12/1/13

Η ζωή ως αφήγημα

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗ

ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ, Διασυρμός, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σελ. 183

Στέκομαι στο έργο που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου, φιλοτεχνημένο από την Ελεάννα Μαρτίνου. Γεωγραφικός χάρτης μικρής κλίμακας της Καλλιδρομίου και των πέριξ, με τη γειτονιά των Εξαρχείων στην κορυφή, τους εκδοτικούς οίκους, το καφενείο, το μπαρ και την ταβέρνα σε θέση αναγνωριστικών σημείων του χώρου και το ανθρώπινο περιβάλλον διεσπαρμένο σε τρία σημεία του ορίζοντα υπό μορφή κολάζ προσώπων να ορίζει τη διάσταση της προσωπικής μνήμης.
Επιμένω γιατί, όπως είναι φυσικό, αναγνωρίζω πέρα από την αισθητική διάσταση και μια πολύ ενδιαφέρουσα αφηγητική λειτουργία. Και αν κάτι τέτοιο συμβαίνει σε κάθε εξώφυλλο, ή τουλάχιστον σε κάθε αξιοπρεπές εξώφυλλο λογοτεχνικού βιβλίου, που πυκνώνει, φωτίζει ή βαθαίνει την κυρίως αφήγηση και συντελεί στη διαμόρφωση του κλίματός της, δεν μπορεί παρά να συμβαίνει, και μάλιστα ακόμη παραπάνω, στον Διασυρμό του Μπαμπασάκη, όπου δεν βρίσκω να υπάρχει τίποτα “ατάκτως ερριμμένον”.

Αντίθετα, καθετί –από τον τίτλο μέχρι τα παραθέματα, από τη φωτογραφία του συγγραφέα μέχρι το υποτιθέμενο σημείωμα της εκδότριας και από τις πληροφορίες της έκδοσης με την αναφορά στις τυπογραφικές διορθώσεις του ΓΙΜ μέχρι την οικογενειακή φωτογραφία των τεσσάρων προσώπων του οπισθόφυλλου– σχολιάζει την κυρίως αφήγηση ή σχολιάζεται από αυτήν, για να χωνευτεί οργανικά στο σώμα της σαν κομμάτι ενός ευρηματικού αφηγηματικού παιχνιδιού.
Γιατί περί αυτού ακριβώς πρόκειται. Για ένα πανέξυπνο παιχνίδι, που με περιπαιχτική σοβαροφάνεια, χιούμορ, λυρισμό, ειρωνεία και αυτοσαρκασμό αίρει την απόσταση μεταξύ λογοτεχνίας και ζωής, πραγματικότητας και γραφής, αφήγησης και μετά-αφήγησης, συστήνοντας ή αλλιώς διασύροντας σε μυθιστορηματική μορφή τον χαρακτήρα του κεντρικού ήρωα, Νίκου Βελή, και μαζί με αυτόν, τον χαρακτήρα που κρύβεται πίσω του με τη μορφή του συγγραφέα, Γιώργου Ίκαρου Μπαμπασάκη.
Ιστορητής και ιστορούμενος ο Νίκος Βελής, από τον ιστορητή και ιστορούμενο Γιώργο Ίκαρο Μπαμπασάκη, δεν καταδέχεται, όπως σταθερά επαναλαμβάνει, να γράψει για ό,τι δεν έχει ζήσει, και γι' αυτό παίρνει το λόγο όχι μόνο για να αρχίσει μια αφήγηση για τη ζωή του, αλλά και για να συνεχίσει τη ζωή του μέσα από μια αφήγηση, που μιλάει με το αφιονισμένο πάθος και τη φρενιασμένη ένταση της αμερικανικής γενιάς των μπιτ συγγραφέων, για τις λέξεις, τα βιβλία, τους έρωτες, τους φίλους, τη λογοτεχνία, τη μουσική, το ουίσκι, τα τσιγάρα και, ασφαλώς, για την ίδια τη ζωή.
Σε 183 λοιπόν σελίδες ο συγγραφέας θύει με το ίδιο ακριβώς πάθος και με την ίδια ακριβώς ένταση σε ό,τι και σε όποιους αγάπησε, δηλαδή σε όσους, όπως σημειώνει στο οπισθόφυλλο “προσπάθησαν, και ακόμη προσπαθούν, να διατηρήσουν μια λάμψη μες στη μουντάδα, τη μελωδία ενός σφυρίγματος μες στον ορυμαγδό”, την ώρα που “η Αθήνα είναι αιχμάλωτη μιας καλπάζουσας φθοράς” ενώ “η κουτοπονηριά έγινε ηγεμονία και οδηγήθηκαν στο περιθώριο η Φιλία, η Ευγένεια, η Αγάπη, η Αξιοπρέπεια”.
Ωστόσο, αυτή η μουντάδα, αυτός ο ορυμαγδός, αυτή η καλπάζουσα φθορά δεν βλέπω να αναδεικνύονται όσο θα ήταν αναγκαίο για να δικαιολογηθεί πλήρως η πρόθεση του συγγραφέα. Η κυρίως αφήγηση, μένοντας, για να επανέλθω πάλι στο εξώφυλλο, στην οδό Καλλιδρομίου με τα στενά, το μπαρ, το καφενείο, τους εκδοτικούς, τη γειτονιά των Εξαρχείων στην κορυφή της και το κολλάζ των τριών προσώπων, φαίνεται να λησμονεί τον έξω κόσμο, έστω κι αν τα βέλη των δρόμων επιμένουν να δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Πρόκειται για την εγγενή λογοτεχνική αδυναμία που κουβαλάει και η αμερικανική γενιά των μπιτ συγγραφέων, που για να προστατευτεί από τη διαβρωτική επίδραση του έξω χώρου, κλείστηκε τόσο πολύ στον εαυτό της, ώστε να φτάσει μέχρι τα όρια ενός αυτάρεσκου λογοτεχνικού αυτισμού, υμνώντας έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, που προϊόντος του χρόνου ξέχασε απέναντι σε τι και γιατί εγέρθηκε, για να αναλωθεί σε μια επανάσταση της καθεμέρας, που κάθε μέρα όμως έφθινε διά της επανάληψης και της έλλειψης προοπτικής.
Αλλά έστω κι έτσι, το βιβλίο δεν χάνει ή, για να είμαι πιο ακριβής, το βιβλίο κερδίζει τόσο πολύ με την ευρηματικότητα της αφήγησης, το παιγνιώδες πάντρεμα λογοτεχνίας και ζωής, την ειλικρίνεια του ύφους και το “εμβατηριακό μένος”, όπως πολύ παραστατικά χαρακτηρίστηκε από τον Κωστή Παπαγιώργη, της γραφής του Μπαμπασάκη, ώστε η όποια απώλειά του να μην βαραίνει σοβαρά το τελικό αποτέλεσμα.

Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης είναι πεζογράφος

Δεν υπάρχουν σχόλια: