19/1/13

Η γλυκιά στροφή του Μιχάλη Γκανά

ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ

ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ, Άψινθος, εκδόσεις Μελάνι, σελ. 48

Εννιά χρόνια μετά την τελευταία του συλλογή Ο ύπνος του καπνιστή (2003), εφτά μετά την ελεύθερη απόδοση του Άσματος ασμάτων (2005) και δύο από τα ποιητικής σύλληψης μικρά πεζά του Γυναικών (2010) ο Μιχάλης Γκανάς επανέρχεται με μια καινούρια συλλογή ποιημάτων, η οποία τιτλοφορείται Άψινθος και, πέρα από τον ωραίο ηχητικά και συμβολικά τίτλο, διακρίνεται τόσο για τη θεματική της στροφή όσο και για τις συνθετικές της προθέσεις. Και εννοώ το πέρασμα σε ζητήματα του καιρού μας αφενός, όσο κι αν ποτέ δεν παλιώνουν θέματα που απασχόλησαν στο παρελθόν επίμονα τον ποιητή κι αγγίζουν την οντότητα του ανθρώπου, όπως οι μνήμες της μικρής πατρίδας κι ο θάνατος, και την ανάπτυξη αφετέρου ενός θέματος με άτιτλα ποιήματα, τακτική που ακολουθείται από τα Μαύρα λιθάρια ακόμα (1980) και κατεξοχήν στην Παραλογή (1993) και στον Ύπνο του καπνιστή.

Άψινθος ενπροκειμένω λέγεται το αστέρι της Αποκάλυψης, που, πέφτοντας στη γη, δηλητηριάζει τα νερά και πεθαίνουν οι άνθρωποι. Ο τίτλος υποβάλλει το κεντρικό θέμα της συλλογής, που δεν είναι άλλο από την οικολογική κρίση, η οποία οφείλεται, ως γνωστόν, στο καταναλωτικό μοντέλο, που υιοθετήθηκε μεταπολεμικά από τις λεγόμενες κοινωνίες της αφθονίας και συνιστά έκφραση της ύβρης που διαπράττει ο άνθρωπος απέναντι στη φύση, προκαλώντας ο ίδιος τη μοίρα του. Η ρύπανση του περιβάλλοντος, η εξάντληση των φυσικών πόρων και η εξαφάνιση σπάνιων φυτών και ζώων, η καταστροφή, με άλλα λόγια, που απειλεί τον πλανήτη, ευλόγως κινητοποιεί τους ευαίσθητους ανθρώπους, όπου γης, καλλιτέχνες και μη. Πρόκειται για ζήτημα που στη δημοσιογραφική καθημερινότητα και την πολιτική ατζέντα των ημερών έχει καταντήσει κοινότοπο μέχρι βαρεμάρας κι έχει φθαρεί τόσο από την κούφια ρητορεία του κυρίαρχου λόγου, ώστε να είναι δύσκολη η μετάπλασή του σε ποίημα. Δύσκολη αλλά όχι ανέφικτη, αν πρόκειται για το Μιχάλη Γκανά.
Στην υπέρβαση αυτήν συντελεί καταρχήν η δόμηση της συλλογής. Η έκδοση μοιράζεται σε δύο μέρη, τα οποία συνίστανται από τέσσερις ενότητες. Οι τρεις πρώτες αναφέρονται στην απειλούμενη φύση και τις ευθύνες του ανθρώπου και η τελευταία απλώς σε πρόσωπα αγαπημένα, ζώντα και τεθνεώτα (μάνα, φίλος, αγαπημένες του έρωτα και της συγγραφής). Όλες τους πάντως εισάγονται με μότο, εκτεταμένα τα περισσότερα, κάτι που ο ποιητής δε συνήθιζε άλλοτε. Στην πρώτη προτάσσονται δύο παραθέματα, το ένα από την Αποκάλυψη του Ιωάννη και το άλλο από τους «Κούφιους ανθρώπους» του Eliot, τα οποία παραπέμπουν αντίστοιχα στη φυσική καταστροφή του κόσμου και στην ηθική φθορά του ανθρώπου. Μάλιστα στο δεύτερο μότο (Έτσι τελειώνει ο κόσμος / Όχι μ’ έναν πάταγο αλλά μ’ έναν λυγμό) ο Γκανάς δανείζεται τον πρώτο στίχο από την απόδοση του Σεφέρη ως πιο άμεσο και το δεύτερο, στον οποίο μάλιστα παρεμβαίνει για λόγους ευφωνίας (ένα-ν, ένα-ν), από τον Αριστοτέλη Νικολαΐδη ως πιο παραστατικό. Στις άλλες δύο ενότητες προτάσσονται δύο αποσπάσματα από το ποίημα «Πού είναι τα πουλιά;» της ομώνυμης συλλογής του Γιώργη Παυλόπουλου (2004), στις οποίες αναζητείται εναγώνια η φύση που χάθηκε και οι άνθρωποι που ναυάγησαν. Και στις τρεις αυτές ενότητες τα ποιήματα καταλαμβάνουν τη δεξιά σελίδα, ενώ στην αριστερή παρατίθενται φράσεις ή μικρές προτάσεις από την Αποκάλυψη, οι οποίες προσημαίνουν το επερχόμενο τέλος του κόσμου ή προϊδεάζουν για το θέμα του ποιήματος που ακολουθεί. Στην τελευταία ενότητα προτάσσονται δύο μότο, που και τα δύο προτείνουν το λόγο της αγάπης, το ένα από την Παραλογή του ποιητή και το άλλο από το ποίημα του Matthew Arnold «Η παραλία του Ντόβερ».
Η δομή αυτή, ενδιαφέρουσα από μόνη της, υποστηρίζεται από ποιήματα που θυμίζουν ή και υπερβαίνουν τις καλύτερες στιγμές του Γκανά. Εύστοχη είναι αρχικά η ιδέα να αντικριστεί ο ποιητικός λόγος με το βιβλικό, στον οποίο ο ποιητής κατέφυγε και άλλοτε με άλλους όρους (Άσμα ασμάτων), αλλά και να συναρμοστεί με τα καίρια μότο αγαπημένων δημιουργών, δένοντας έτσι με την παράδοση της γραφής και της ανθρώπινης αγωνίας. Η επιλογή δεν εκπλήσσει, γιατί ο Γκανάς είναι ποιητής αδίστακτος. Μπροστά στην αισθητική τίποτα δεν μπορεί να τον σταματήσει: συνθετική ανησυχία, ισχυρή εικονοποιία, γοητευτικός λυρισμός, απόηχοι δημοτικοί, διαύγεια εκφραστική, τολμηρές λεκτικές συνάψεις, αιφνίδιες γεφυρώσεις χώρου και χρόνου, έξυπνα τεχνάσματα, απρόσμενες απορίες, χιούμορ και παιχνίδι συνειρμικό με την ηχητική των λέξεων, γλωσσική ευφορία, στοιχεία όλα αυτά που ανανεώνουν τη φόρμα και την καθιστούν δραστικότερη. Ακόμα, εδώ περισσότερο από οπουδήποτε αλλού ο Γκανάς αποκαλύπτει τις συγγραφικές του αγάπες και διαλέγεται απροκάλυπτα με κείμενα αγαπημένα, που άλλοτε έχουν τη μορφή δηλωμένων παραθεμάτων και άλλοτε υπαινιγμών: Αποκάλυψη, Σολωμός, Arnold, Eliot, Lorca, Σκαρίμπας, Σεφέρης, Ελύτης, Χατζής, Παυλόπουλος, Καρούζος, Δημουλά, (Νάσος) Θεοφίλου, Μπράβος. Εδώ περισσότερο από οπουδήποτε αλλού ο Γκανάς δε διστάζει να κρίνει και να επικρίνει τον αδιέξοδο πολιτισμό, μόνο που αυτό γίνεται αποκλειστικά με τους όρους της τέχνης. Σε κάθε περίπτωση είναι εκπληκτικό πώς ο Γκανάς καταφέρνει να είναι τόσο άμεσος και ταυτόχρονα τόσο μοντέρνος. Αυτός είναι νομίζω και ο λόγος που εξηγεί την αναγνωστική του απήχηση και τον αναδεικνύει σε μια από τις πιο ισχυρές, αν όχι την ισχυρότερη φωνή της γενιάς του ’70, της γενιάς του.
Δεν αντέχω στον πειρασμό να μην παραθέσω τρία παραδείγματα. Το πρώτο αφορά την καταστροφή του περιβάλλοντος και τον αντίκτυπό της στον ψυχισμό του ποιητή. Έκφραση ποικιλόμορφη, αλλεπάλληλες επαναφορές, αιχμηρή κριτική, τρυφερός λυρισμός: Προσφάτως τεχνητή βροχή / εσχάτως  όξινη βροχή / προσεχώς κά-τά-κλύ-σμός. / Κατά ζεύγη τα ζώα / κατά μόνας τα φυτά / κατά κρημνού οι άνθρωποι – αγεληδόν. / Κατά μάνα κατά κύρη. // Τρέχουν τα δάκρυα βροχή. / Βροχή μου. / Βροχούλα μουσκεμένη («Βροχή  ψιχαλιστή ποτιστική δαρτή»). Το δεύτερο αναφέρεται ευθέως στους ενόχους της κρίσης και αποκαλύπτει την αναισθησία τους μέσα από τον περιπαικτικό χειρισμό του «δεν», τις επαναλήψεις και τις συγκοπές του: Αυτοί παιδί μου δεν / δεν σου χαρίζουν ούτε τη νύστα τους / όλο δεν και δεν και δεν- / τρο δεν φύτεψαν τα χέρια τους / δεν χάιδεψαν σκυλί γατί πουλάκι πληγωμένο / γυναίκα άσχημη και στερημένη («Αυτοί παιδί μου δεν»). Το τελευταίο αποδίδει εύστοχα τη μετάβαση από την ελευθερία της φυσικής ζωής στη σκλαβιά της βιομηχανικής. Έξοχος συνδυασμός αρχέτυπων και σύγχρονων εικόνων, αιφνίδιο πέρασμα των αλόγων από τη φύση στην ιπποδύναμη του αυτοκινήτου, ρυθμός επιταχυνόμενος, αντίστοιχος της κίνησης των αλόγων: Χαμηλή πτήση με ελικόπτερο πάνω από τη Δρακόλιμνη της Τύμφης. Καταπράσινο οροπέδιο ανάμεσα σε χιονισμένα βουνά. Στην όχθη της λίμνης ένα άλογο πυρρό ξεδιψάει. Αλαφιάζεται. Τρέχει. Τρέχουν μαζί του και τ’ άλλα λευκά φαιά πυρρά σίβα μαύρα εκατόν πενήντα άλογα κάτω από ένα καπό στον δρόμο Ιωαννίνων-Κοζάνης («Κεφαλή αλόγου σκύβει να πιει νερό»).
Ο Μιχάλης Γκανάς μας δίνει με την τελευταία του συλλογή μια ενδιαφέρουσα σύνθεση και ορισμένα από τα καλύτερα ποιήματα που έγραψε ως τώρα, ενώ την ίδια στιγμή απομακρύνεται από το παρελθόν της μικρής πατρίδας και στρέφεται γλυκά στο παρόν, ανανεώνοντας ριζικά τη θεματολογία του, όπως έκανε άλλωστε και στις πεζογραφικές του Γυναίκες. Απομακρύνεται βέβαια από μια άποψη, γιατί από μια άλλη επιστρέφει και πάλι σε μέρη γνώριμα από την πίσω πόρτα, στο βαθμό που η οικολογική θεματική ανακαλεί αναπόφευκτα εικόνες της φύσης, τις οποίες εκείνος ως Ηπειρώτης γνωρίζει από πρώτο χέρι. 

Ο Θανάσης Μαρκόπουλος είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: