19/1/13

Ματαρόα - Οκτάνα: Ιστορία και μοντέρνα τέχνη

ΤΗΣ ΝΕΛΛΗΣ ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΥ

Το έργο με το οποίο η Άννα Φιλίνη ήρθε φέτος να εμπλουτίσει τη μοντέρνα τέχνη στον τόπο μας, το Ταξίδι προς την Ελευθερία, μας προσφέρει μια περιήγηση σε μια μακρά ζωηρόχρωμη φαντασιακή σύνθεση που παρουσιάζει από βιωματική σκοπιά ανθρώπους που ξανοίγονται από την καταπίεση προς την ελπίδα ν’ αγγίζουν μια κορύφωση χαράς, για ν’ απολήξουν ξαφνικά απρόοπτα, και απότομα περίπου εκεί απ’ όπου είχαν ξεκινήσει. Το καυτό θέμα της κοινωνίας μας αποθανατίστηκε από το χρωστήρα μιας καλλιτέχνιδας που συμμετέχει ανέκαθεν ενεργά στο πολιτικό γίγνεσθαι του τόπου της, ανιχνεύοντας με ευαισθησία και στοχασμό τις φανερές, μα και τις υποδόριες διασυνδέσεις της τέχνης με την ιστορία.
Το εικαστικό αυτό Ταξίδι προς την Ελευθερία παρουσιάζεται αντίστοιχα σ’ ένα μικρό βιβλιαράκι με ένα σύντομο αλλά μεστό κείμενο, σε τρόπο ώστε τα δύο μαζί να συνδιαλέγονται αγκαλιάζοντας τους προβληματισμούς τεσσάρων δεκαετιών του εικοστού αιώνα ξεκινώντας από το 1945 και μέχρι σήμερα αναδεικνύοντας τον ιδιαίτερο χαρακτήρα κάθε δεκαετίας σε ισάριθμες μεγάλες ευρηματικές συνθέσεις. Πρόκειται στην ουσία για ένα έργο που απασχόλησε την καλλιτέχνιδα επί τρία χρόνια, για μια πληθωρική κατάθεση αγάπης και πίστης στη ζωή την οποία κάνει με όποια μέσα διαθέτει. Loiseau siffle avec ses doigts, όπως έλεγε ο Πικασσό - το πουλί σφυρίζει με τα δάκτυλά του.

Με τη θάλασσα να λάμπει γύρω τους παρασέρνοντας τη φαντασία τους σε μακρινούς ορίζοντας, οι Έλληνες υπήρξαν ανέκαθεν ταξιδευτές, και ποιητές. Η μοίρα κάποιων θέλησε να ταξιδέψουν τον 20ό αιώνα με ένα εγγλέζικο οπλιταγωγό, το ΜΑΤΑΡΟΑ, που νοίκιασε στις κρίσιμες μέρες του 1945 ο διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών φιλέλληνας Οκτάβ Μερλιέ, για να φυγαδεύσει μια ομάδα νεαρών ατόμων από την Ελλάδα προς τη Γαλλία. Το πλοίο αυτό συνδυάστηκε στη φαντασία τής Άννας Φιλίνη με ένα άλλο πλοίο, με το ΜΕΓΑΛΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΌ που άρχισε να υλοποιείται την ίδια εκείνη χρονιά μέσα στην ποίηση του Ανδρέα Εμπειρίκου, για να επιχειρήσουν και τα δύο, το καθένα με τον τρόπο του, να επιλύσουν πιεστικά προβλήματα του τόπου μας, ικανοποιώντας πανανθρώπινες επιθυμίες και προσφέροντας διέξοδο και ελπίδα στους τυχερούς τους επιβάτες. Και το μεν Ματαρόα επέτρεψε στους ταξιδιώτες του να ολοκληρωθούν σαν άτομα δημιουργώντας το έργο τους στην τροχιά της διεθνούς πολιτισμικής ανάπτυξης στο Παρίσι, την ώρα που ο Εμφύλιος κατασπάρασσε ανθρώπους και ταλέντα στην Ελλάδα, ο δε Μεγάλος Ανατολικός έγινε το όχημα της μακρόχρονης φαντασίωσης του Ανδρέα Εμπειρίκου για την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα παραδοσιακά δεσμά και από τις στρεβλώσεις που τον καθηλώνουν και τον πνίγουν, απολήγοντας στον οραματισμό μιας Παγκόσμιας Πολιτείας ψυχικής ενότητας όλων των εθνών, στη θρυλική ΟΚΤΑΝΑ, την πόλη που θα οικοδομηθεί, όπως διακηρύσσει ο ίδιος, στα υψίπεδα της Οικουμένης για να υπάρξει επιτέλους παντού και πάντα εν ηδονή ζωή, δικαιοσύνη, αγάπη, και πάντα καλοσύνη.
 Αν στην πρώτη ματιά μας ξενίζει η πληθωρική εξέλιξη γεγονότων στη φρίζα της Άννας Φιλίνη που εκτείνεται σε τέσσερα μεγάλα πανό, δεν θ’ αργήσουμε ωστόσο να ανακαλύψουμε την εικαστική αρματωσιά, τα τέσσερα ισχυρά σημεία του έργου γύρω από τα οποία αναπτύχθηκε η αφηγηματική επινόηση της αρχιτεκτόνισσας-ζωγράφου: πρώτα βλέπουμε το ογκωδέστατο πλοίο, τον Μεγάλο Ανατολικό, να εγκαταλείπει σκηνές καταπίεσης και ματαιώσεων σ’ ένα ελληνικό λιμάνι και να ξανοίγεται στο πέλαγος του μέλλοντος, στον περίφημο πλου που εξασφάλισε σταδιακά την ευτυχία όλων των επιβαινόντων σε μια ερωτική απελευθέρωση του σώματος και της ψυχής τους - ακολουθεί ο πικασσικός σαλτιμπάγκος που επιτελεί ένα μεγάλο ρόδινο σάλτο πάνω σε μια σχεδία στο Σηκουάνα παρουσία εμβληματικών καλλιτεχνών του εικοστού αιώνα, υπερρεαλιστών όπως ο Εμπειρίκος, ο Εγγονόπουλος, ο Μπρετόν, ο Πικασσό με κάποια ποιήματα η σύντροφός του φωτογράφος Ντόρα Μααρ αλλά κι ενός πολιτικού όπως ο Μπελογιάννης που τον βλέπουμε αιμόστικτο στη φωτογραφία με το γαρίφαλό του στο προσκήνιο του πίνακα, ανθρώπων που υπόσχονταν με τα λυτρωτικά μηνύματά τους μια ριζική αλλαγή της ζωής και της μοίρας των ανθρώπων - βλέπουμε τους εμπρηστικούς ουρανούς που φλέγονται παραπέρα πάνω από τα μνημεία της πανέμορφης Βενετίας, όπου έχουν συρρεύσει από παντού νεαρές υπάρξεις για ν’ απογειώσουν με μουσικές που διευθύνει οι Κλαούντιο Αμπάντο τις μνήμες της όποιας άνοιξης του ‘68 - και τελικά εμφανίζεται το Ηρώδειο, όπου με μια απρόοπτη ανατροπή οι νύχτες που γοήτεψαν τις καρδιές όλων μας με παραστάσεις όπως της Πίνα Μπάους απολήγουν στον Λούσιαν Φρόϊντ να ζωγραφίζει σκεφτικός ολόσωμο γυμνό το γηραλέο του σώμα, δίπλα σ’ έναν απελπισμένο ecorche vif που ξαναγίναμε πάλι, στα καλά καθούμενα, όλοι εμείς σήμερα σ’ αυτό τον τόπο... Ο Τσαρούχης έλεγε πως η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει γι’ αυτό και δεν ανασταίνεται - σύντομα θα φανεί αν ένα κούρεμα που στις μέρες μας κατάντησε γδάρσιμο θα αρκέσει για να επιτευχθεί ένα τέτοιο θαύμα.
Η προβληματισμένη εξομολόγηση της Φιλίνη δεν γίνεται βέβαια στον παπά - ψιθυρίζεται στον ψυχαναλυτή Ανδρέα Εμπειρίκο με τον οποίο επικοινωνεί φανερά ή υπόρρητα σε όλο το έργο, και που με το ΑΜΑΝ της Οκτάνας κατέθεσε και αυτός στο απόγειο της ποίησής του την κραυγή του απελπισμένου ανθρώπου. Η όλη ανάπτυξη του θέματος στους τέσσερις πίνακες έχει γίνει με γοητευτική ευρηματικότητα, και παρρησία.
Επιστρέφοντας τώρα στα δικά μου, ως ζωντανός απόηχος του ταξιδιού του Ματαρόα πρέπει να σας ομολογήσω το δέος μου μπρος στα ανεξέλεγκτα γυρίσματα της τύχης που κάνουν την ιστορία του μακρινού εκείνου ταξιδιού να είναι σήμερα, δίχως καν πόλεμο και Εμφύλιο, πιο επίκαιρη παρά ποτέ! Μες στην τυφλή παράνοια που μας έχει ρίξει η οικονομική μας δυσπραγία, οι νέοι της Αθήνα αποζητούν ένα νέο Ματαρόα - στο Παρίσι γράφονται μουσικές και εκδίδονται άλμπουμ με το όνομα Ματαρόα - μεταφραστές ψάχνουν εκδότες για να γίνει ευρύτερα γνωστό το ταξίδι της σωτηρίας μας στη Γαλλία - στην Αθήνα οργανώνονται, σε συνδυασμό με το Παρίσι, ομάδες εκλεκτών καλλιτεχνών με σκοπό ν’ αναβιώσουν με σύγχρονα μέσα το εξωφρενικό χάππενιγκ του επταήμερου ταξιδιού του Ματαρόα προς την ελευθερία! Αν προσπάθησα το 2007 να ανασυνθέσω την εμπειρία μου αυτή ημερολογιακά με τη βοήθεια συνταξιδιωτών μου, είναι που επί δεκαετίες κυκλοφορούσαν περιστασιακά στην Αθήνα διάφορα επεισόδια, αδέσποτα και παραποιημένα, καθώς κανείς δεν είχε λάβει τον κόπο να εξιστορήσει τα γεγονότα. Κι αυτό για ευνόητους λόγους: όσοι αποβιβαστήκαμε παραμονές Πρωτοχρονιάς του ‘46 μεσάνυχτα στη Gare de lEst και βρεθήκαμε επιτέλους στο πολυπόθητο Παρίσι ριχτήκαμε με λύσσα ο καθένας στη δουλειά του, σ’ αυτά που τόσον καιρό μάταια λαχταρούσε να πραγματοποιήσει στον τόπο του, μέχρι να πάρει τελικά το δρόμο της φυγής και της ξενιτειάς. Προχωρώντας ίσια μπροστά, κανείς δεν γύρισε το κεφάλι, δεν έλαβε τον κόπο να αναστοχαστεί, να πει το πώς φτάσαμε να βρισκόμαστε σ’ εκείνο το σκοτεινό, φιλόξενο-αφιλόξενο μεταπολεμικό Παρίσι που είχε απελευθερωθεί μόλις λίγους μήνες πριν την άφιξή μας. Δεν έλειψαν τότε οι ταλαιπωρίες, σοβαρότερες βέβαια για όσους είχαν προβλήματα άδειας παραμονής λόγω κοινωνικών φρονημάτων, όμως όλοι γνωρίσαμε τη μοναξιά μακριά απ’ την πανέμορφη χώρα που είχαμε εγκαταλείψει και από τους δικούς μας, όλοι θερμανθήκαμε με το στανιό, όλοι φάγαμε λαχανίδα μπόλικη και κρέας με το τικέ μια φορά την εβδομάδα, περιμένοντας να μας στείλουν από την Αθήνα καμιά σοκολάτα, κανένα λεμόνι, που ούτε καν το τρώγαμε για να έχουμε τη χαρά να το βλέπουμε κάθε μέρα μέχρι να σαπίσει επιτόπου, και κυρίως ελπίζοντας, εμείς τα κορίτσια, ν’ αποκτήσουμε καμιά νάιλον κάλτσα που στο Παρίσι δεν υπήρχαν, και οι ευρηματικές παριζιάνες ζωγράφιζαν την ίσια ραφή πίσω στις γάμπες τους για να μη πολυφαίνεται η στέρηση...
Ωστόσο, η υπαρξιακή θρηνωδία για τα βάσανα της ξενιτιάς που δημοσίευσε αργότερα η συνταξιδιώτισσά μας Μιμίκα Κρανάκη στο σαρτρικό περιοδικό Les Temps Modernes δεν άλλαξε, παρά τη λυρική της ποιότητα, τίποτε στο γεγονός ότι το Παρίσι στάθηκε για όσους το είχαν επιλέξει, όπως και γι’ αυτή την ίδια, τόπος προσωπικής απελευθέρωσης και δημιουργίας. Έναν τέτοιο τόπο αναζητούνε τώρα, όχι πια τα παιδιά, μα τα εγγόνια μας! Αν πρέπει να φύγουν ας τους ευχηθούμε καλό κατευόδιο, καθώς και σε όλους που οργανώνονται σήμερα κάτω από τη σημαία κάποιου αξιόμαχου Ματαρόα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: