4/1/13

Τα «συμφέροντα του ελληνισμού»

ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΤΖΟΚΑ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΘΑΝ. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ, Επαμεινώνδας Δ. Δεληγιώργης, Πολιτική Βιογραφία, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, σελ. 413
Η βιογραφία του Επαμεινώνδα Δεληγιώργη δεν είναι μια ακόμα βιογραφία ενός πολιτικού προσώπου, απ’ αυτές που έχουμε συνηθίσει. Είναι μια ξεχωριστή περίπτωση, επειδή, αφενός, το πρόσωπο που φωτίζεται ήταν μέχρι τώρα στη σκιά των μεγάλων προσωπικοτήτων της εποχής του, του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου και του Χαρίλαου Τρικούπη, και, αφετέρου, το πρόσωπο αυτό μπήκε στην πολιτική σκηνή πολλά υποσχόμενο, με τη φορά που του έδινε η χρυσή νεολαία, και βγήκε με απογοητευτικό τρόπο. Στην ιδιαιτερότητα της βιογραφίας αυτής προσμετρώ και την επιστημονική προσέγγιση και, κυρίως, το επιστημονικό ήθος του συγγραφέα.
 Και το λέω αυτό επειδή η ορθολογικότητα της ιστορικής επιστήμης προσδιορίζεται σήμερα όχι επί τη βάσει οντολογικών κριτηρίων, αλλά κατά κύριο λόγο μεθοδολογικών, καθώς ο ιστορικός λόγος επιχειρεί να προσπεράσει αλώβητος τις Συμπληγάδες, τόσο του παραδοσιακού απόλυτου θετικισμού όσο και του μεταμοντέρνου απόλυτου σχετικισμού. Κατά συνέπεια, ο συγγραφέας επιτυγχάνει, κατά την ταπεινή μου γνώμη, την αρχιμήδεια βάση για την ιστορία, με τις ακόλουθες δύο θέσεις: α) ότι μόνο στο επίπεδο της ιστορικής οντολογίας και όχι σε αυτό της επιστημονικής ανακατασκευής, η ιστορική πραγματικότητα στην άπειρη, και γι' αυτό συνολικά απροσπέλαστη ποικιλομορφία της, υφίσταται ανεξάρτητα από τον παρατηρητή και αναδημιουργό ιστορικό, ως διαδικασία αλληλεπίδρασης ανθρώπινων συνόλων και δομών. Γεγονός που περιορίζει την πίστη του μεθοδολογικού ρεαλισμού στην υπό όρους ανταπόκριση ιστορικής γνώσης και ιστορικής πραγματικότητας β) ότι ο ιστορικός λόγος έχει τη δυνατότητα -βεβαίως μέσα στα πεπερασμένα γνωστικά του πλαίσια- σχηματισμών και των πολιτισμών, αρκεί να τηρηθούν οι μεθοδολογικές δεσμεύσεις που αποδέχεται και επιβάλλει στην πλειοψηφία της η επιστημονική κοινότητα των ιστορικών.
 Η προσωπικότητα του Επαμεινώνδα Δεληγιώργη είναι το φόντο της αφήγησης. Η προσωπικότητα του Μεσολογγίτη πολιτικού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με μία από τις πολυτάραχες περιόδους της νεοελληνικής Ιστορίας, της οποίας οι εξελίξεις, οι αντιφάσεις, οι πρόοδοι και τα πισωγυρίσματα χρήζουν ευρύτερης και συστηματικότερης έρευνας, ώστε να απαντηθούν ερωτήματα που διαρκώς προκύπτουν. Με την έννοια αυτή, μια βιογραφία φαίνεται να είναι ο φτωχός συγγενής της επισταμένης έρευνας, καθώς δεν παρέχει παρά μόνο κάποιες αφορμές για μια βαθύτερη και ουσιαστικότερη προσέγγιση των γεγονότων. Κι αυτό λέγεται, επειδή η βιογραφία, αν και αποδίδει στην Ιστορία αρκετά πρωτογενή στοιχεία, επιλέγει, μέσω του πλήθους των δεδομένων, να καταγράψει και να οργανώσει ερμηνευτικά όσα αναφέρονται στη συμπεριφορά και τις πράξεις του ατόμου που βιογραφείται. Στην επιλογή αυτή ελλοχεύει ο κίνδυνος της μονομέρειας, της άνισης μεταχείρισης των γεγονότων, καθώς μπορεί να αναβαθμίζονται γεγονότα που έχουν σχέση με την προσωπικότητα και να υποβαθμίζονται άλλα, που, παρότι δεν έχουν άμεση σχέση με αυτήν, δεν είναι λιγότερο σημαντικά.
 Στην προκειμένη περίπτωση, η πρώτη παγίδα για τον ιστορικό είναι να υποτιμήσει το έργο, τη δράση και την προσωπικότητα του Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, και να προβεί σε αφορισμούς που συσκοτίζουν την αλήθεια και την ιστορική έρευνα. Η δεύτερη παγίδα είναι να υπερτιμήσει την προσωπικότητα και το έργο τού περί ου ο λόγος πολιτικού ανδρός, να γοητευθεί από τα αναμφισβήτητα προσόντα του και να του διαφύγουν τυχόν μειονεξίες ή αστοχίες, που η διερεύνησή τους θα συμβάλει στη διασάφηση κάποιων πλευρών της πολιτικής και συνολικά του έργου του. Επομένως, η αποτίμηση του έργου και της δράσης του ιστορικού προσώπου θα πρέπει να κινείται πέραν από την υπερβολή ή την έλλειψη και να βασίζεται στις πηγές της εποχής. Με την έννοια αυτή, ο ιστορικός έχει μεγάλη ευθύνη, καθώς αναπαράγει το παρελθόν μέσω των πηγών που ο ίδιος, σε τελική ανάλυση, επιλέγει και ερμηνεύει. Ο ιστορικός προσεγγίζει το ιστορικό γίγνεσθαι, το παρελθόν, μέσω του παρόντος, που και αυτό είναι ένα γίγνεσθαι, καθώς, ευρισκόμενο σε κίνηση, μεταβάλλεται συνεχώς.
 Στην κατεύθυνση αυτή κινείται, με εξαιρετική ψυχραιμία και σύνεση για την ηλικία του, ο συγγραφέας Ανδρέας Αντωνόπουλος και επιτυγχάνει ένα καλό και θετικό αποτέλεσμα. Η διαδικασία προσέγγισης του παρελθόντος από τον συγγραφέα, εμπεριέχει την παραίνεση του Γάλλου ιστορικού H. I. Marrou, «να έχει ο ιστορικός δύο φαινομενικά αντιφατικές ιδιότητες, το κριτικό πνεύμα και το χάρισμα της συμπάθειας». Κριτικό πνεύμα, που δεν διστάζει να αμφισβητεί τα πάντα, που αναλύει, κρίνει και ελέγχει σε βάθος όλα τα στοιχεία, αλλά και συμπάθεια, δηλαδή διάθεση για κατανόηση, που προφυλάσσει από την υπερβολή της κριτικής και αποτελεί προϋπόθεση της επιστημονικής γνώσης. Υπό το πνεύμα αυτό, ο Ανδρέας Αντωνόπουλος προσπαθεί με τιμιότητα και σεμνότητα να κρίνει τα ιστορικά πρόσωπα, και κυρίως το βιογραφούμενο, προσεγγίζοντας και κατανοώντας τις αντικειμενικές συνθήκες κάτω από τις οποίες εκείνα έπρεπε να λάβουν αποφάσεις, τους εξαναγκασμούς της εποχής, και τα περιθώρια επιλογών που αυτή άφηνε. Η λογική των ιδανικών επιλογών και των άνευ κόστους και εκ του μακρόθεν λύσεων, που αγνοεί τις πιεστικές συγκυρίες, δεν χαρακτηρίζουν τον συγγραφέα και έτσι καταγράφεται το νόημα της ερμηνείας των ιστορικών γεγονότων και της κρίσης των ιστορικών προσώπων.
 Ο συγγραφέας, επίσης, αντιλαμβάνεται πλήρως ότι η κατανόηση και η αξιολόγηση της προσωπικότητας που βιογραφείται, καθώς και του έργου της, δεν είναι δυνατές χωρίς την προσέγγιση της εποχής και της κοινωνίας στην οποία έζησε, των συλλογικών μορφωμάτων, των κοινωνικών δυνάμεων και συγκρούσεων, που καθορίζουν εντέλει τη δυναμική αυτής της εξέλιξης.
 Η συμβολή του προσώπου που εν προκειμένω βιογραφείται, του Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, προβάλλει μέσω της ανάπλασης των δραματικών γεγονότων που έζησε ο ελληνισμός, ιδίως κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αι. Η πολιτική δράση του Επαμεινώνδα Δεληγιώργη συνέπεσε με σημαντικές μεταβολές, που συνέβαιναν στην ελληνική και διεθνή οικονομία, και οι οποίες είχαν τεράστιο αντίκτυπο στην πολιτική ζωή της χώρας. Στην Ευρώπη ο καπιταλισμός βρίσκεται σε ακμή, η αστική τάξη έχει εδραιώσει, οικονομικά και πολιτικά, τη θέση της, η διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίου επιταχύνεται, ενώ μέρος αυτού εξάγεται, διεισδύει στις χώρες της περιφέρειας με τη μορφή, κυρίως, κρατικών δανείων. Στην Ελλάδα εμφανίζονται, με καθυστέρηση, φαινόμενα δομικών μετασχηματισμών, διαδικασίες εκμηχάνισης, αστικοποίησης. Οι παραδοσιακές οικονομικές και κοινωνικές δομές αρχίζουν να κλυδωνίζονται, και να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις μετατροπής του κοινωνικού-οικονομικού σχηματισμού της χώρας.
 Το σύντομο αλλά πλήρες στην παραγωγή λόγου και έργου, πέρασμά του από την πολιτική σκηνή του ελληνικού κράτους, τον ανέδειξε σε μια από τις φυσιογνωμίες στην ελληνική κοινοβουλευτική ιστορία του ύστερου 19ου αιώνα. Η σύμφωνα με τις προσωπικές πεποιθήσεις διάβασή του από την πολιτική σκηνή της χώρας –όπως τόνισε στον επικήδειο λόγο του ο Χ. Τρικούπης- απέδειξε την ικανότητά του να συναρτά τον με θρησκευτική ευλάβεια σεβασμό των δικαιωμάτων του πολίτη με την υποδειγματική ενάσκηση της κυβερνητικής εξουσίας. Ο συνδυασμός, μάλιστα, αυτός, σύμφωνα πάντα με τον Χ. Τρικούπη, αποτελούσε το λυσιτελέστερο μέσο για την απρόσκοπτη εξυπηρέτηση του εθνικού προορισμού του ελληνισμού, καθώς η παγίωση της ελευθερίας και της ασφάλειας στο εσωτερικό του ελληνικού κράτους θα επέτρεπε την χωρίς περισπασμούς αφοσίωση της εκάστοτε πολιτικής του ηγεσίας στην αναζήτηση και εξεύρεση των κατάλληλων εκείνων προϋποθέσεων, δια των οποίων η ευόδωση των μειζόνων εθνικών στόχων θα ήταν πλέον εφικτή.
 Η ευόδωση αυτή των μειζόνων εθνικών στόχων παρακολουθεί την πολιτική πορεία του Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, με μια αξιοθαύμαστη συνέπεια που αγνοεί το πολιτικό κόστος. Το κυρίαρχο στοιχείο της εξωτερικής πολιτικής του ελληνικού κράτους από την ίδρυσή του ήταν αυτό που συμπυκνώνεται στη φράση «αλυτρωτικό ζήτημα». Η διάσταση αυτή την οποία είχε λάβει το αλυτρωτικό ζήτημα είχε ως αποτέλεσμα να προσδιορίζει τους οξύτατους κοινωνικούς αγώνες της εποχής και να αποτελεί πηγή συνεχών εντάσεων. Η έξαρση αυτή του εθνικού ζητήματος δημιούργησε, όπως ήταν αναμενόμενο, πεδίο λαμπρής δημαγωγίας και λαϊκισμού, γι’ αυτούς που ήθελαν να γίνουν ανέξοδα αρεστοί στις μάζες, αδιαφορώντας για τους κινδύνους που συνεπαγόταν η στάση αυτή. Οι πιέσεις των «μυστικών εταιρειών» της εποχής, το πάθος των αλυτρώτων, και ο υπολογισμός του πολιτικού κόστους παρέσυραν, αρκετές φορές, τις κυβερνήσεις σε ανεύθυνες και επιπόλαιες ενέργειες, με τραγικές συνέπειες για τον ελληνισμό. Εδώ στάθηκε όρθιος ο Επαμεινώνδας Δεληγιώργης.
Ήταν ξεκάθαρος και συνεπής. Η σταθερή προσήλωσή του, από τα πρώτα ήδη έτη της πολιτικής του σταδιοδρομίας, στην εφαρμογή μιας πολιτικής ειρηνικής προσέγγισης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, προκειμένου αφενός μεν να τεθεί αποτελεσματικός φραγμός στις εθνικές επιδιώξεις των Σλάβων στη Χερσόνησο του Αίμου, τουλάχιστον μέχρι και τη λήξη των εργασιών της Διάσκεψης της Κωνσταντινούπολης, και αφετέρου να διευκολυνθεί η πραγματοποίηση του οράματός του για τον πρωτεύοντα εκπολιτιστικό ρόλο της Ελλάδας στην Ανατολή, δεν φάνηκε να γίνεται εύκολα κατανοητή από τη μεγάλη πλειονότητα της ελληνικής κοινής γνώμης, σε μια περίοδο μεγάλων ανακατατάξεων και φόβων. Η συνεπής και αταλάντευτη αυτή πολιτική του θα τον οδηγήσει σε περιπέτειες, που θα τον απογοητεύσουν και θα τον οδηγήσουν στην οριστική του έξοδο από την πολιτική.
 Συγκεκριμένα, η χάραξη μιας στρατηγικής στην εξωτερική πολιτική είχε ως προϋπόθεση την υπέρβαση του διλήμματος. Την υπέρβαση αυτή αδυνατούσε να επιτύχει ακόμα και η οικουμενική, που συγκροτήθηκε το Γενάρη του 1878 με την πρωτοβουλία του Γεωργίου Α΄ να αναθέσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον γηραιό Αλέξανδρο Κουμουνδούρο. Ο μεσσήνιος πολιτικός σχημάτισε την 8η κατά σειρά κυβέρνησή του, με προγραμματικό στόχο την έξοδο της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό της Ρωσίας και των συμμάχων αυτής, Ρουμάνων, Σέρβων και Μαυροβουνίων. Η κίνηση αυτή, την ύστατη στιγμή, θα επέτρεπε να συμπεριληφθούν έγκαιρα τα ελληνικά αιτήματα στην επικείμενη συνθήκη ειρήνης και ασφαλώς πριν την αποδοχή από τους Οθωμανούς των όρων της ανακωχής.
 Την ίδια μέρα ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος υπέβαλε στην κρίση της Εθνικής Αντιπροσωπείας το πολεμικό του πρόγραμμα, το οποίο, σύμφωνα με τον ίδιο, οριζόταν ως «ενεργός και πραγματική προστασία και υπεράσπιση των συμφερόντων του ελληνισμού». Η κυβέρνησή του έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης με συντριπτική πλειοψηφία. Η κοινοβουλευτική, εξάλλου, στήριξη που υποσχέθηκαν να παράσχουν στη νέα κυβέρνηση οι Θρασύβουλος Ζαΐμης και Χαρίλαος Τρικούπης, παρά την άρνησή τους να συμμετάσχουν για λόγους αρχής στο κυβερνητικό σχήμα, σηματοδότησε την αποφασιστικότητα της πλειονότητας της πολιτικής ηγεσίας της χώρας να ακολουθήσει επιθετική πολιτική, η οποία θα συνοδευόταν από την υποκίνηση γενικής εξέγερσης των ελληνικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
 Η ανεπιβεβαίωτη, ωστόσο, πληροφορία δύο ημέρες αργότερα (14/26 Ιανουαρίου) ότι η Υψηλή Πύλη ήταν έτοιμη να υποδεχθεί τους προκαταρκτικούς όρους ειρήνης και ότι η υπογραφή της ανακωχής θα ακολουθούσε σύντομα, υπήρξε η θρυαλλίδα που πυροδότησε τη βίαιη αντίδραση της ήδη εξημμένης κοινής γνώμης της πρωτεύουσας.
Η διοργάνωση πολυπληθών συλλαλητηρίων με σκοπό την καταδίκη της αδρανούς εξωτερικής πολιτικής της οικουμενικής κατέληξε σε σοβαρά επεισόδια, κυριότερο από τα οποία υπήρξε ο λιθοβολισμός των οικιών του συνόλου των πολιτικών ηγετών που την απάρτιζαν. Στόχος, ιδιαίτερα, των εξαγριωμένων διαδηλωτών υπήρξε, όπως ήταν επόμενο, ο Ε. Δεληγιώργης, που διέφυγε τον κίνδυνο καταφεύγοντας στην οικία ρώσου ιερέα.
 Η βίωση των οχλοκρατικών διαδηλώσεων, ως συνολική αποτυχία της πολιτικής του πρότασης, καθώς και η βαθιά απογοήτευσή του, που προέκυπτε από τη ρεαλιστική διαπίστωση ότι το κόμμα του δεν είχε πια την απαιτούμενη απήχηση, καθώς ο κομματικός σχηματισμός του Χαρίλαου Τρικούπη είχε ενσωματώσει τις περισσότερες θέσεις του δικού του κόμματος σχετικά με τον εκσυγχρονισμό του κράτους, τον ώθησαν στην απόφαση να αποσυρθεί οριστικά από το πολιτικό προσκήνιο.
 Αυτή η πολυτάραχη εποχή προσεγγίζεται, στον δυνατό βαθμό, στη βιογραφία του Επαμεινώνδα Δεληγιώργη. Ο ιστορικός μικρόκοσμος, η "μικροϊστορία", όπου δεσπόζει το συγκεκριμένο γεγονός, υπολείπεται σε αξία σε σχέση με τον ιστορικό μακρόκοσμο. Ο βραχύς χρόνος, ο χρόνος, δηλαδή, που αντιστοιχεί στη μικροϊστορία, είναι η πιο άστατη, η πιο απατηλή από τις διάρκειες, δηλαδή από το μέσο ή κοινωνικό χρόνο και από το μακρό ή γεωγραφικό χρόνο. Αυτό το αντιλαμβάνεται ο συγγραφέας και καταπιάνεται με σεμνότητα, ήθος και χαμηλούς τόνους. Τα θέματα καταγράφονται με τη μέθοδο του κοινωνικού επιστήμονα που φέρει τις ευαισθησίες του για την επιστήμη της Ιστορίας. Πρόκειται για μια συμβολή στην πολύπαθη επιστήμη της Ιστορίας.

Ο Σπύρος Τζόκας είναι διδάκτωρ Ιστορίας & Διεθνών Σχέσεων και πανεπιστημιακός

Δεν υπάρχουν σχόλια: