας». Θα μπορούσε ίσως να κάνει ένα βήμα παραπάνω, σύμφωνα με το διασκελισμό του, και να υπονοήσει ότι η Κρο­στάνδη/Kronstadt είναι η πόλη του Κρόνου, όπου η επανάσταση τρώει τα παιδιά της. Με τον υπνόσακό του ο Καρούζος: «θα πεθάνουμε ή θα βάλουμε την επανά­στα­ση στο νόημά της», ταυτίζοντας την εξουσία με την «εξαχτίνωση του χτήνους» (Το όρος των αθώων· 2003: 89/90 και 106).
3. Γι’ αυτόν που «περνά άφοβος από νεκροταφείο νύχτα». Ζουν τα «μυθόβια όντα», όπως είναι οι ποιητές, χωρίς να αναμετρώνται με τη φι­λοσοφία; Πολλούς τρόπους σκαρφίζεται ο  Καρούζος (Φαρέτριον, Αθήνα 1981, 8, 7, 7, 19, 38, 43, 44, 45, 26, 53, 54, 58, 71, 40, 68, 72) για να δώσει καταφατι­κή απάντηση. Με την επίγνωση ότι οι ομότεχνοί του έχουν τη «μανία να καρποφορή­σουν κυριεύοντας τις λέξεις» αποφαίνεται ότι «διπλοπενιά ο κόσμος της φιλοσοφί­ας», αποστρέφοντας το πρόσωπό του από την «εκχύμωση» να «ορνιθοσκαλίζουμε καρτεσιανά φρούτα». Πάντως κρατιέται μόνος «όπως ο αρχαίος Εφέσιος ανάμεσα στην κριτική της ερημίας», χωρίς να αποφεύγει ωστόσο την ερωταπόκριση: «Τι ναν την κάνεις την ξυλοσοφία; Πρέπει ναν το νιώ-/ σουμε/ πώς είν’ άλλο πράμα ο λοτόμος/ κι άλλο πράμα ο ξυλόσοφος».
Απευθύνεται στο «Βρωμοθήλυκο» την «Αντιφατικότητα» ή στις «πουτάνες Κα­τηγορίες» και έχει τη βεβαιότητα ότι η «αλήθεια ως ενικός είναι άλεχτη»: «η αλήθεια λέγεται πληθυντικός:/ υπάρχουν/ αλήθειες».
Αν ο «διεθνισμός των ζώων επιβάλλει τον Πύρρωνα» ποιες είναι οι «δεκτικότητες» του άνθους; Γιατί όχι «κάθε γεγονός όπως θα ’λεγε ο Βιττγκενστάιν/ ή αντικείμενο/ ραίνοντας από ψηλά/ με την άρνηση την καθαρή του ιδιότητα».
Με την «αυτοσυναίσθηση» να φτάνει στην κατακλείδα της, μια και η «πραγματική μας εθνικότητα» είναι ότι «θνήσκουμε»: «Τι Επίκτητος να σεργιανάς […]/ Το γεγονός είναι ένα –: θα πεθάνεις». Έως τότε «έχουμε δικαίωμα να κοιμόμαστε»: «ή μήπως όχι;/ για σκέψου να ανήκε στο κράτος/ ο ύπνος».
4. «Όταν πονώ στον ήλιο και στα νέφη». Ο τόπος συγκρατεί «βρεγμένα νέφη αόρατων μαινάδων» ή το «άγριο σύννεφο» που τρέχει «πέρ’ απ’ τις κυματιστές μητέρες των άστρων». Ακόμη κι έτσι «είναι στο κουρασμένο σύννεφο η παρηγοριά/ της Αττικής ουράνια ευαισθησία»./ Κι όπως ο θρήνος «βγαίνει απ’ το χρόνο σε μια συννεφένια γαλήνη», μπορεί ο ποιητής να ρωτάει: «Γερασμένο σύννεφο ποια η έλπιση;» (Η έλαφος των άστρων, Αθήνα 1962, 27, 30, 32, 35, 44, 69).
5. «Χωρίς καν το ουράνιο τόξο»; Από αυτούς που βλέπουν τις «κορφές» και λένε «βουνοκύματα» ή που επιδιώ­κουν να «ξεφουσκώσουν τον ουρανό σα να ’τανε παιγνίδι», μολονότι βαρύνονται από «δυσπεψία» όταν ο ουρανός τους «δεν έχει γαλάζιο», μπορείς να διακρίνεις μιαν άλ­λη αίσθηση του ουρανού». Έτσι αφηγούνται, παρεμβάλλοντας τον Wittgenstein, ότι ο «αγέρας που μίσεψε δε γνωρίζει πια αγεροσύνη» και «μετά την ξέφρενη βροχή» ικε­τεύουν «συννεφοκούρελα» (Φαρέτριον, Αθήνα 1981, 57, 7, 7, 31, 58, 57).
6. «Κοιτάζω από ψηλά σε κίονες ανάμεσα τραγουδώ». Όσοι θα επιμεληθούν, στη σειρά «Μια πόλη στη λογοτεχνία», τον τόμο για τη Ρό­δο θα μπορούσαν να μπορούσαν να λάβουν υπόψη τα ποιήματα: «Λυρικό ημερο­λό­γιο προς την άνθηση» και «Στη Λίνδο» του Καρούζου, με κατακλείδα: «Πολλοί διάττοντες ευτυχισμένο καλοκαίρι» (Η έλαφος των άστρων, Αθήνα 1962, 67, 60-64, 65-69, 69).
7. «Cantus existentialis»;   Από αυτόν που έγραψε ότι «είμαστε ακόμη στην προϊστορία του χιού­μορ», απο­λαμ­βάνοντας τη «συνωστιζόμενη μοναξιά προς έναν εσπε­ρα­ντι­σμό της οντότητας», θα μπορούσε κανείς να αποδεχθεί τη δια­βεβαίωση ότι με «ό,τι αρθρώνεις το Πράγ­μα­τι το εξαρθώνεις». Δη­λα­δή απ’ αυτόν που ασκεί­­ται σε μια «επιθετική μεταφυσική για να υπάρ­χει χειρότε­ρος» και χω­ρίς φόβο παραδέχεται ότι η «γραπτή ποίηση/ σωριάστηκε στο στήθος του/ σαν ένα τίποτα», συναινώ να «αφουγκρασθώ» ό,τι μας κοινοποιεί: «η Ιστορία φυσικά/
δε μας περιμένει/ στη στάση του τρόλλευ»· «ιμάντες στους τροχούς της Ιστορίας/ οι ιδέες μας/ να πω πρηξίματα ή να γράψω ωοθήκες;» (Φαρέτριον, Αθήνα 1981, 37, 8, 56, 59, 65, 74, 15, 53).
8. «Κερδίζουν οι νεκροί τη μνήμη πάλι»; Σε «μάζες όνειρου φλέγεται ο τραγοπόδης» επιτρέποντας στη μου­σική να φτάνει ώς την «αγαλματώδη σιωπή του νου». Παρόμοια ο ποι­ητής υπο­δει­κνύει, στις ρίζες του Κεραμεικού, ότι τα «όνειρα παίρ­νουν απ’ τον αιώνιο ρό­χθο τη λαλιά», όταν
«πετώντας ο αδέξιος γλάρος/ έχει σβήσει τα όρια/ παρελθόντος παρόντος και μέλλοντος» (Η έλαφος των άστρων, Αθήνα 1962, 50, 40, 48).

Δεν υπάρχουν σχόλια: