23/2/13

Πολιτική ιδιότητα και κρατική κυριαρχία

ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, Ποιος είναι Έλληνας πολίτης; Το καθεστώς ιθαγένειας από την ίδρυση του ελληνικού κράτους ώς τις αρχές του 21ου αιώνα, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2012, σελ. 307

Το ερώτημα

Το βιβλίο του Δημήτρη Χριστόπουλου θέτει ένα καθοριστικό ερώτημα για την κρατική κυριαρχία και το κράτος δικαίου. Είναι καθοριστικό όχι μόνο για το ελληνικό κράτος, αλλά για οποιοδήποτε, εφόσον η απάντηση καθορίζει το πολιτικό υποκείμενό του, έτσι όπως αυτό εκφέρεται με την έννοια «λαός». Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι η απάντηση στο ερώτημα έχει ενδιαφέρον όχι μόνο για τη συνταγματική δημοκρατία και τις αξίες της, αλλά και για εμάς τους πολίτες, δηλαδή εμάς που υπαγόμαστε στην έννοια «λαός» και αποτελούμε φορείς ίσων δικαιωμάτων και ελευθεριών αλλά και πολιτικού αυτοκαθορισμού. Ο λαός –δηλαδή εμείς–  αποτελεί τον εγγυητή όλων των εξουσιών. Ποιοι, όμως, και υπό ποιες προϋποθέσεις, συναποτελούμε αυτό το «εμείς» και ποιοι είναι οι «άλλοι» που δεν χωρούν σε αυτό; Άλλωστε, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε μια ταυτότητα παρά μόνο σε σχέση με την έννοια της διαφοράς. Η διαφορά συμμετέχει στη συγκρότηση της ταυτότητας και την συγκαθορίζει. Αυτή είναι η προβληματική που πλαισιώνει και το σκεπτικό που παρέχει επιχειρηματολογική στήριξη στο ερώτημα του Δημήτρη Χριστόπουλου.

Ποιος απαντά στο ερώτημα του βιβλίου;

Είδαμε το ερώτημα. Ας δούμε τώρα ποιος απάντησε. Απάντησε το ΣτΕ, με την πρόσφατη απόφασή του, με την οποία έκρινε αντισυνταγματικό τον νόμο για την ιθαγένεια. Η απόφαση, σύμφωνα με τα δημοσιευθέντα, έκρινε ότι υπάρχει ένας minimum όρος ικανός να καθορίσει πότε πρέπει να απονέμεται η ελληνική ιθαγένεια. Ο όρος αυτός  είναι αποτέλεσμα διακρίβωσης. Προϋποθέτει τον εντοπισμό ενός «γνήσιου δεσμού». Οι άνθρωποι – όλοι μας ανεξαιρέτως – γνωρίζουμε και από δεσμούς και από χωρισμούς. Γνωρίζουμε ότι χωρίς το πρώτο, δεν μπορεί να συμβεί το δεύτερο. Η στήριξη της απόφασης στη, σημασιολογικώς ακαθόριστη, έννοια του «γνήσιου δεσμού», δημιουργεί πολλά προβλήματα. Το κυριότερο ίσως πρόβλημα  είναι ότι παραβλέπει πως η αναγνώριση πολιτικής ιδιότητας και η απονομή ιθαγένειας συνιστά πολιτική πράξη, απότοκη έλλογης και ένσκοπης επιλογής. Το ίδιο το Σύνταγμα είναι επιτρεπτικό στην υιοθέτηση πολλών επιλογών, οπότε η συγκεκριμένη επιλογή δεν ήταν αναπόδραστη. Συνεπώς, ήταν προϊόν απόφασης. Αυτό δεν είναι επίμεμπτο, στον βαθμό που η απόφαση εδράζεται σε δικαιολογητικό σκεπτικό. Όμως, η επιλογή ανάγεται στην έννοια του «γνήσιου δεσμού», η οποία στηρίζει την απόφαση, ενώ η ίδια παραμένει ασαφής και αδικαιολόγητη. Όλα αυτά είναι κάτι πολύ παραπάνω από ένα πρόβλημα στη δικαιολόγηση. Είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα κυκλοτερές επιχείρημα, που, με την κυκλικότητά του, οδηγεί την απαιτητέα δικαιολόγηση σε αδιέξοδο. Είναι μια από τις περιπτώσεις που η έλλειψη δικαιολόγησης έχει κόστος για πραγματικούς ανθρώπους. Οι επιφερόμενες συνέπειες αφορούν το πρωταρχικό ερώτημα: ποιοι συναποτελούμε το «εμείς»; Πριν προχωρήσουμε στο ερώτημα, ας δούμε τι συνεπάγεται η απόφαση. Περίπου τρεις χιλιάδες παιδιά θα απολέσουν την ιθαγένειά τους. Χιλιάδες αιτήσεις θα απορριφθούν ως μη ανταποκρινόμενες στο κριτήριο του «γνήσιου δεσμού», ενώ πάνω από 150.000 παιδιά, που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Ελλάδα, θα απελαθούν


Ποιους και γιατί να εντάξουμε στο «εμείς», στον λαό μας;

Για να καθοριστεί ποιοι μπορούν να είναι πολίτες, χρειάζονται κριτήρια πολιτογράφησης. Αυτά τα κριτήρια δεν έχουν απλώς προσδιοριστικό χαρακτήρα, αλλά και διαπλαστική ισχύ, διότι διαμορφώνουν τον λαό. Είναι κριτήρια καθορισμένα, κατά τρόπο κυριαρχικό, από το ίδιο το κράτος και ανήκουν στις εκδηλώσεις της κρατικής κυριαρχίας. Εφόσον λοιπόν φορέας της κυριαρχίας είναι ο λαός, ο κυρίαρχος λαός, τα κριτήρια της διαμόρφωσής τους έχουν καθοριστική σημασία για την ίδια την ύπαρξη της κρατικής κυριαρχίας. Έχουν τέτοια σημασία και επειδή η κυριαρχία, ως δύναμη με ακαταγώνιστη ισχύ, αποσκοπεί στη σύσταση και τη συνοχή, καθώς και τη διατήρηση της πολιτείας. Η κυριαρχία, άλλωστε, είναι η ορίζουσα το κράτος αρχή. Είναι αρχή με θεμελιωτική, συγκροτητική  δύναμη για την κρατική οντότητα. Με αυτή την έννοια, η κυριαρχία μπορεί να θεωρηθεί λογικώς πρότερη του κράτους και ταυτίζεται με τη δυνατότητα της αυτόβουλης και αυτοκρατούς πραγμάτωσης της ισχύος της. Η διατράνωση αυτής της αυτοδύναμης ισχύος επιτρέπει και την αναγνώριση της προτεραιότητας που έχει το πεδίο της πολιτικής έναντι άλλων, όπως της οικονομίας. Η ίδια η έννοια της κυριαρχίας έχει διαπλαστική ισχύ και ενοποιητική πολιτική δύναμη για την κοινωνία. Είναι αυτή που μπορεί να εγγυηθεί την ενότητα του πολιτικού πεδίου, σε μια ευσύντακτη πολιτεία. Αυτό όμως που είναι το πιο σημαντικό, για το ερώτημα που θέτει ο συγγραφέας, είναι ότι η έννοια της κυριαρχίας δεν μπορεί να συλληφθεί ανεξάρτητα από την έννοια του υποκειμένου. Δεν μπορεί να υπάρξει συγκρότηση της έννοιας της κυριαρχίας παρά μόνο σε σχέση λογικής συζυγίας με την έννοια «υποκείμενο». Η κυριαρχία είναι πάντοτε κυριαρχία κάποιου. Ποιου όμως; Σε ό,τι μας αφορά, και αναφέρομαι στην παράδοση του ελληνικού, δημοκρατικού συνταγματισμού, την οποία, με πολύ ευμέθοδο τρόπο, παρουσιάζει  και αναλύει ο Δημήτρης Χριστόπουλος, το υποκείμενο της κυριαρχίας είναι η έννοια «λαός» ή η έννοια «έθνος», με τη δικαιοπολιτική σημασία τους. Το ερώτημα «Ποιος είναι Έλληνας πολίτης;», όπως και η απάντηση, αφορούν θεμελιώδη ζητήματα για την ελληνική, συνταγματική, δημοκρατική Πολιτεία και την αξιακή της συγκρότηση.
Από τα παραπάνω αναφύεται ένα ακόμη πρόβλημα: για ποιους λόγους θα πρέπει να κάνουμε Έλληνες πολίτες αλλοδαπούς που ζουν και εργάζονται πολλά χρόνια, εδώ, μαζί μας; Το ερώτημα αυτό προϋποθέτει κάμψη των επιφυλάξεων που οφείλονται στην αναγωγή της πολιτικής ιδιότητας, όχι στην έννοια του έθνους ή του λαού –  με τη δικαιοπολιτική σημασία τους –  αλλά στην προπολιτική έννοια του γένους, σε ό,τι αφορά την Έλληνική Επανάσταση, η οποία μας μετέτρεψε σε  λαό και πολίτες και απετέλεσε πράξη καθιδρυτική της ελληνικής Πολιτείας και της δημοκρατικής, συνταγματικής της οργάνωσης. Το ερώτημα τίθεται ως εξής: θα  πρέπει να αποδοθεί σε κάποιους αλλοδαπούς η ιδιότητα του πολίτη, επειδή κάτι τέτοιο είναι δίκαιο να γίνει; Πριν καθορίσουμε κριτήρια, θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι έχουν ιδιαίτερη ωφέλεια πολλοί από αυτούς που αρνούνται την απονομή ιθαγένειας. Πολλοί από αυτούς που την αρνούνται, συχνά με αιματοβόρο φανατισμό, είναι αυτοί που κερδίζουν πολλά. Ο συγγραφέας έχει πλήρη επίγνωση όλων αυτών. Το σημαντικό όμως είναι ότι καταδεικνύει πως υπάρχουν λόγοι δικαιοσύνης, συμφυείς προς τις αξίες του δημοκρατικού μας Συντάγματος, οι οποίοι στηρίζουν το αίτημα για την απονομή ιθαγένειας.
Με βάση, τώρα, το αρχικό ερώτημα, και τον συνδυασμό του με τη –νοούμενη ως απάντηση– απόφαση του ΣτΕ, μπορούμε να ανασυγκροτήσουμε το επιχείρημα του συγγραφέα, σε αυτό το υποθετικό διαλογικό πλαίσιο, ώστε να συναγάγουμε την τελική θέση και να δούμε τη σχέση δικαιοκρατικής ελευθερίας, ηθικοπολιτικής δεοντολογίας και ισορροπίας φιλελεύθερης και δημοκρατικής αρχής∙ όροι που συγκροτούν το επιχείρημα του  Δημήτρη Χριστόπουλου.

Ποιοι δικαιοκρατικοί, δικαιολογητικοί λόγοι προτάσσονται στο βιβλίο;

Όλοι μας ανήκουμε κάπου. Το να έχει ένας άνθρωπος ιθαγένεια είναι η πιστοποίηση ότι δεν ανήκει στο πουθενά. Η ιθαγένεια πιστοποιεί την ύπαρξη ενός δημόσιου, πολιτικού δεσμού. Συνδέει τον πολίτη με τη χώρα του και εγγυάται τα δικαιώματά του. Μπορεί εμείς και οι ξένοι, ως άνθρωποι, να μοιραζόμαστε ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά, ως πολίτες, μόνο εμείς – και όχι και αυτοί – μπορούμε, ασκώντας πολιτικά δικαιώματα, να μετέχουμε στον συλλογικό, πολιτικό αυτοκαθορισμό και να συγκαθορίζουμε μαζί με άλλους πολίτες, σε συνθήκες ίσης ελευθερίας, την κοινή μας κατάσταση. Η ιδιότητα του πολίτη συνδέεται με την αναγνώριση υποχρεώσεων αλληλεγγύης προς τα ασθενέστερα μέλη των κοινωνιών, στο πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής των κρατών. Είναι λάθος να ταυτίζουμε την ιδιότητα του αλλοδαπού αποκλειστικώς με τον χειμαζόμενο μετανάστη. Μπορεί κάλλιστα να είναι ένας εύπορος ξένος. Μπορεί να είναι και ο μετανάστης από μια πολύ φτωχή χώρα ή ο πρόσφυγας που διώκεται για πολιτικούς λόγους. Ανεξαρτήτως του κινήτρου ή των αναγκών που εξώθησαν κάποιον να έλθει και να ζήσει εδώ μαζί μας, να μάθει τη γλώσσα μας και να οικειωθεί μέρος των συνηθειών μας, η αναγνώριση κοινωνικών δικαιωμάτων (προστασία της υγείας του, της οικογένειάς  του, φοίτηση των παιδιών του στα σχολεία μας) είναι εφικτή, ακόμη και αν διατηρεί την ιθαγένεια της πρώτης πατρίδας του. Αυτά τα κοινωνικά δικαιώματα καθιστούν τον μετανάστη κοινωνικώς αναγνωρίσιμο, δρώντα άνθρωπο, συνυπάρχοντα και συμπράττοντα σε πολλά με όλους εμάς. Αυτό που λείπει – και για το οποίο παρέχεται σχετική δυνατότητα από το Σύνταγμά μας – είναι η διασφάλιση πολιτικής αυτονομίας, κατοχυρούμενης διά της απόδοσης πολιτικών δικαιωμάτων σε όσους ξένους πληρούν τις προϋποθέσεις. Γιατί να την χρειάζεται όμως ο μετανάστης αυτή την αυτονομία; Γιατί να μην είναι αρκετά γι’ αυτόν τα κοινωνικά δικαιώματα; Ο συγγραφέας του βιβλίου μάς δείχνει ότι, όταν κάποιος συμμετέχει, όπως και εμείς, στον δημόσιο βίο, με ποικίλους τρόπους, όταν, χωρίς να χάνει τη διαφορετικότητά του, γίνεται κοινωνικώς ένας από εμάς, τότε μπορεί να γίνει και πολιτικώς ένας από εμάς. Μπορεί, όπως και εμείς, να συγκαθορίζει τους όρους της κοινωνικής και πολιτικής ζωής ως υποκείμενο του δημόσιου, συλλογικού βίου, άρα ως φορέας ίσων δικαιωμάτων, υποχρεώσεων και ελευθεριών με δυνατότητα ίσης αντιπροσώπευσης. Πρέπει και αυτός, ο ξένος, που επέλεξε ή αναγκάστηκε να ζήσει εδώ τη ζωή του, να εργαστεί και να προσφέρει, να μπορεί να αντιπροσωπευτεί. Αυτός είναι ένας πολιτικός δεσμός. Συνθέτει την έννοια «λαός»  που, με το δικαιοπολιτικό, ισοκρατικό της περιεχόμενο υπερβαίνει τον «γνήσιο δεσμό», ο οποίος ανακαλύπτει την ετικέτα που πιστοποιεί τη γνησιότητά του στο jus sanguinis. Ο πολιτικός δεσμός προϋποθέτει σαφή κριτήρια πολιτογράφησης και αυστηρές προϋποθέσεις. Σε αυτά όμως δεν χωρούν εξετάσεις αιματολογικής καθαρότητας, διότι, τότε, ο δεσμός καταλύεται και χωρίζουν ο πολίτης και το δικαίωμα στον αμοιβαίο και ίσο πολιτικό αυτοκαθορισμό. Μένει μόνο η γνησιότητα ενός άλλου δεσμού που συνδέει την πολιτική ιδιότητα με το όμαιμον και, ίσως, και με τις συνέπειές του για την ποιότητα της πολιτικής μας αυτοσυγκρότησης. Από την τελευταία, άλλωστε, απορρέει και η ιδιαίτερη, πολιτική ευθύνη μας.

Ο Στέφανος Δημητρίου διδάσκει πολιτική και ηθική φιλοσοφία στον Τομέα Φιλοσοφίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Δεν υπάρχουν σχόλια: