12/1/13

Η ποιήτρια Ρούλα Κακλαμανάκη

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ

Το ποιητικό έργο της Ρούλας Κακλαμανάκη έτσι όπως αυτό εμφανίζεται μέσα από τις τρεις πρώτες (αρχικά) συλλογές της "Σήμερα" (1973), "Βήματα στην άλλη πολιτεία" (1975) και "Μνημείο αγνώστου" (1977) είναι βασισμένο πάνω σε κάποιες κλίμακες χαρακτηρισμένες από ορισμένα στοιχεία κινούμενα μεταξύ των μαγικών πεδίων του έρωτα, των κοινωνικών τοπίων του περιβάλλοντός μας κόσμου αλλά και των νησίδων κάποιων πρώιμων πλην όμως αμέσως διακρινόμενων μεταφυσικών αναζητήσεων.

Έτσι, μια ειρωνεία λεπτή άλλοτε και άλλοτε απροκάλυπτη, προτάσσεται για να στηλιτεύσει την υποκρισία των ανθρώπων, και μια έκφραση οργής (υποβόσκουσας) επιστρατεύεται προκειμένου να δηλωθεί η δυσαρέσκεια απέναντι στο ψεύτικο και το συμβατικό, που τόσο εμποδίζει την επιδιωκόμενη ομορφιά, έτσι όπως αυτήν την φαντάζεται και την απαιτεί το "θέλω" μιας ασυμβίβαστης όσο και ατίθασης, όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, ιδιοσυγκρασίας. Γιατί η Ρούλα Κακλαμανάκη, φύση πράγματι ανυπότακτη όπως απ' τα ποιήματά της αφήνει να προκύψει, αυτό ακριβώς επιχειρεί εδώ: να μας τονίζει με κάθε τρόπο ότι ασφυκτιά από μια αίσθηση γενικότερης "φυλακής", η οποία το λιγότερο που κάνει, είναι ποικιλοτρόπως να την αναστέλλει. Γι' αυτό και ο λόγος της είναι κοφτός, ελλειπτικός και τα ποιήματά της κραυγές ή ανάσες πνιχτές, μέσα από την ανάγκη προβολής μιας βαθύτερης αίσθησης για το ισότιμον και την ελευθερία, εκπορευόμενες. Και τούτο ακόμη: η ποίησή της εδώ, άλλοτε μέσα από την κοινωνική χροιά των στίχων της, έτσι όπως ενδεχομένως τη διδάχτηκε από την καλή πλευρά της ανάλογης του Ρίτσου, και άλλοτε μέσα από την απολυτότητά της όσον αφορά την ερωτική της συμπεριφορά, θα μας χαρίσει πάνω απ' όλα στιγμές όμορφα κοσμημένες, με στοιχεία λάμποντα από μια δική τους, πράγματι, στιλπνότητα.
Ο Τάσος Λειβαδίτης, με την ευκαιρία μάλιστα της εκδόσεως της τρίτης της συλλογής "Μνημείο Αγνώστου", έγραψε τότε στην "Αυγή":

"Έτσι, τόσο στα Βήματα όσο και στην πρόσφατη ποιητική της συλλογή, συναντάει κανείς κείμενα υποδείγματα ενός χαλιναγωγημένου αυθορμητισμού καιμιας απαλής στερεότητας. Θα τα παρομοίαζα με μικρά πρίσματα που σε μια στροφή τους αντανακλούν, άξαφνα, όλη τη λάμψη του ήλιου. Η γυναικεία αίσθηση είναι πάντοτε έντονη κι ο λυρισμός της διαρκώς υπαινίσσεται περισσότερα.

Η Ρούλα Κακλαμανάκη, όμως, δεν αρκείται σ' αυτή την κατάσταση 'μαγείας' μπροστά στον κόσμο - ανησυχεί συγχρόνως για τον κόσμο. Συνείδηση με πλήρη επίγνωση της εποχής της, στο νέο της βιβλίο χρησιμοποιεί την ειρωνεία και τον σαρκασμό σαν όπλα εναντίον μιας απαράδεκτης και πεπαλαιωμένης τάξης πραγμάτων".

Και αμέσως παρακάτω:

"Αλλά ακόμη και στα κοινωνικής σημασίας ποιήματά της ποτέ δεν ξεφεύγει σε ρητορισμούς και εύκολες λύσεις. Και συχνά αποτυπώνει μεγάλης εκτάσεως ανθρώπινες εμπειρίες μ' έναν τρόπο τόσο απλό, που κάνει την Ιστορία σαν μια γνώριμη συγκάτοικό μας.

Μια ποιήτρια αληθινή, που διαθέτει το διπλο χάρισμα της αίσθησης και του στοχασμού και που ήδη σχεδίασε το προσωπικό της ύφος".

Εκεί όμως που η διάθεσή της στο έργο της κάνει μιαν άλλη θετικότερη στροφή, είναι στην τέταρτη συλλογή της "Το δίλημμα του αγάλματος" (1987) όπου μια διακριτική τρυφερότητα, αλλά και μια ωριμότητα που δίνει έναν άλλο τόνο στο ποίημα, γίνεται αμέσως αισθητή. Γι' αυτό άλλωστε και ο χώρος, ο προσωπικός πια, ο "ιδιωτικός" της ποιήτριας, είναι ένας χώρος όπου στους κόλπους τους, δεν κυριαρχεί παρά μια ελαφρώς τραυματισμένη διάθεση, ενώ εκείνο που προέχει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι ότι ο λόγος γίνεται περισσότερο καθαρός, η πικρία της απώλειας "ευγενέστερη", τα ευρήματα ακόμη πιο πρωτότυπα, η έκφρασή της πιο λιτή, και η εικόνα της καίρια και ευθύβολη, έτσι ώστε κλείνοντας κανείς το βιβλίο, να αποκομίζει την πεποίθηση ότι το "άγαλμα" εντέλει, δεν κάνει παρά το σύμβολο-σώμα μιας άγραφης ιστορίας των διαπροσωπικών σχέσεων των ανθρώπων, που από τη μοίρα του είναι ορισμένο να πορεύεται μονήρες μέσα στον χρόνο αλλά και μέσα στο ποίημα, άτρωτο.

Ο Γιώργος Καραβασίλης, για τη συλλογή τούτη, είχε επισημάνει:

"Εκλεκτική ολιγογράφος η Ρούλα Κακλαμανάκη, μια από τις λίγες καλές ποιήτριες των ημερών μας, κλείνοντας δεκατέσσερα χρόνια επίσημης παρουσίας στην ποίησή μας, εμφανίζεται ύστερα από κάποια σιωπή με κομμάτια που, αρκετά από αυτά, έχουν γραφτεί στο διάστημα '77-'81.

Η Κακλαμανάκη διακατέχεται από την εντιμότητα να ελέγχει απόλυτα τον εαυτό της, υποτασσόμενη σε μιαν αυστηρά προσωπική υποδειγματική αισθητική, ξεγλιστώντας από επικίνδυνους ακροβατισμούς, χωρίς ν' αποφεύγει τις εξάρσεις. [...]

Σ' ένα από τ' αγαπημένα της θέματα, που είναι το άγαλμα, κατορθώνει το φυσικό, το εικαστικό αντικείμενο που έχει καθιερωθεί πια στην αιωνιότητα, να το μεταφέρει στη σύγχρονη πραγματικότητα μέσα από την προσωπική της κράση. Έτσι, σημαδεύεται ένα μέρος των επιτεύξεών της, όπου την εικόνα εμψυχώνει ο λόγος. [...]

Στιλπνές, θεαματικές αναπτερώσεις, όπου υποφώσκει ακόμη πιο πολύ το ερωτικό στοιχείο, θα συναντήσουμε και στο δεύτερο μέρος της συλλογής, στα 'Αδέσποτα Γ''. Η ποίηση της Ρούλας Κακλαμανάκη, αν κι όπως προείπαμε είναι λίγη σε ποσότητα, μπορεί να παραβληθεί με δέντρο πολύριζο, με πλατύφυλλα κλαδιά και γονιμότατους καρπούς. Με την ευθύνη που διακρίνει την προσφορά της, οι ρίζες επεκτείνονται όλο και περισσότερο και οι καρποί ποικίλλουν".

Όσον αφορά την "Πτήση που δεν έγινε" (1994) καθώς και το "Λίγο πριν, λίγο μετά" (1999) και "Τζακ, ο αντεροβγάλτης - Σώμα με σώμα η μνήμη" (2003) τις καλύτερές της εν τέλει συλλογές, τα πράγματα προχωρούν ακόμη πιο πολύ στον δρόμο που η εμβάθυνση, με τον χρόνο, ήδη έχει χαράξει. Έτσι, τα μεταφυσικά ερωτήματα, απτά τώρα πλέον αλλά και απολύτως κυριαρχούντα, προσδίδουν μιαν άλλη συνθετότητα στο σύνολο, ενώ το ποίημα, μέσα στην απροσκόπτως ρέουσα έκτασή του, αβίαστο εξαπλούται κομίζοντας μάλιστα στην καλύτερη στιγμή τους, συμπυκνωμένα, όλα εκείνα τα γνώριμα χαρακτηριστικά στοιχεία της ποιήτριας: το αγέρωχον στη διάθεση, την αταλάντευτη αγάπη προς το ονειρικόν ή την υπέρβαση, αλλά και το ανήσυχον, πάνω απ' όλα, μιας μονίμως έφηβης ψυχής.

Τη Ρούλα Κακλαμανάκη, την γνώρισα στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, το 1976 ή το '77, αν θυμάμαι καλά, αλλά είχα ακούσει για αυτήν από τα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας ήδη, όπου τόσο στον χώρο του πνεύματος, όσο και στους αντιδικτατορικούς κύκλους, και μόνον η αναφορά στο όνομά της αποτελούσε μεγάλη εγγυήση, όσον αφορά την υπεράσπιση των καταλυμμένων δημοκρατικών θεσμών, αλλά και των αντιστασιακών ατόμων, επίσης, που απηνώς διώκονταν.

Την γνώρισα στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, λοιπόν, σε μια εκδήλωση αφιερωμένη στο έργο του Νικηφόρου Βρεττάκου, και αμέσως, μου έκανε εντύπωση η απλότητα, η προσήνεια, η ειλικρίνεια, η καταδεκτικότητα του χαρακτήρα της αλλά και οι γνώσεις της πάνω στην ποίηση και τους ποιητές της γενιάς του '70, που τότε βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα. Αργότερα μάλιστα, τύχη αγαθή, η πιο ευτυχισμένη μέχρι τώρα συγκυρία της ζωής μου, το έφερε να με πάρει κοντά της, σχεδόν από την αρχή, στο γραφείο της, όταν έγινε υφυπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όπου έμεινα καθ' όλο το διάστημα που ήταν στη θέση αυτή. Εκεί ακριβώς, λοιπόν, μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω από κοντά όλες τις αρετές της μεγαλειώδους αυτής ψυχής: την ταπεινοφροσύνη της, την κατανόηση, τη μειλιχιότητα, τη δύναμη της καρδιάς, την αξιοπρέπεια, το αίσθημα δικαιοσύνης που έντονα την διέκρινε, την αφιλοκέρδεια, την ευθυκρισία, το θάρρος της γνώμης, την παρρησία, ακόμη και όταν αυτά που έλεγε δεν ήταν προς το συμφέρον της, αλλά και την έμφυτη ανθρωπιά της - ανθρωπιά πανάγαθου με όλη τη σημασία της λέξης, ατόμου, γιατί πανάγαθη ήταν πράγματι, η Ρούλα Κακλαμανάκη, και αυτός είναι ο πιο καίριος χαρακτηρισμός που μπορεί να της δώσει κανείς??? ανθρωπιά, λοιπόν, ιδιαίτερα απέναντι σε όλους όσοι αντιμετωπίζουν δυσκολίες: απέναντι στους ανασφάλιστους, τους άνεργους και, κυρίως - αυτή η εθνική πράξη δεν πρέπει ποτέ να ξεχαστεί - απέναντι στους πολιτικούς πρόσφυγες, κατά την περίοδο που πάλευε να λύσει -και το έλυσε- το ακανθώδες όσο και περίπλοκο κοινωνικοασφαλιστικό πρόβλημά τους, εντάσσοντάς τους μάλιστα στο ΙΚΑ για να έχουν ισοτίμως τα ισοτίμως τα ίδια ακριβώς δικαιώματα και ωφέλη που είχαν και οι εδώ ασφαλισμένοι του ιδρύματος, αν και τα χρήματα που προσέφεραν οι τότε σοσιαλιστικές χώρες -λόγω και του διαφορετικού κοινωνικοασφαλιστικού τους συστήματος- ήσαν ελάχιστα και δεν ευνοούσαν, πέρα από ένα μικρό πάγιο και χωρίς καμία άλλη εξέλιξη επίδομα, επ' ουδενί την προώθηση μιας τέτοιας ρύθμισης.

Ήταν πράγματι ευτυχία, όπως ανέφερα και παραπάνω, να βρίσκεσαι τότε δίπλα στη Ρούλα Κακλαμανάκη, και να την παρακολουθείς. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που εγώ προσωπικά διερωτόμουν και θαύμαζα, πώς αυτό το "κλωναράκι" μπορούσε και όρθωνε το ανάστημά του και τα έβαζε με σκληροτράχηλες ομάδες, και πώς αμέσως, την άλλη στιγμή, ήταν έτοιμη, από μόνη της, χωρίς να της το ζητήσει κανείς, να ασχοληθεί με τα όποια προβλήματα απασχολούσαν τους συνεργάτες της ή να δίνει εντολές να μεριμνήσουμε για τα προβλήματα άλλων, αγνώστων τελείως, πλήθους αγνώστων, που είχαν ζητήσει τη βοήθειά της και τη συνδρομή της.

Τελειώνοντας, αφού δηλώσω ότι όπου αγαπάμε βαθιά δεν φτάνουν ποτέ μα ποτέ τα λόγια για να εκφράσουμε σε όλη της την έκταση αυτή την αγάπη, δεν θέλω να επεκταθώ άλλο πάνω στην προσωπικότητα της Ρούλας Κακλαμανάκη, αυτής της γυναίκας δηλαδή που διαρκώς σου έδινε την αίσθηση ότι πίστευε πως δεν δικαιούται ούτε και όσο χώρο πιάνει το βήμα της πάνω στη γη??? δεν θέλω να επεκταθώ άλλο, διότι είμαι σίγουρος ότι και η ίδια δεν θα το ήθελε. Γι' αυτό και, τελειώνοντας, θέλω μόνον να αναφέρω ότι όταν ήρθε η ώρα να αποχωρήσω από το γραφείο της, της είχα "ότι σπάνια, σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, κάποιος, φεύγει τόσο πλούσιος από κοντά της". Τώρα πια που το διάστημα μεγάλωσε, έγινε δεκαετίες, και η φιλία σφυρηλατήθηκε, έγινε αδελφική, έγινε οικογενειακή, θα ήθελα να ζούσε ακόμη, για να προλάβω να τη διαβεβαιώσω ότι όχι μόνο πλούσιος έφευγε κανείς από κοντά της, αλλά με θησαυρούς καρδιάς και εφόδια πολύτιμα, ώστε με αυτά να πορεύεται, σίγουρος και δυνατός στη ζωή.

Ο Γιώργος Μαρκόπουλος είναι ποιητής

Δεν υπάρχουν σχόλια: