2/2/13

Εγώ κι ο «Λαμπράκης»

ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΜΗΤΣΟΥ
Δημήτρης Πετσετίδης- Μoto
Ένα σαμάρι με κιτρινόμαυρα λιαστιχένια πλακίδια, υπερυψωμένο πολύ περισσότερο από το κανονικό πάνω στην άσφαλτο. Από κακοτεχνία μάλλον, ή εξαιτίας κάποιας δυσμορφίας του εδάφους.
Ένα «σαμαράκι» για να αποτρέπει την επιτάχυνση των τροχοφόρων, να αναστέλλει την πορεία τους. Κι ένας «Λαμπράκης», ένα παμπάλαιο τρίκυκλο. 
Κι εγώ.
Με το παραθύρι μου να βλέπει στο δρόμο.
Ο οδηγός του δείχνει σχεδόν γέρος. Περνάει επτά παρά τέταρτο ακριβώς κάθε πρωί.
Ακούω την μηχανή από μακριά. Φτάνουν πρώτα οι ξέπνοες απειλές της κι εκεί που το έχω σχεδόν ξεχάσει, εμφανίζεται και το ίδιο το τρίκυκλο. Περνάει η μεγάλη ρόδα του το σαμάρι κι ύστερα αρχίζει η παράσταση. Η μηχανή σβήνει.

Ο οδηγός μαρσάρει επίμονα, στη συνέχεια κατεβαίνει και σπρώχνει. Το τρίτροχο όμως, τού γλυστράει όλο προς τα πίσω. Ο κοκκαλιάρης άντρας το απωθεί και με τα δυο χέρια, έχοντας το κεφάλι του ριγμένο στο στήθος. Η μπροστινή ρόδα ξανακυλάει και προσπερνάει αργά το σαμάρι, οι άλλες δύο μικρότερες σκαρφαλώ-νουν στην κοίλη κορφή του, ισορροπούν εκεί ψηλά για ένα δευτερόλεπτο κι ύστερα γλιστρούν ξανά, παρασέρνοντας ολόκληρο το τρίκυκλο. Ο οδηγός ανεβαίνει τώρα στη σέλα και μαρσάρει πιο αποφασιστικός. Γεμίζει γύρω καπνούς και μυρωδιά καμμένου λαδιού, περνάει η μεγάλη ρόδα το σαμαράκι, αλλά σβήνει και πάλι η μηχανή.
Κατεβαίνει κατόπιν αργά, σέρνει αρκετά πίσω την μοτοσυκλέτα, παίρνει φόρα και την σπρώχνει μ’ όλη του τη δύναμη, τρέχοντας παράλληλα προς αυτή. Βλέπω τις αμέτρητες φουσκωμένες φλέβες στο λαιμό του από τόσο μακριά. Περνάει ορμητικά η μπροστινή ρόδα το σαμάρι, καθώς και οι δύο μικρότερες, σαλτάρει εκείνος σβέλτα επάνω της, μαρσάρει με λύσσα, πατάει βαθειά το σκάζι, σκούζει η μηχανή και σπαρταράει, αλλά εντελώς ανεξήγητα, σαν κάποια αόρατη δύναμη να το τραβάει, γλιστράνε πάλι οι δύο ρόδες της και το τρίκυκλο βρίσκεται εκ νέου στην ίδια, στην αρχική του θέση, πίσω από το μαυροκίτρινο σαμάρι.
Ρίχνει τότε μια γρήγορη ματιά γύρω του ο οδηγός. Δεν αντικρύζει κανέναν.
Κοιτάζει ύστερα μακριά, στο βάθος του ορίζοντα, για πολλή ώρα. Καθώς όμως συμμαζεύει το βλέμμα του, βλέπει εμένα στο παράθυρό μου. Με κοιτάει κατάπληκτος πάνω στη μηχανή του. Με κοιτάει σαν να είμαι κάποιο ζώο παράξενο. Η αιτία των δεινών του. Θυμώνει πολύ μαζί μου. Κάνω πως δεν τον βλέπω. Παρακολουθώ ωστόσο προσεχτικά την κάθε του κίνηση.
Ανακάθεται στη σέλα, ανάβει τσιγάρο, περνάει πολλή ώρα, φαίνεται να μ’ έχει ξεχάσει εμένα εντελώς, αλλά σαν να το μετανοιώνει, γυρίζει ξανά και με παρατηρεί.
Δεν τον ενδιαφέρει πια καθόλου το τρίκυκλο ή ο δρόμος και τον απασχολώ μόνο εγώ. Δείχνει να θέλει ν’ αποφασίσει κάτι σε σχέση μ’ εμένα.
Το παράθυρό μου είναι μεγάλο, ξύλινο, κρεμασμένο, με την παραδοσιακή ηπειρώτικη τεχνοτροπία, ωσάν εξώστης. Έχει 18 τετράγωνα μπιζουτέ κρύσταλλα. Το σπίτι μου έχει ένα ξεχωριστό ύφος.
Πετάει ξαφνικά πολύ νευριασμένος τη γόπα στο πεζοδρόμιο ο οδηγός κι εκείνη ακριβώς την απειροελάχιστη στιγμή, κάποιοι τυχαίνει να περνάνε στο δρόμο. Σπρώχνουν όλοι μαζί την μοτοσυκλέτα και φεύγει αυτός καβάλα, στητός και αγέρωχος, με σβηστή τη μηχανή, σκαρφαλώνει αβίαστα στο σαμάρι η μοτοσυκλέτα και παίρνει μετά την κατηφόρα.
Ο οδηγός όμως, έχει γυρισμένο ακόμα το κορμί του προς εμένα, ανάποδα, και με κοιτάει.
Σε λίγο ακούγεται η εξάτμηση σαν πρωϊνό λάλημα ετοιμοθά-νατου κόκκορα, που αναγγέλει μια νέα προδοσία.
Έτσι ξεκινάει η μέρα μου.
Περνάει κάθε πρωί, την ίδια ώρα, από τον ίδιο δρόμο κι ενώ ο παράλληλος δρόμος δεν έχει ούτε σαμαράκια, ούτε άλλα εμπόδια. Αρχίζει να με βασανίζει πια η σκέψη και προσπαθώ να το καταλάβω, γιατί δεν αλλάζει τη διαδρομή του. Φτάνει στο σαμάρι κι η ίδια σκηνή επαναλαμβάνεται πανομοιότυπη. Πετάει το ελάχιστο αποτσίγαρο, αφού έχει καπνίσει σχεδόν και τα δάκτυλά του και απομακρύνεται με τον ίδιο πάντα τρόπο.
Όπως ακριβώς αφρίζει η θάλασσα, όπως ανακατεύονται και σμίγουν τα νερά δύο ορμητικών ποταμών, όπως φουσκώνουν και σπάνε τα μεγάλα κύματα πάνω στα βράχια, έτσι αναταράσσεται το μυαλό μου.
Και γι’ αυτό, χθες, ενώ κόντευε να περατώσει τις επίμοχθες προσπάθειές του, να φανούν οι περαστικοί και να του δώσουν το τελικό χέρι της βοήθειας, άφησα κάτω το μολύβι, βγήκα από το γραφείο, κατέβηκα τρέχοντας την ξύλινη εσωτερική σκάλα του σπιτιού μου, πέρασα μέσα από τον κήπο, για να κόψω δρόμο, και αλλόφρονας καβάλησα στα κάγκελα, βγήκα και έσπρωχνα πίσω του.
Αυτός ψηλά στη σέλα δεν έλεγε να κατεβεί, ούτε άναβε τη μηχανή. Λες και περίμενε εμένα. Μετά από εξαντλητική προσπά-θεια, με πείσμα άγριο και σφίγγοντας τα δόντια μου, εγώ κατόρθωσα να τον περάσω πάνω από το σαμάρι.
Χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει, έβαλε μπρος τη μηχανή, τράβηξε μια μόνο βαθειά ρουφηξιά –πρώτη φορά που δεν το είχε καπνίσει μέχρι τη γόπα– το ’χωσε ολόκληρο μέσα στη χούφτα μου κι έφυγε. Συνήρθα όταν η καύτρα μού είχε κατακάψει την παλάμη.
Σκέφθηκα για ένα δέκατο να το φουμάρω, να το αποτελειώσω ο ίδιος το τσιγάρο του, το μετάνοιωσα όμως αμέσως και το πέταξα μακριά.
«Αύριο θα το χτίσω, το παράθυρο που βλέπει στο δρόμο», άκουσα τον εαυτό μου να μονολογεί. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: