16/2/13

Μεσοτοιχίες. Για μια ζωή-μαζί

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ    
Γιάννης Δελαγραμμάτικας
Πώς μπορεί ο μεσότοιχος, ένα τυπικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής διαχείρισης του χώρου να σηματοδοτήσει μια νέα περί κοινών αντίληψη, να αποτελέσει το κεντρικό στοιχείο έμπνευσης και παράλληλα το σύμβολο της αδιέξοδης αστικής ζωής και κατοίκησης στην πόλη του Μπουένος Άιρες μετά την πτώχευση, την ύφεση και τη λιτότητα;
Το σημείωμα αυτό γράφεται με αφορμή τις σκέψεις και τους προβληματισμούς που γεννήθηκαν βλέποντας την ταινία «Μεσοτοιχίες» του Αργεντινού σκηνοθέτη Γκουσταύο Ταρέτο. Μια ταινία η οποία προβλήθηκε το καλοκαίρι στην Αθήνα για αρκετές εβδομάδες, με σημαντική απήχηση στο κοινό, το οποίο αναγνώρισε τις αναλογίες ανάμεσα στις δυο πόλεις που βιώνουν με διαφορά φάσης την ίδια αδυσώπητη οικονομική και κοινωνική κατάρρευση, οδυνηρό επακόλουθο της ίδιας συστημικής κρίσης.

Η μεσοτοιχία συμβολίζει τον κοινό τόπο, τον χώρο που κείται «ανάμεσα», τη διάζευξη δύο πραγμάτων αλλά και τη δυνατότητα σύζευξής τους, την παραγνωρισμένη και αγνοημένη εγγύτητά τους. Ο ενδιάμεσος τοίχος είναι ένα δομικό στοιχείο χωρικής διαίρεσης και διάκρισης που ενώ κατά μία έννοια χωρίζει αναπόδραστα ετερότητες (διαφορετικά αστικά κελύφη, διαφορετικές ιδιοκτησίες, διαφορετικές αντιλήψεις, διαφορετικές ζωές), κατά μία άλλη έννοια δυνητικά τις ενώνει καθώς η σύζευξη και η διάζευξη είναι αδιαχώριστες. Ένα υλικό ίχνος που αποτελεί απαράβατο όριο και ταυτόχρονα πρόκληση για την υπέρβασή του. Μια γέφυρα που συνδέει το μέσα με το έξω, τον οικείο ατομικό χώρο με τον κοινόχρηστο δημόσιο. Ο τοίχος, μας θυμίζει ο Μισέλ ντε Σερτώ  στο βιβλίο του Επινοώντας την καθημερινή πρακτική, δεν έχει τον χαρακτήρα του «ου τόπου», είναι ένα σύνορο ανάμεσα σ’ ένα χώρο και την ξένη εξωτερικότητά του. Συναρθρώνει διαφορετικότητες και αποτελεί πέρασμα καθόσον η ίδια η οριοθέτηση υποκινεί και ενεργοποιεί τη διαδικασία της ιδιοποίησης.
Ο σκηνοθέτης της ταινίας, καθώς η κάμερα ίπταται μέσα και πάνω από την πόλη δίνοντας μια ολοποιητική εικόνα του Μπουένος Άιρες από ψηλά, σκανάρει τα κτίρια συλλέγοντας  τις αντιφατικές συγκρουσιακές όψεις τους και παράλληλα επιθεωρεί τις ζωές των ηρώων του σε μια ρυθμική εναλλαγή πλάνων, διεισδύοντας στον εσωτερικό χώρο των σπιτιών τους, στα προσωπικά αστικά καταφύγια όπου ζουν αποτραβηγμένοι μια καθημερινότητα σε κατάσταση σκυθρωπής έντασης. Περιπλανιέται σε μια πόλη μεταιχμιακή, μαυρόασπρη στην οποία εναλλάσσονται οι αρχιτεκτονικοί ρυθμοί, οι όγκοι, τα ύψη σε ένα εκρηκτικό μίγμα. Μια πόλη σε καθεστώς κρίσης που κατοικείται από απογοητευμένους αμήχανους κατοίκους, χωρίς την επίπλαστη βεβαιότητα της διαρκούς προόδου και ανάπτυξης, έγκλειστους σε σπίτια-κρύπτες που τους απομονώνουν από το περιβάλλον. Κατοίκους παθητικούς παρατηρητές των εξελίξεων που αδυνατούν να διατηρήσουν την ταυτότητά τους, να ερωτευτούν, να προσεταιριστούν, να αντιδράσουν, να αναγνωρίσουν το άλλο τους μισό μέσα στην ανωνυμία και την αυτοματική κίνηση του πλήθους.
Οι ήρωες της ταινίας, ένας νέος άντρας και μια νέα γυναίκα, δυο διακριτές υποκειμενικότητες με διαφορετικά ταυτοτικά χαρακτηριστικά, κινούνται στην ίδια γειτονιά σε απόσταση αναπνοής, ακολουθώντας τροχιές παράλληλες και ασύμπτωτες. Παραδομένοι στην «κουλτούρα της μελαγχολίας» του ύστερου καπιταλισμού, σχεδόν αγοραφοβικοί, με ποικίλες νευρώσεις ή εξαρτημένοι από μια ατελέσφορη πλασματική διαδικτυακή επικοινωνία. Δύο νέοι άνθρωποι αποκλεισμένοι οικειοθελώς σε φυσαλίδες-μικρόκοσμους με επιμέλεια οργανωμένους. Χωρίς ελπίδα αναχωρητές από μια αστική ζωή αιχμηρών παραστάσεων και αδιεξόδων. Μοναχικοί και έκθετοι σε μια υφέρπουσα συλλογική κατάθλιψη και έναν υποδόριο μαρασμό. Δύο εκπρόσωποι μιας γενιάς «χωρίς μέλλον», χωρίς τη φενάκη της κατασκευασμένης ευφορίας, που βιώνουν ένα βουβό πένθος για «το καλύτερο αύριο» που στερήθηκαν και που πρέπει να διεκδικήσουν.
Όταν οι ήρωες σε μια στιγμή αιφνίδιας επίγνωσης αποφασίσουν να κινητοποιηθούν, να αντιδράσουν, να διαχειριστούν διαφορετικά τη ζωή τους και τον κοινό χώρο, όταν θελήσουν να αποκτήσουν πρόσβαση στα φυσικά κοινά κατά παράβαση των πολεοδομικών κανονισμών τρυπώντας τις μεσοτοιχίες, ανοίγοντας παράνομα παράθυρα στο φως, στον αέρα και στη θέα της πόλης, το απρόβλεπτο θα εισβάλλει στις ζωές τους και ο αυτοαποκλεισμός και η απόσυρση θα λήξει με μια πανηγυρική χαρμόσυνη ένωση ψυχών και σωμάτων. Η συγχρονική σωματική δράση, η διαφορετική διαχείριση του ορίου, η διάρρηξη των οικιακών τειχών θα δώσει τέλος στη δυσφορία, την εσωστρέφεια την αδράνεια και την απομόνωση. Τα παράθυρα που θα ανοιχτούν και από τους δύο ταυτόχρονα στις μεσοτοιχίες, (μια παρέκκλιση από το κανονικό, μια παρεκτροπή από το επιτρεπτό, μια ζαβολιά στους θεσμοθετημένους κώδικες της πόλης), θα μετατρέψουν τον απροσπέλαστο τοίχο, το αδιαπέραστο υλικό σώμα σε κατώφλι, σε παρατηρητήριο, σε εφαλτήριο επικοινωνίας και συνδιαλλαγής με το «άλλο». Η επέμβαση στη μεσοτοιχία θα αλλάξει την πρακτική της χρήση εγκαθιδρύοντας μια νέα οικειότητα σε σχέση με μια παγιωμένη ξενότητα. Το πλήθος τότε ιδωμένο μέσα από αυτά τα εναλλακτικά παράθυρα θα χάσει την απειλητική, συμπαγή και απρόσωπη εικόνα της μάζας. Θα αποκτήσει τα χαρακτηριστικά μιας πολλαπλότητας, ενός συνόλου από αναγνωρίσιμες οντότητες που συνυπάρχουν και συμπορεύονται.
Η ερωτική ιστορία της ταινίας με την ευτυχή κατάληξη είναι μια αλληγορία για την ανάγκη συνάντησης όλων στον κοινό χώρο της πόλης. Μια αφήγηση για τη δυναμική κατάλυση των τοίχων που οριοθετούν τις έγκλειστες ζωές μας. Μια πρόταση-πρόκληση για την επινόηση διαφορετικών ανοιγμάτων-διαύλων επικοινωνίας που θα δώσουν εποπτεία στο δημόσιο χώρο συνδέοντάς τον με τον ιδιωτικό σε μια επιβεβλημένη από τις συνθήκες παρήγορη όσμωση. Σε μια κοινωνία που κλυδωνίζεται στη δίνη των οικονομικών ανατροπών, των αποκλεισμών και των ανισοτήτων, της απορρύθμισης του συστήματος και της άρσης των όποιων βεβαιοτήτων ασφάλειας, ευζωίας και ευδαιμονισμού, το μοντέλο διαβίωσης, κατοίκησης και επικοινωνίας είναι απαραίτητο να αναθεωρηθεί ριζικά. Η ιδεολογία του ατομικισμού, η αυταρέσκεια της προσωπικής πορείας, της ιδιώτευσης, της μοναχικότητας, της αυτάρκειας να δώσει τη θέση της σε νέα οράματα, νέες πρακτικές, νέες συλλογικότητες, νέες αντιλήψεις για τα κοινά.
Οι «Μεσοτοιχίες» λειτουργούν σαν ένα αισιόδοξο παράδειγμα. Ένα μήνυμα αφύπνισης, ένα αίτημα ανάληψης δράσης, μια προτροπή αντίστασης στην παραίτηση. Ένα κάλεσμα συνάντησης όλων στην άγνωστη μεθόριο του έξω, για μια ζωή-μαζί. 
      
Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας  

Δεν υπάρχουν σχόλια: